Πως λέμε the king & I κυρά Σούλα μου??? καμία
σχέση!! Τούτο το παραλήρημα απευθύνεται προφανώς σε ειδικούς της ψυχικής υγείας
με ερωτήματα τύπου: «τον χάνουμε γιατρέ, ή να ξαναρχίσουμε να του ρίχνουμε
χαπάκια στον καφέ?». Και ήταν καιρός να ξαναπιάσουμε θεματικές που ουδείς
ενδιαφέρεται να διαβάσει… ξεκινώ λοιπόν χωρίς την προσμονή κάποιου την ύστατη στιγμή να με σταματήσει (για το καλό σας). Όταν σκέπτομαι τον Θεό, σκέπτομαι την σχέση μου με το
παιδί μου, πόσο στοργή με γεμίζει, πόση ανεξήγητη αγαλλίαση, πως δεν τρέχει κάστανο, ακόμα και μέσα την χειρότερη
μπόρα, μόνο γιατί υπάρχει αυτή η στοργή, αυτή η σιγουράδα της αγάπης… ίσως τελικά να
είναι η μοναδική παρηγοριά στην αβάσταχτη μοναξιά της, χωρίς προσδοκία για άλλα
μεγαλεία από την αναπνοή, τον ίδρο και τα χώματα, ύπαρξης…
...και αναλογίζομαι πόσο δίκιο μπορεί
να έχει κάποιος να αναρωτιέται, όπως ο Ιησούς κάποτε, στην προσπάθεια του
Ανθρώπου να συνταιριάξει τον Θεό στα μέτρα του, ότι αν εμείς αγαπάμε τόσο
ολοκληρωτικά τα παιδιά μας, που μας γεμίζουν, σε απόλυτο βαθμό, με μια έννοια
επιτυχίας και ολοκλήρωσης στο κοσμικό παιχνίδι της ματαιότητας, και μας κάνει
να προσπαθούμε, με τις καλύτερες των προθέσεων, να «οπλίζουμε» τους απογόνους μας
για τις μελλοντικές προκλήσεις (με μια εξ αυτών να είναι ο βιολογικός
παραμερισμός των καλλιεργητών τους), φανταστείτε πόσο απειρότερα, μπορεί να
αισθάνεται το υπέρτατο Ον σε σχέση με τα κοσμικά τέκνα του (που μόνο εμείς
εικάζουμε πως είμαστε. Και πλέον αγαπημένα του σε ολάκερο το σύμπαν και…
παραπέρα) και πόσο περισσότερο, σε σχέση με τον πεπερασμένο δημιούργημα του, μας
«οπλίζει» για την πορεία μας στην ματαιότητα του βιολογικού κύκλου, με την μόνη
έννοια αιωνιότητας, να αποτελούν τόσο η ματαιοδοξία μας, όσο και εκείνη η εσώτερη
ανάγκη να επιβιώνουμε ακόμη και μέχρι εκείνη την στιγμή, που η ίδια η ζήση γίνεται
μια κατάρα γεμάτη πόνο με δίχως άλλη ελπίδα από το τέλος, που είναι πάντοτε
τόσο απευκταίο (για την ανθρώπινη συνείδηση) όσο είναι και νομοτελειακό (στην
συνείδηση όλου του υπόλοιπου φυσικού κόσμου). Consider the lilies που λέει και ο Brian…
Φιου, και νόμισα κάποια στιγμή ότι
η τελεία δεν θα ‘βρισκε την Ιθάκη της και το νόημα θα έμενε μετέωρο σαν και
ετούτο το κείμενο το καταδικασμένο στην αισθητική αποτυχία της μη κατανόησης
ούτε του σκοπού, ούτε της ρίμας, αλλά ούτε και τελικά του συλλογισμού και του εναργούς
σημείου προορισμού του, όποιο κ αν ήταν αυτό, όσους κ αν ευχαριστούσαν τα
κελεύσματα του. Πάντα θεωρούσα τον Θεό δίπλα μου, εγωιστικά σκεπτόμενος πως
μέσα στην «μυρμηγκοφωλιά», κάτι τόσο απόλυτο θα έδινε προσοχή στο τίποτα κ δεν
το λέω προσποιούμενος οιανδήποτε ταπεινοφροσύνη αληθής ή μη, μα αν παίζουμε με
το άπειρο ποιος ο λόγος να μην είμαστε ολίγον larger…. προς την μεριά του? Από την τσέπη μας θα
τα πάρει?? Απλά μικρότερος ήμουν προθυμότερος, για έναν Θεό με σηκωμένο το
δάχτυλο να συμβουλεύει να νουθετεί μα πάνω απ’ όλα να απαγορεύει… Τώρα νομίζω ότι
θα ήταν τουλάχιστον αφελές να το κάνει γιατί αν μέχρι τώρα δεν έμαθα… πολύ απλά
δεν θα μάθω ΠΟΤΕ… κ μην ακούσω τίποτα μαλακίες περί «ποτέ δεν είναι αργά» και
τα τοιαύτα γιατί η μόνη δόση αλήθειας σε αυτή την πρόταση θα ανταποκρίνονταν
στην πραγματικότητα, μόνο αν συνεχίζονταν με την πρόταση … «να πας σχολείο», «να
κόψεις την μαλακία», κ.λ.π.
Επομένως απ’ όσο νομίζω, ο Θεός
στέκεται δίπλα μου με μια έκφραση απορίας (αφού έχουμε εξανθρωπίσει την έννοια
του υπερβατικού σε «μαύρα μάτια, μαύρα χείλη κατσαρά μαύρα μαλλιά») για τις πραγματικές
δυναμικές ενός όντος με μικρό life
span, που λένε κ στο χωριό μου,
μέσα στα αμέτρητα του σύμπαντος, ενός όντος που από μόνο του κομπάζει ότι είναι
για το υπέρτατο, κάτι το σημαντικό. «έκανα άραγε λαλακία (αφού είπαμε..ο εξανθρωπισμός..), ή υπάρχει
σωτηρία?» φαίνεται να συλλογάται καθώς, κουφοί εμείς, που να «πιάσουμε» την αμετροεπή
και άρα άπειρη υπομονή του να διαπραγματεύεται την αφ’ εαυτού και ενώπιον του
και μόνο, κατοχύρωση της πατέντας, που στο σύμπαν έχει διάφορα ονόματα
(άνθρωπος, γήινος κ.λ.π.), μα κανένα από αυτά εξαιρετικά σημαντικό για
οιανδήποτε άλλη μορφή ζωής, έλλογη (με τα ανθρώπινα μέτρα), ή μη… άραγε υπάρχει
ελπίδα μεγαλείου για τούτο το άμοιρο είδος, ή συνίσταται, ολοκληρώνεται και
αυτούσιο αναπαράγεται στις επόμενες γενεές, μέσω ενός εξαιρετικά σύντομου, σε σχέση
με την απεραντοσύνη και σχετικότητα του χρόνου, βιολογικού κύκλου, με τις σύνοδες
και πολλές φορές αναπόδραστες συνέπειες της αναπνοής μέσα σε έναν δεδομένο
χωροχρόνο.
Και μιλάμε για σύνοδες και
αναπόδραστες συνέπειες μιας ύπαρξης, τόσο ποταπής και επαρμένης όσο αυτής του
ανθρώπου, που οι ίδιοι συχνά αποκαλούν πράξεις… πράξεις έρωτα, αναρχίας και
τάξης, καταστροφής και δημιουργίας, σαν σε μια τόσο μάταιη και απέλπιδα προσπάθεια μιας κλανιάς,
να ακουστεί λίγο παραπάνω στο αχανές και κενό άπειρο, όσο είναι και η
προσπάθεια του πρωκτού που την λευτερώνει από τα εντερικά εσώτερα του, για να
δείξει ότι υπάρχει, να τραβήξει λίγο την προσοχή, έστω και την αρνητική. Με
λίγα λόγια όσο μάταιο φαίνεται να είναι να προσπαθεί ένα τέτοιο είδος στην
πορεία του προς την θέωση, για μεγαλεία άλλα από την αναπαραγωγή και την διάχυση,
άλλο τόσο αυτή η ματαιότητα αντανακλάται και στον Δημιουργό του, που φαντάζομαι
κάτι ανάλογο, περίμενε απ’ αυτόν, αφού είναι καθ’ εικόνα και ομοίωση, ακόμα και
αν αυτή κατοχυρώνεται, έστω κ θεωρητικά, στο πνεύμα και όχι στην σάρκινη
μουτσούνα.
Και τότε είναι που με πιάνει ένας
ανομολόγητος και υβριστικός οίκτος στον κακομοίρη τον Δημιουργό, που αν ήμουν
στην θέση του, έχοντας του στερήσει και την δυνατότητα ακόμα της αυτόκλητης
πρόκλησης φυσικών καταστροφών όπως κατακλυσμούς, σεισμούς και καταποντισμούς
προκειμένου να επιτυγχάνεται δημογραφική και πάνω απ’ όλα ηθική ισορροπία (με τις
θεϊκές μας παρεμβάσεις πάνω στον φυσικό κόσμο, επιμένοντας στην αυτοαναγνώριση μας
σαν βασιλείς του, πετυχαίνουμε τέτοια φαινόμενα και μόνοι μας), θα επέσπευδα εν
τέλει τους ερχομούς και τις επιστροφές που έχουν δρομολογηθεί από τότε που το
φίδι τούμπαρε την Εύα και κείνη την υφήλιο, σαν γιατρικό στην ανώμαλη κατάρα να
υπόκειμαι στις ανερμάτιστες προσευχές και σκέψεις τους και στις ακόμα πιο
ανερμάτιστες και βδελυρές πράξεις τους, για μιαν αιωνιότητα… και μου ’ρχεται,
δίχως ίχνος κακίας να του φωνάξω: «μην ανησυχείς,
αιωνιότητα είναι, θα περάσει»…
και σε ένα ακόμα υβριστικό
ξέσπασμα θα συμπλήρωνα: «εδώ εμείς δεν αντέχουμε παραπάνω από 50 χρόνια (και
μας πιάνει κρίση μέσης ηλικίας – μην νομίζετε, πως λέμε αιώνιοι έφηβοι, άλλοι γεννήθηκαν με κρίση μέσης ηλικίας), την
μοναξιά της ύπαρξης, πόσο μάλλον εσύ»….
Αλλά μάλλον ο Θεός έχει χιούμορ
και μας αφήνει να ταλαιπωρούμαστε με
εσωτερικές ανησυχίες ισοδύναμες
με την απόγνωση της μαϊμούς όταν καλείται να διαλέξει ανάμεσα σε μια μπανάνα
και σε ένα καθρεφτάκι. Άλλωστε δεν έχει ούτε τηλεόραση, ούτε internet, γιατί να μην το απολαμβάνει με
τα ζόρια μας, τις ακούσιες ικεσίες μας μπροστά στα απεριόριστα και ολοένα
ανανεούμενα προβλήματα της κοσμικής μας ζωής, τις γεμάτες απόγνωση κραυγές μας μπροστά
στο αναπόδραστο τέλος, τα γεμάτα ελπίδες «βλέμματα» μπροστά, ή πίσω στον χρόνο,
τα φοβισμένα, μύρια λάθη μας, καθώς και τα λεύτερα (από πόνο απόγνωση και
ελπίδα), μεγάλα μας επιτεύγματα, που μόνοι μας μετατρέπουμε στα χειρότερα παράγωγα
μας, εμπορευματοποιώντας τα και χρησιμοποιώντας τα, με τον ίδιο τρόπο που ο αύνανας
χρησιμοποιεί το αριστερό (εφ’ όσον είναι δεξιόχειρας εννοείται) Βάζοντας μας να
ποινικοποιούμε την επαφή μαζί του με το γνωστό ανέκδοτο: «δεν έχεις πρόβλημα αν μιλάς με τον Θεό, το πρόβλημα αρχίζει όταν
εκείνος σου απαντά»… καταλαβαίνεις εύκολα ότι είναι απλά μάταιο ακόμα και
να ασχοληθεί… Τίποτα δεν ορίζει την ανθρώπινη τρέλα, όσο το παραπάνω αξίωμα, με
πιο απόλυτο και όμως πιο αναληθές τρόπο. Γιατί ο Θεός εφ’ όσον υπάρχει και εφ’
όσον μας είναι απαραίτητος για να εξηγούμε τα ανεξήγητα, ή για να προσμένουμε
τα ανέλπιδα, μας μιλά καθημερινά.
Λέτε να μην τον αντιλαμβανόμαστε, γιατί
φοβόμαστε μήπως μας βγάλει τρελούς ο ψυχίατρος της διπλανής πόρτας? Όχι, είναι
που δεν θέλουμε να πιστεύουμε σε ένα Ον ανώτερο μας και πόσο μάλλον όταν παίζοντας
και τους επαναστάτες μηδενίζουμε ό,τι δεν δύναται να προσλάβουμε από τα (ούτως
ή άλλως και, εξ’ ιδίων και από αρχαιοτάτων χρόνων αποδεκτό) πεπερασμένα
αισθητηριακά μας όργανα, ή πιο απλά, ότι μηδενίζουμε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε, θέλοντας
και μη. Είναι λοιπόν η ίδια αγνώμονη και υβριστική διάθεση που κάποτε μας ανάγκαζε
να εξανθρωπίζουμε το παραπάνω από εμάς και να το βάζουμε αιωνίως να ασχολιέται
με τα ζόρια μας, που μας τυφλώνει και σήμερα απέναντι στην διαρκή παρουσία του
υπερβατικού γύρω μας, που είτε εκφράζεται με αύρες, είτε εκφράζεται με τον
ψυχισμό γύρω μας είτε από οτιδήποτε διαρκώς μας υπενθυμίζει ότι υπάρχουν
πράγματα που βρίσκονται στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού μας… Δηλαδή? Δηλαδή
υπάρχουν κάποια πράγματα που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΜΑΣ (τούτο κλεμμένο από Αρκά). Και
πως αυτά συχνά αγαπούν ή αν θέλετε, ευνοούν την ανθρώπινη ύπαρξη με τον ίδιο,
ψευτοαναλογικό τρόπο, που αγαπώ, ή ευνοώ αν θέλετε και εγώ, με την σειρά μου,
το μικρό μου κοριτσάκι!!
Γι’ αυτό σας λέω consider the lilies…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου