Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Η Αποδοχή Ενός Καρπαζοεισπράκτορα


Καιρός να τελειώνω με την τριλογία της κατάπας και της αυτολύπησης με απενοχοποίηση μέσω νόστου για τα περασμένα (σ.σ. Όποιος πάτησε το σύνδεσμο Η Τριλογία Της Κατάπας που κείται εδώ παρακειμένως, σημειώνω ξανά πως αυτή εδώ, είναι η ΤΡΙΤΗ πλευρά του δίσκου δείτε παρακάτω για τις 2 πρώτες πλευρές• όχι οτι θα σας κάνει κάποιο ιδιαίτερο "καλό", αλλά λέμε τώρα).
Και είναι αλήθεια πως, κυρα Σούλα μου, τούτο το κείμενο έπρεπε να είχε "βγεί" πολύ πριν. Γιατί δεν είναι μια παραδοχή που διστάζω τώρα να αποδεχτώ. Έχει προκύψει σαν ντεντερμινισμός πολύ πριν και τώρα πανηγυρικά δικαιώνεται. Και πως γίνεται αυτό θα μου πεις; Τί ήταν αυτό που δικαίωσε, έτι περισσότερο τον ηθελημένα και νομιζόμενο ως μύχιο, φόβο; 
Είναι η δύναμη της επιλογής αυτό ακριβώς που διαχωρίζει την ήρα από το στάχυ, αυτό που διακρίνει τους ικανούς από τους έχοντες χίλια άλλοθι για να μην φαίνονται (και ίσως να μην είναι), ικανοί. Πάντοτε αυτή ικανή για να καταδείξει την ειλικρίνεια στην πράξη και όχι στις σοφιστείες και στ' άλλα "νομίσματα", που ο νους επινοεί για να δικαιολογήσει, να συμβιβαστεί, να καταπιεί, αυτό που δεν θα ήθελε ποτέ να χωνέψει.  


Πρίν ξεκινήσω όμως, ας προσπαθήσω να ενώσω τα τελευταία 3 κειμενάκια. Κοινός παρανομαστής και των 2 (κ όπως θα δείτε και του σημερινού), η ρυπαρότητα, η αγάπη στη νοσηρότητα και στην παθογένεια, αυτό που η οικογένειά μου, ονόμασε "σετάρισμα γι αυτοκαταστροφή". Πρόσφατα σε μια από τις λιγότερο επιτυχημένες (μα ιδιαίτερες) ταινίες της πλατφόρμας NETFLIX με τον ιδιαίτερα ευοίωνο τίτλο Εκμηδενισμός / Annihilation υπάρχει μια συζήτηση μεταξύ των ηρωίδων όπου περιγράφεται απόλυτα, όχι μόνο το σημερινό κείμενο αλλά ίσως και όλα που έχουν υπάρξει εκ μέρους μου. Και όχι μόνο τα κέιμενα θα πω εγώ... Αλλά (και σημαντικότερα), τις πράξεις. 


Τί λένε λοιπόν οι ηρωίδες μεταξύ τους; Ότι όλοι οι άνθρωποι μπερδεύουμε την αυτοκτονία με την αυτοκαταστροφή. Ενω δεν είμαστε αυτοκτονικοί, η μεγάλη πλειοψηφία (λέει η απαισιόδοξη ψυχολογός) είμαστε αυτοκαταστροφικοί. Και σαμποτάρουμε ακούσια τις καριέρες μας, τις σχέσεις μας, τα παιδιά μας. Και ενώ στο πλαίσιο που τίθεται στη ταινία, γίνεται αναφορά στους ανθρώπους που αυτό το σαμποτάζ το κάνουν ασυνείδητα, υπάρχουν και άλλοι που το κάνουν συνειδητά είτε για να πραγματώσουν την αυτοεκπληρούμενη προφητεία που έχουν μέσα τους (σπαρμένη από άλλους, μα μέσα τους), είτε επειδή τελικά ανήκουν σε εκείνο το κομμάτι της τροφικής αλυσίδας, που είναι καταδικασμένο να παραγει υπεραξίες, όχι μόνο στον εργασιακό του χώρο, αλλά παντού. Και βέβαια αυτή η επιπλέον αξία που δίνει κάποιος με το είναι του, όπως δεν πληρώνεται από αυτόν που την απομυζεί, έτσι και δεν πληρώνεται σε αυτόν που την παράγει. Και τούτο δημιουργεί ένα αίσθημα αδικίας, που αν δεν ξεσπάσει πάνω σε αυτούς που το δημιουργούν, ξεσπά σε οικεία πρόσωπα, δημιουργώντας με την σειρά του μια συσσωρευμένη αδικία που δεν μπορεί κανείς να χωνέψει, να ανταπεξέλθει με αξιοπρέπεια και ακολούθως να προχωρήσει παρακάτω, παρ' ότι ηττημένος, δίχως όμως το αίσθημα της αλυσιτέλειας που οι άνθρωποι που παραγούν υπεραξίες, με την ίδια άνεση όπως όταν σαμποτάρουν τον εαυτό τους, νομοτελειακά αισθάνονται στο τέλος της ημέρας, της καριέρας και της ζωής τους ολάκερης. Γιαυτό και πολλές φορές έχω πει πως δεν θέλω να έχω δίκιο. Γιατί τούτο θα σημαίνει πως έχω αδικηθεί μια ακόμη απλήρωτη υπερ - ΑΞΊΑ.
Γιαυτό και το "hardwired to self destruct" γιαυτό και η εμμονή σε μια ουσία που μόνο σκοτώνει και δεν δίνει ανταποδοτικά τίποτα στον χρήστη που την καταναλώνει γιαυτό και η νεανική θύμηση είναι πνιγμένη στην αιθάλη. Στην αιθάλη της αυτοκαταστροφής και της αέναης δολιοφθοράς στον εαυτό, που είναι εκ των προτέρων καταδικασμένος, δίχως δίκη και δίχως υπεράσπιση, έως το τέλος. Και όσο νεότερος είναι κανείς, τόσο ευκολότερα, η δολιοφθορά αυτή, φαίνεται πως γίνεται με υψηλή ανοχή και πάντως, σε πράγματα αδιαμόρφωτα, δίχως την ευθύνη της ουσιαστικής επιλογής, δίχως τον κατακερματισμό από την ενδεχόμενη, έως σίγουρη, αποτυχία της.

 

 Όσο οι επιλογές όμως πληθαίνουν, τα θέλω συρρικνώνονται, μαζί με τις σωματικές / φυσικές δυναμικές• όσο η βαρύτητα αυξάνεται υποκειμενικά, όπως ο χρόνος που λιγοστεύει, τόσο η δολιοφθορά αυτή, γίνεται ανεπιτήδευτα αξεπέραστος βρόγχος, που σε πνίγει, υπό το βάρος της αποτυχίας, υπό το βάρος της αδυναμίας να διεκδικηθεί κάτι εγωιστικά και αμοραλιστικά• δίχως την έγνοια της συνέπειας δίχως τον τρόμο της σύγκρουσης. Γιατί αλίμονο, τίποτα δεν δίνεται δωρεάν και δίχως σύγκρουση. Γιαυτό και η εκπαίδευση των ανθρώπων περνάει από τον παιδεμό τους, γιατί όπως είπε ο Γιαχβε στους πρωτόπλαστους, η ζήση θα περνά μέσα από τον κάματο, που άλλοτε πληρώνεται με επιβίωση, όμως τις περισσότερες φορές, θα μοιάζει με τις στάλες του ιδρώτα που απορροφιούνται στη γης και στα υφάσματα και στους ηττημένους πόρους του δέρματος μας και δεν θα μετουσιώνεται (τις περισσότερς φορές) σε αγαθό, σε ελευθερία και απόλαυση, παρά μόνο σε κάτι κίβδηλο σε ανερμάτιστη έξη και τυραννία. Έτσι το να ζεις για να παράγεις, γίνεται ευκολότερα, ζήσε για να δουλεύεις. Δούλευε, για να ζήσεις εξαρτώμενος μόνο από αυτό που διαρκώς σαμποτάρεις. Δηλαδή τον εαυτό και τις δυναμικές του.

Και αν είναι άδικο να βάζω τον Αλέκο για πρότυπο, ζητώ συγγνώμη από τον Αλέκο
 όχι όμως και από την περσόνα που διάλεξε, επι σείρα ετών να υποδυθεί, καθώς δίνει τον χαρακτηριστικότερο ορισμό αυτού που καλούμαστε να αποδεχτούμε όσοι τουλάχιστον επιβαρυνόμαστε με συνείδηση και γνώση του εαυτού. Πως αλλιώς θα καταλαβαίναμε τον χαχόλο που θέλουμε να περιγράψουμε, αν δεν ανατρέξουμε στον φτωχό πλήν τίμιο και μερικές φορές, άξεστο νεανία, που δεν σκεφτέται πριν μιλήσει, πριν ζητήσει τα ρέστα, πριν διεκδικήσει κάτι καλύτερο χωρίς ωστόσο να δύναται να ανταπεξέλεθει στην πρόκληση που ο ίδιος βάζει στον εαυτό του; Καλώς ήρθατε στο δράμα ενός ανθρώπου που γεννήθηκε, ή (ακόμη χειρότερα), ασυνείδητα επέλεξε να γίνει, ένας ακόμη καρπαζοεισπράκτορας, σαν και εκείνους που ο Αλέκος μιμήθηκε για να στήσει την κινηματογραφική του περσόνα. 
Δεν είναι όμως άδικο να κάνουμε θέμα τα χαστούκια, όταν όλοι τα δεχόμαστε; Ασχέτως φύλης, θρησκείας, χρώματος, φύλου, ή (ακόμη και) τάξης; Και όμως, τα χαστούκια, είτε σαν μέσο διαπαιδαγώγησης, είτε παιδεμού, είτε τιμωρίας, είτε ενίσχυσης (!!), είναι το μόνο δεδομένο σε αυτή την ζώη. Ιδιαίτερα σε αυτή την πατρίδα (όπως φαίνεται στο παραπάνω video), την μόνιμα χρονοκαθυστερημένη, καίτοι επηρμένη για την δυτικοθρεμμένη ανατροφή της, εξαιτίας όχι τόσο της κλασσικής αρχαιότητας, μα της συγκυρίας, οι δυτικοί να διατρανώνουν σαν απαρχή, των δικών τους πολιτισμών, τον αρχαιοελληνικό. Αντίθετα, ο έρωτας, η απόλαυση, η επιτυχία, η ισότητα, η παραγωγικότητα και η προσωπική ανάπτυξη, δεν είναι και τόσο δεδομένα. Εκπορεύονται μάλιστα, πολλές φορές, από αυτή καθεαυτή την ποιότητα και την ποσότητα των χαστουκιών, που ο καθείς μας, κάθε φορά, δέχεται. Και κυρίως εξαρτώνται από την αντίδραση του καθενός στα χαστούκια αυτά...
Ελπίζω να έχω θίξει τον κορμό. Την αυτοκαταστροφή, την εμμονή στην αλυσιτέλεια, τον μονίμως θιγμένο (έως φιμωμένο) εαυτό, που φαίνεται δίχως δυνατότητες αντίδρασης, να μην μπορεί να απολαύσει, αυτό που δεν μπορεί να αποφύγει
• την χρωστώ στον εαυτό μου, αυτή την αναγνώριση. Ίσως σαν άλλοθι ίσως σαν μια επιπλέον τιμωρία που του βάζω, γιατί απλά, είναι αυτός που είναι. Δεν είναι εξήγηση, δεν είναι απολογία ίσως είναι μια επιπλέον αναπόδραστη καταδίκη ενός ανθρώπου, που αισθάνεται ότι ήδη έχει προσπαθήσει πολύ για να το ρίξει στο γυαλό, ακόμη και αν αυτό, είναι το δέον να κάνει κανείς, στον άδικο κόσμο των ανθρώπων. Ενός ανθρώπου που κάποτε αστειευόμενος έλεγε (για να το ακούει ο ίδιος), πως στον τύμβο του (γεμάτος ματαιοδοξία και έπαρση) θα ήθελε να γραφεί: "Δεν ξέρουμε αν η δουλειά του ήταν να είναι καλός, μα ήταν καλός στη δουλειά του".
Τώρα, μια ακόμη φορά ηττημένος μου αρκεί ένα "Ο ανθρωπος που προσπάθησε πολύ" να κοσμεί το τελευταίο μνημείο ματαιοδοξίας του και μαζί με τα κείμενα αυτά, να καθίσταται εφικτή μια παρακαταθήκη για τον άγνωστο Διονύση, που προσπάθησε πολύ να μη δέχεται σφαλιαρες, μα φάνηκε τελικά πως αυτός ήταν ο σκοπός του. Όχι να είναι καλός, χρήσιμος και φωτεινός, όπως η ματαιοδοξία του επέβαλε, μα να δέχεται αγόγγυστα τις σφαλιαρες και έπειτα να αισθάνεται τύψεις γιαυτό. Όχι οργή για αυτούς που τις ρίξανε, μα ενοχές για εκείνον που τις δέχτηκε, γνωρίζοντας πως και ακόμη μια φορά να ζούσε, πάλι το ίδιο ευπρόσδεκτα & ευπροσήγορα θα έκανε, όχι ποτισμένος με τον χριστιανικό μαζοχισμό που οδηγεί στην υπερβαση του ΕΓΩ, μα εξαιτίας ακριβώς αυτού του ανυπερβλητου Εγώ, που τον καταδίκασε στην μοιραιότητα της φυσικής επιλογής να δέχεται ραπίσματα. Γιατί αυτή είναι η δουλειά του.
Κινηματογραφικά, ως καρπαζοεισπράκτορας λογίζεται ο χαρακτήρας εκείνος που είτε λόγω νεανικής επιπολαιότητας, είτε λόγω τεντιμποϊσμού, έμπαινε στην δυσάρεστη θέση να δεχτεί τα ραπίσματα, με την λογική του βρέφους που εξωραΐζει την χρήση βίας απο τους γεννήτορες του, γιατί έκανε κάποια ζημιά, ή γιατί πρέπει να αποτραπεί από το να κάνει την χειρότερη ζημιά (δες π.χ. τι κάνουμε σε ένα βρέφος για να μην... βάλει τα δάχτυλα του στη πρίζα). Έτσι και κινηματογραφικά, ο Αλέκος και ο κάθε Αλέκος που τρώει την σφαλιάρα του "ναούμε", καλώς την τρώει και είναι και λίγο αυτό που τρώει, γιατί στον ηθικοπλαστισμό, πρέπει να δείξουμε πως για να απόφυγουμε τα χειρότερα πρέπει να υποστούμε το λίγοτερο κακό, δλδ μια σφαλιαρίτσα που και που, για να "ερχόμαστε στα ίσα μας". Άλλοτε δικαιολογημένα λοιπόν και άλλοτε αδικαιολογητά, ο μπουφόνος μας έτρωγε το ξύλο, μοίραζε άπλετα το γέλιο στις κινηματογραφικές πλατείες και στους εξώστες και σχεδόν πάντα, το κοινό του απαιτούσε κι άλλο. Και άλλη τιμωρία
 και άλλη δική του (του κοινού) απενοχοποίηση και εξιλέωση ο καθείς για τους λόγους του. Σχεδόν ποτέ δεν ταυτίστηκε (με τί να ταυτιστεί; με το λάθος; με την επιπολαιότητα;) με τον χαρακτήρα, εκτός και αν το ξύλο, ο ήρωας μας (που δεν ήταν ποτέ του είτε κεντρικός, είτε "ήρωας") το έτρωγε για να γλυτώσει τα χειρότερα, όπως ο Βέγγος π.χ. από τον Χατζηχρήστο για να γλυτώσει την φυλάκα, στον Ηλία του 16ου. Ακόμη και τότε λοιπόν, η συμπάθεια του κοινού εξαντλούνταν στο happy end και αφού ήταν τέτοιο, γιατί να αναλογιστεί εις βάθος τι τραβά ο χαρακτήρας αυτός αλλά και όλοι αυτοί, που βασίσαμε τα πάθη μας, επάνω του; Όχι ο καρπαζοεισπράκτορας δεν είναι Χριστός. Δεν αναλαμβάνει τις αμαρτίες άλλων, παρότι πληρώνει τα νεύρα και τις ακεφιές τους. Δεν είναι στο ελάχιστο κάτι μαζοχιστικά ηρωικό, όπως ο Χριστός. Είναι όμως, η μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που ζουν με σκέψεις προσωπικής απαξίωσης και ελλιπούς αυτοεκτίμησης. Είναι εκείνοι που παρότι φαίνεται να έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, γυρνάν το άλλο μάγουλο, όχι απο υπερβατική μεγαλοπρέπεια ψυχής, αλλά απο δειλία να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο από μια τιμωρία, που υποτίθεται πως τους νουθετεί προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η αλήθεια είναι ότι στον ελληνικό κινηματογράφο, που αρκετά χρόνια επαίρονταν πως "το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο", είχαμε αρκετούς τέτοιους εισπράκτορες. Κλασσικός και αγαπημένος ήταν ο Θανάσης. Όμως η  περσόνα του παρ' ότι και αυτή ενός μπουφόνου, δεν ήταν μοιρολατρική. Δεν άξιζε τα χαστούκια, τα επεδίωκε όμως, γιατί έσκαγε με Θεοδωράκη στις Βωβούσες Παραλιμνίου λίγο πριν την πτώση της χούντας (στην χώρα της σφαλιάρας nevertheless)
 γιατί γίνονταν αποδιοπομπαίος τράγος για να προστατευθούν τα συντρόφια του• έπαιρνε θέση, δεν δέχοταν τιμωρία, ούτε νουθεσία. Έτρωγε τιμωρητικό ξύλο για όσα πίστευε, με τον θεόρατο Ζανίνο σχεδόν πάντα, να τον κοπανά σαν άλλος Καλογήρου. Έτρωγε τα χαστουκια για να γλυτώσει από την φυλάκα έτρωγε τα χαστούκια για την αντιφασιστική, ή αργότερα, για την συνδικαλιστική του δράση. Ήταν αυτός ο κακόμοιρος που έστεκε, αγέρωχα κωμικός, στα ραπίσματα, τα οποία έσπερναν στην πλατεία περισσότερο συμπάθεια, παρά αφελή γέλωτα και την, ακόμα πιο αφελή, προσωπική απενοχοποίηση. Από την άλλη, ο Βέγγος, παρά το ξύλο που αγόγγυστα δέχονταν, είχε την υποστήριξη του λαού που τον έβλεπε.
Ενώνονταν μαζί του, έπαιρναν την θέση του και γίνονταν όλοι Βέγγος όποτε χρειάζονταν. Κάτι που δεν συνέβαινε αντίστοιχα με τον Αλέκο, τον οποίο προσωπικά έχω δει να σφαλιαρώνεται από πλανόδιο λαχειοπώλη εξώ από τις Αμπάρες του Μάκη στην Αχαρνών, γιατί, όπως απολογήθηκε αργότερα στον ηθοποίο που τον κοίταζε εμφανώς πειραγμένος, "έτσι είχε συνηθίσει". Η αλήθεια είναι ότι θ
α ήθελα να είμαι περισσότερο Βέγγος παρά Αλέκος, αλλά όλη μου η ζωή δεν φωτίστηκε από κάτι τόσο αφελές, ή ηρωικό, όσο του Βέγγου ενώ σχεδόν πάντοτε, στην περίπτωση μου, το ράπισμα ήταν δίκαιο, μη αναστρέψιμό, σαν αποτέλεσμα πράξης ή χειρότερα, απραξίας.
Δεν είναι όμως μόνο οι μπουφόνοι του κινηματογράφου που μας εμπνέουν για το σημερινό, και εδώ και 5 χρόνια σχεδιασμένο παραλήρημα. Είναι και οι πραγματικοί, εκτός θατρικού ρόλου καρπαζοεισπράκτορες, που σαν Έλληνες έχουμε συνηθίσει να είναι, στην πλειοψηφία τους, οι εκλέγμενοι πολιτικοί αντιπρόσωποι του τόπου, μπροστά σε συμφέροντα με τα οποία δεν επιθυμούν να συγκρουστούν (άσχετο αν τελικώς μπορούν), εν αντιθέσει με το προσωπείο που ο καθείς των εμπορεύεται, για εσωτερική κατανάλωση και προκειμένου να φοβηθεί ο λαουτζίκος. Είναι γνωστοί σε όλους μας ως yesmen. Στην πολιτική όμως ανερυθρίαστα και άκοπα, όπως έχουμε ξαναπεί, μπορούμε να γεμίσουμε με κομπορημοσύνη και να απαιτήσουμε μια ιδεαλιστικά ανδρειωμένη και όχι λακεδίστικη εκπροσώπηση, απέναντι σε εκείνους που βλέπουν τους ψηφοφόρους και το κοινωνικό σώμα ως αναλώσιμο και σε κάθε περίπτωση, χειραγωγήσιμο. Εξ ου και το ρητό που αναφέρει ότι έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν. Και αυτούς σημειώνω, ξαναζητώντας συγγνώμη από τον Αλέκο (που μνημονεύω σαν πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα), όχι για να περιγράψω απόλυτα, αλλά για να φωτοσκιάσω, αν είναι αυτό δυνατόν, τον ρόλο που απεύχομαι να αποδεχτώ στον τίτλο του παρόντος. Για να καταλάβετε, ο Benny, ο "μαζί τα φάγαμε", οι Σαμαροκαραμανλήδες & οι άλλοι άριστοι μπουμπούκοι ή γουρλομάτηδες του τόπου, είναι και αναγνωρίσιμοι και δυστυχώς για κανέναν από τους παραπάνω λόγους, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω (ακόμη περισσότερο ατο θέμα των οικονομικών απολαβών - γιατί ο έξυπνος yesman από εκεί εξαρτάται, για να είναι τέτοιος), θα ήταν εν τέλει συμβατότεροι με το σημερινό κείμενο• μα δεν μιλάμε για yesmen• όσο και αν όλοι γνωρίζουμε το συγκεκριμένο "μοντέλο" καρπαζοεισπράκτορα.
Για ποιον μιλάμε δλδ; Για το νεανία που μαθαίνει από το (ανοίκειο και ξεπερασμένο σήμερα) χέρι μιας πατρικής φιγούρας ακόμη και αν δεν είναι ο ίδιος ο πατέρας, μα είναι ο κομιστής της δημοσίας αιδού (σ.σ. δεν μιλώ για το περί δικαίου αίσθημα γιατί παραπέμπει στους ναζί και την προπαγάνδα τους), που ο περίγυρος επιβάλλει και τοιουτοτρόπως απαιτεί (σ.σ. συμμόρφωση, ή συνειδητή καταστροφή); Μην ξεχνάμε, κανείς από όλους τους χαρακτήρες που παρουσιάζονται ως τέτοιοι, δεν είναι συνειδητα καταστροφικοί / αυτοκτονικοί μα ασυνείδητα και δίχως λογικό είρμο σκέψης, προκειμένου να δικαιολογείται η όποια πατάτα που συνήθως οι κακομοίρηδες καρπαζοεισπράκτορες πράττουν δίχως να το καταλαβαίνουν. 
Μήπως τελικά μιλάμε για τον φτωχό πλην τίμιο βιοπαλαιστή που η γκαντεμιά του τον φέρνει στη σφαλιάρα, στην οποία πάντως στέκεται αγέρωχα αντιμέτωπος, αντέχοντας, με απόλυτη απείθεια στις νουθεσίες που (αν είχε μυαλό) πρέπει να ακολουθήσει; Ακόμη και σε αυτό το ίδιο το ξύλο που δέχεται; Ή για τον τυχαίο κακομοίρη που δειλός ών, σκιάζεται από την φοβέρα της προσωπικής του απαξίωσης, χωρίς να διεκδικεί, χωρίς να επιθυμεί τίποτα άλλο εκτός από το τέλος της όποιας συγκρουσιακής κατάστασης (φοβάται οτι θα) βρεθεί αντιμέτωπος;
Ναι κύρα Σούλα μου σε αυτόν τον τελευταίο θα σταθούμε• τον λεονταρίζον αμνο θα τον ποτίσουμε, δίχως ενοχές, με αιθάλη και αλκόολ και απαξιωμένο πια, θα τον μεταχειριστούμε όπως ο ίδιος τον εαυτό του. Δηλαδή σφαλιαρώνοντας τον. Γιατί ποτέ κύρα Σούλα μου δεν αίσθανθηκε ικανός και άξιος για κάτι περισσότερο από οτι του αποδίδονταν από τον περιβάλλον του. Και βέβαια ένας άνθρωπος που διαβιώνει σε ένα περιβάλλον, μεταξύ ομοίων, είναι δέσμιος, σε ένα βαθμό, της αξιολόγησης των ανθρώπων δίπλα του. Των δασκάλων του και των αφεντικών του (παρ' ότ αφεντικά έχουν οι σκύλοι). 
Και για για του λόγου το αληθές, αποδεικνύοντας πως το παρόν παραλήρημα είναι στα χείλη και στο νου παραπάνω από 5 χρόνια τώρα, ας βάλω εδώ απόσπασμα του κειμένου που είχα γράψει το μακρινό 2015, όταν αφελώς πανηγύριζα το ΟΧΙ του λαού που άκοπα (και δίχως κάποια άλλη ευθύνη και βάρος) μετέφερε στον Π/Θ και που, το ίδιο άκοπα εκείνος, μετέτρεψε μετά από 24 ώρες σε ΝΑΙ: "Σφαλιάρα, η είσοδος μας στην αγορά εργασίας… με καταρρέον καθεστώς ασφαλιστικής και κοινωνικής ασφάλισης, με χρεωκοπημένα ταμεία και διαρκείς μεταρρυθμίσεις / αποδομήσεις του εργασιακού...Σφαλιάρα και τα κοινωνικά και εργασιακά κεκτημένα, σφαλιάρα και οι έξεις και οι αγκυλώσεις του κατεστημένου περί τρόπου συμπεριφοράς…"
Και όσο τα παραπάνω έκαναν λόγο για την συγκυρία, ή την ταξικότητα,
 ή και για τα 2, άλλο τόσο, φανέρωναν το αίσθημα της απλήρωτης υπεραξίας, που καθιστά ένα άτομο να ομοιάζει με νήπιο που θέλει περισσότερα, μα το περιβάλλον του είναι προφανώς ανίκανο να προσφέρει. Η υπεραξία που νιώθει κάποιος απλήρωτη, τον κάνει να πιστεύει πως του χρωστα ο Θεός, η "κενωνία", οι γύρω σου και έτσι, κάπου χάνεται το μέτρο, αφού δυστυχώς και παρά τις αμοιβαίες εξαρτήσεις μας, η ανταποδοτικότητα, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την υπερ-αξία μιας προσφοράς, είναι μηδαμινή. Έτσι, η προσωπικότητα που εξακολουθεί και παραμένει όμηρος αυτού, που δυνητικά θα αποκόμιζε από τις αλληλεπιδράσεις του, γίνεται μωρόφιλη και κουραστική, ίδιαίτερα σε όσους/ες νομίζουν πως χρωστούν κάτι όχι τόσο στο άτομο που το αποζητά αλλά ...γενικά. Και η αίσθηση αυτή, του μονίμως αδικημένου (και άρα του εν δικαίω ευρισκόμενου) όσο και να ομοιάζει στο χυδαίο πνεύμα που λέει και ο Καμύ, είναι αξεπέραστος αντίπαλος, είτε στην όποια προοπτική προσωπικής εξελιξης, είτε στην ίδια την θεώρηση της πραγματικότητας του κομιστή της. Και είναι και ανίκητος, ως αντίπαλος, μακροπρόθεσμα, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, που είτε η τύχη, είτε η συγκυρία θα ευνοήσουν, απλά για να παραταθεί στο εγγύτερο μέλλον η ήττα, έτσι όπως αυτή προκύπτει από το αίσθημα του αδικημένου. Η προσδοκία ανταπόδοσης, βασισμένη μόνο στην επιθυμία του καθενός, είτε στην εσφαλμένη (σε κάθε περίπτωση) εκτίμηση της προσφοράς του, παραμένει "ιστορικά αδικαίωτη" και δήμιος των όποιων προσπαθειών προς το φως, αφου δεδομένα θα υπάρχει πάντα για να θυμίζει σε αυτόν που κάνει το καλό, πως γιαυτόν, είναι μονάχα.. ο γυαλός. Και νομοτελειακά, όταν δεν λαμβάνεις, ανταποδοτικά της προσφοράς σου, αυτό σωρεύεται επιβαρυντικά πάνω σε οτιδήποτε, έρχεσαι σε επαφή μαζί του. Ακολούθως αλληλεπιδραστικά, η άϋλη και ανεφάρμοστη αυτή συναλλαγή, γίνεται δυσεπίλυτο πρόβλημα σε ό,τι προκύπτει, διαταράσσοντας τις ισορροπίες.
Γιαυτό και οι άνθρωποι αυτοί, ανταπεξέρχονται μόνο στην κατάσταση του βάλτου, όπου τίποτα δεν αλλάζει και όλα παραμένουν αέναα σταθερά. Αλλά ποιά πραγματικότητα παραμένει τέτοια στους ανθρώπους; Και ο φόβος της απώλειας, ίδια με το φόβο της σύγκρουσης, γίνονται ταιριαστοί σύμμαχοι, εξίσου ανίκητοι σε ένα λεονταρίζον αμνό, ικανό, όπως λέει, στους γύρω του, μα ανίκανο και ανάξιο απέναντι στον εαυτό του. Ο βάλτος και η διατήρησή του, σαν απότοκο του φόβου της απώλειας, είναι δεδομένα, που από μόνα τους υπογράφουν την καταδίκη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που γίνεται αίφνης σκλάβα του βολέματος
 ή ελαφρύτερα αν θέλετε, των μηχανισμών αντιμετώπισης κρίσεων που η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση διαθέτει.
Έτσι, όσο η μοίρα (;) και η συγκυρία, δημιουργούσαν το αίσθημα της μη ανταποδότικοτητας ήρθε και η ατυχής, όπως αποδεικνύεται, ταύτιση με τον λόγο της προσφοράς και της ανιδιοτέλειας, να συστραφεί γύρω από την διαστρεβλωμένη, σύγχρονη αντίληψη του καλός, ίσον μαλάκας. Και μαλάκας με την αρχαιοελληνική έννοια όχι δλδ με αυτή του αύνανα τόσο όσο του μαλθακού. Και επειδή δεν αναφερόμαστε στην στυτική λειτουργία, όταν λέμε μαλθακός δεν αναφερόμαστε επί της πράξης, αλλά επί της ζωής.
Τί σημαίνει δλδ μαλθακός; Ένας άνθρωπος δίχως επιμονή και σκληράδα να πάρει, όχι μόνο αυτό που δικαιούται, αλλά ακόμη και αυτό που αδίκως δεν του δίδεται. Ένας άνθρωπος που το ρίχνει στο γιαλό και όχι στο πορτοφόλι. Ένας άνθρωπος υποχωρητικός στα θέλω των γύρω του και συναινετικός ακόμη και απέναντι στον επίδοξο βιαστή του, είτε αυτός είναι ο εργοδότης του (πράγμα φυσιολογικό αφού μιλάμε για κάτι τόσο ανταγωνιστικό όσο η εργασία), είτε αυτός είναι ο οικείος και ο αδερφός του ακόμα. Πολιτισμικά σίγουρα θα έχετε ακούσει τον Μηλιώκα να τραγουδά με φόβο, πως κάποτε θα τον πούνε και μαλάκα. Για τον καρπαζοεισπράκτορα αυτό το κάποτε, έχει ήδη έρθει. 
Για να επανέλθουμε όμως (;;), δεν ενδιαφέρει αν ισχύει αυτό το αίσθημα, ή όχι. Πλειστάκις έχουμε αναφέρει πως η αρχή της αντίληψης και άρα της ψυχολογικής μας συγκρότησης και διάθεσης, είναι πως ό,τι πιστεύεις για αλήθεια, είναι κιόλας, επειδή το πιστεύεις. Άρα θα ήταν, όπως και στο παρελθόν έχει αποδειχθεί, ανέφικτο να προσπαθήσει κανείς να βγάλει από το μυαλό του καρπαζοεισπράκτορα, την αλήθεια που πιστεύει. Την αλήθεια δλδ μιας, πάντοτε αδικαίωτης, προσμονής γι ανταπόδοση.
Και όταν έφτασε η στιγμή του "κάνε αυτό που θες" και με ιατρική συνταγή, ξαφνικά αυτό που θέλει κάποιος γίνεται και πρακτικά αδικαίωτο. Γιατί δεν φτάνει μόνο να το θες, αλλά πρέπει και αυτό που θες να μην διαταράσσει τα θέλω των γύρω σου, πάντα με σεβασμό στις αρχές της ελευθερίας. Εξ ου και η αναφορά στο crash landing πως είναι κακό "να σε θένε μόνο όταν σε έχουν ανάγκη". Είναι πάντοτε κακό
 στα θέλω αφενός, όλοι να αποδεικνύονται αλυσιτελείς και αφετέρου και επιπροσθέτως, να φτάνουν και στην καρπαζιά• και έτσι, να καταλαβαίνεις πως αυτό που θες, δεν μπορεί να γίνει επειδή δεν το θένε όσοι έχεις βοηθήσει. Δλδ τον κοινωνικό σου περίγυρο, σχεδόν στο σύνολο του. Αποκορύφωμα μιας πορείας, υποτίθεται φωτεινής και ηρωικής, με μηδενική ανταποδοτικότητα. Ίσως εδώ να έγκειται και το χυδαίο πνεύμα γιατί είναι σίγουρα ανειλικρινές. Δίοτι αν μιλούσαμε για φως δεν θα μιλούσαμε για ανταποδοτικότητα. Το φως δεν υπάρχει επειδή εμείς παίρνουμε ζωή και θέρμη. Υπάρχει και δίχως μας. Έτσι θα έπρεπε να υπάρχει και το καλό μέσα μας. Αλλά φευ...

Και τι κάνει ένα καρπαζοεισπράκτορα να αισθάνεται αδικημένος (αν δεν αισθάνεται έτσι εκ προοιμίου); Είναι το νομιζόμενο θράσος των γύρω του όταν στην προσφερόμενη υπεραξία, το αντίτιμο είναι η παγερή αδιαφορία που αμβλύνει, αν όχι συρρικνώνει την ποιότητα της προσφοράς του; μαζί με την υπεροψία του, θα απαντούσα αμέσως. Γιατι ο υποφαινόμενος, όταν δίνει την ψυχή του για να είναι αρεστός και για να μην εμπλακεί σε ενδεχόμενη σύγκρουση, που πάντοτε προκύπτει, όταν ένα αίτημα (δίκαιο ή μη) δεν πραγματώνεται, στον παντελώς άγνωστο που έχει μπροστά του (αλλά και στον γνωστό), πάντοτε αναμένει τα συγχαρητήρια σαν το σκύλο που περιμένει το κόκκαλο επειδή έχει γλύψει καλά τις αδυναμίες των αφεντικών του. Όταν τούτο δεν συμβαίνει, ο υποφαινόμενος έχει καταντήσει τόσο οσφυοκάμπτης που έχει βαπτίσει την αστική αυτή αγένεια σαν ταξικό ντετερμινισμό που πρέπει να αναμένει. Το σκύψιμο προκύπτει όταν, εκτός από την αστική αγένεια, λαμβάνει κανείς και την πραγμάτωση του θυμόσοφου ρητού "δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ ανέβει στο κρεβάτι". Και αντί να θυμάσαι πως "ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος", χωνεύεις πικρόχολα, πως "τα καλά του Γιάννη θέμε, μα τον Γιάννη δεν τον θέμε". Το κάνεις κτήμα σου και καρπώνεις όλη την αχαριστία, που καλώς ή κακώς προκύπτει από την αλληλεπίδραση, με ένα εξ ορισμού αχάριστο είδος, σωρεύοντας εντός σου, ένα αίσθημα αδικίας που μεγαλώνει αίφνης και γεωμετρικά, σε οιαδήποτε επόμενη προσφορά σου.
Και για να μην παρεξηγιόμαστε
 είπαμε πως ο καρπαζοεισπράκτορας μας, είναι δεδομένο, πως θα προσπαθήσει πάλι, συνεχίζοντας απρόσκοπτα τον φαύλο κύκλο του, παράγοντας ακόμα μεγαλύτερη υπερ - αξία, όχι επειδή είναι "ταγμένος" στην προσφορά, αλλά επειδή είναι δέσμιος των φόβων του, έχοντας έτσι μάθει να κατοχυρώνει κοινωνικό status στην ομήγυρη. Αντί να αντιληφθεί τον χειρισμό των γύρω του, ή έστω, πως η αίσθηση της υποχρέωσης που τους δημιουργεί, είναι μεγαλύτερη από αυτή που μπορούν να αντέξουν (σ.σ. γιαυτό και πάντοτε αμβλύνεται, ή και συρρικώνεται μέσω της αναζήτησης έτερων κινήτρων εκείνου που διευκολύνει μια διαδικασία ως προσφορά, μετατρέποντας την έτσι από ύποπτη έως ασήμαντη), ακόμη και αν την έχουν απόλυτη ανάγκη, ο καρπαζοεισπράκτορας υποθέτει λαθεμένα, πως η αξία του είναι τόση, όση του δίνει ο ενδεής χειριστής απέναντι του. 
Και χαλαρώνεις το σφίξιμο από την προσπάθεια γυρνάς και το άλλο μάγουλο, πληγωμένος ήδη από το ράπισμα το πρώτο και αντιτείνεις διάφορα τσιτάτα, για να δικαιολογήσεις την καλοσύνη με κοινωνικό (ή άλλο) αυτοματισμό: Πως οι πράξεις δεν γίνονται με γνώμονα το καλό (που είπαμε πως στην ελληνική και, όχι μόνο, κοινωνία θεωρείται ίσο με την μωρόπιστη αφέλεια), μα είναι σε κάποιες περιπτώσεις υποχρεωτικό να συμβάνουν, αποκλειστικά από τον καρπαζοεισπράκτορα μας και μόνο έτσι (με υπερ αξία). Με τσιτάτα τύπου: αν όχι εγώ, ποιός; Αν όχι τώρα, πότε; Χωρίς ποτέ να αντιλαμβάνεται οτι και αυτή του την έπαρση και αυτό του τον στόμφο, ο απέναντι του, τα λαμβάνει με δυνητική υποκρισία (είπαμε όλοι ψάχνουν τα κίνητρα πίσω από την καλοσύνη γιατί απλά στην κακία είναι αυταπόδεικτα) και έπειτα, με διαρκή αμφισβήτηση, ή ακόμη και με απαξίωση, σαν ασυνείδητος μηχανισμός άμυνας απέναντι στην υποχρέωση που δημιουργείται κατόπιν μιας παροχής/προσφοράς εντός όμως μιας κοινωνίας, που έχει γαλουχηθεί στο δούναι και στο λαβείν με τους όρους εκμετάλλευσης, που αυτή η συναλλαγή, όχι μόνο προϋποθέτει, αλλά και εγγυάται. Έτσι, σκύβεις το κεφάλι και λες πως εδώ που έφτασα, έτσι φτασμένος θα συνεχίσω, ώσπου να πεθάνω, γιατί αυτό γνώρισα (έτσι έμαθα, στην υπεκφυγή της σύγκρουσης και στην ανίκητη επιθυμία να βοηθήσω για να είμαι αρεστός), αυτό εμπιστεύτηκα (γιατί αυτό μου έδωσε αναγνώριση, απόδοχή και με κράτησε μακριά από τις εντάσεις) πώς τώρα, να κάνω κάτι άλλο (φοβούμενος απλά να γίνω κατι άλλο, που δεν θα μου εγγυάται τα παραπάνω); Ώσπου οι σφαλιάρες σε αφήνουν και μαύρο στο ξύλο, με μηδενική αυτοεκτίμηση και αμοναχό σου. Γιατί ποιος θέλει να συναγελάζεται έναν άνθρωπο που έχει ξεζουμίσει τις θετικότερες δυναμικές που διαθέτει σε αγνώστους, κρατώντας για τον εαυτό του την πίκρα και το παράπονο; Ούτε Χριστός, ούτε Βαρραβάς, ούτε άγιος, ούτε καλός στην δουλειά του. Ένας αλυσιτελής διεκπεραιωτής αγγαρείας, που απομένει μόνος, να ζητά από τον κόσμο τα ρέστα....

Λίγο πριν να αποδεχθώ με δόξα και τιμή τον τίτλο που χρόνια τώρα απέφευγα να μου στολίσω (μα πάντοτε σημείωνα σωρεύοντας), θέλω να προσθέσω πως η ερώτηση που κυριολεκτικά αποτελειώνει τον καρπαζοεισπράκτορα που αναλύουμε, είναι η κλασσική ερώτηση που κάνει ο πολύς ο κόσμος: Είσαι ευτυχισμένος; Εκεί τρελαίνεται και αποκαλύπτεται η ποταπή και δειλή φύση του καρπαζοεισπράκτορα. Καίτοι θα απαντήσει θετικά, εύκολα θαρρείς και δίχως 2η σκέψη, είναι εντούτοις σίγουρο, πως ο νους του αρνείται να ξεστομίσει την πραγματικότητα. Γιατι απαντώντας ειλικρινά θα κατεδείκνυε αφενός το πόσο 
αρνητικά, ο ίδιος έχει υπολογίσει, την καλοσύνη που επιδεικνύει, με δίχως άλλη, για τον ίδιο, ωφέλεια και παρότι εκείνη (η καλοσύνη) καλύπτει άλλες του ανάγκες, δεν επαρκεί όμως, για μια καταφατική απάντηση στην ερώτηση που να είναι ταυτόχρονα και αληθινή. Και αφετέρου, αν το εγώ του δεν πραγματώνει την ευτυχία της ερώτησης με την "καλοσύνη", είναι σίγουρο πως εκείνη δεν τον καλύπτει και οπουδήποτε αλλού, ξεμπροστιάζοντας έτσι, όχι ένα οσιομάρτυρα, όπως θα ήθελε ο ίδιος να παρουσιάζεται, στους "βίους αγίων" του εγγύς του κουτσομπολιού, μα ένα ελλειμματικό ανθρωπάκι, που δεν τολμά, μα μύχια, πάντοτε θα ζητά από τον κόσμο, ανταπόδοση. Τίποτα δεν θα μπορούσε να ανταποδώσει στον άνθρωπο αυτό, την ευτυχία. Γιατι δεν είναι ευτυχής μέσα του. Και αυτό, η αλήθεια είναι, πως καμμία ευγνωμοσύνη, από έναν κατά κοινή παραδοχή αγνώμονα κόσμο, δεν θα είναι ποτέ αρκετή, για να του το προσφέρει. 
Και όταν, σε περίπτωση ειλικρινούς απάντησης, η ερώτηση συμπληρώνεται με μια ακόμη που αφορά στην επιθυμία του καρπαζοεισπράκτορα, σε σχέση με αυτό που πράττει, χωρίς όμως να φαίνεται πως θέλει, τότε η αδυναμία για μια λογικοφανή έστω, απάντηση, γίνεται κυρίαρχη. "Σου έβαλε κανείς το πιστόλι στο κρόταφο, εξαναγκάσθηκες, εκβιάστηκες;" Ερωτήσεις (με εξαίρεση τον χώρο εργασίας, όπου τα παραπάνω είναι εκ προοιμίου αναμενόμενα), που δίχως έλεος γυρεύουν απάντηση από εναν άνθρωπο που τίποτα δεν έπραξε επειδή ενστικτωδώς το ήθελε. Μόνο οδηγήθηκε στα χείλη του γκρεμού από τις νουθεσίες των ανθρώπων, σημαντικών και μη και τις προσωπικές του αδυναμίες. Αδυναμία να σταθεί μόνος, όπως πράγματι όλοι είμαστε. Αδυναμία να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αδυναμία να αμαρτήσει γιατί τρέμει την τιμωρία, ενώ λατρεύει την αμαρτία για την οποία πρέπει να τιμωρηθεί. Αδυναμία να μετατραπεί ο ίδιος στον σκορπιό, που φθονεί στους άλλους. Αδυναμία να φωνάξει όταν και όπου πρέπει. Αδυναμία να σιωπήσει ή να απουσιάσει, από εκεί που τον έχουν ανάγκη. Αδυναμία τέλος να ζήσει, να γευτεί, να μεγαλώσει και γαλήνιος πια, να αποχωρήσει, πλήρης εμπειριών, αν όχι χρόνων ζωής. Γιαυτό και ορισμένες φορές οι στίχοι του Μάλαμα (καίτοι μιλούν για κάτι πραγματικά διαφορετικό από τα σημερινά) είναι πιο πιστευτοί για να αγγίξουν το μεγαλείο της ήττας του καρπαζοεισπράκτορα: 

"Άλλα θέλω και άλλα κάνω, πως να σου το πω
Έλεγα περνούν τα χρόνια, θα συμμορφωθω
Μα είναι δώρο - άδωρο να αλλάξεις χαρακτήρα, 
τσάμπα κρατάς λογαριασμό 
Τσάμπα σωστός με το στανιό...."


Αποδέχομαι λοιπόν και εγώ τον τίτλο που απέφευγα να μου δώσω. Και αποδεχόμενος, προσπαθώ να βρώ δεδομένα που θ' αμβλύνουν τις, έως, αυτοκτονικές εντυπώσεις, που μια τέτοια αποδοχή δημιουργεί. Γιατί σαφώς μια αποδοχή μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση, είτε αποδεχόμενος αυτή ως φύση (ως κάτι δλδ που δεν αλλάζει), είτε απλά ως ελάττωμα (ως κάτι δυνητικά αναστρέψιμο). Αλλά μια αποδοχή που έχει περάσει και από τα 5 στάδια της, μοιάζει περισσότερο με δευτέρα φύση. Έτσι, τί βελτίωση να φέρεις στη φύση; Όμως και για να ανακαλύψω την ωφέλεια, στρέφομαι σε αυτή και στον συμβιωτικό της κύκλο, ενθυμούμενος την χρησιμότητα της τροφικής αλυσίδας, ακόμη και στα ταπεινότερα των εντόμων. Πόσο δε μάλλον, σε κοτζάμ άνθρωπο. Επομένως και με αυτή την συλλογιστική, τι να τον κάνουμε τον καρπαζοεισπράκτορα μας να τον πετάξουμε στον Καιάδα; Και τότε πως θα εξυπηρετούνται όσοι βρήκαν παπά να θάψουν τους 4; Πως τα αφεντικά θα στήνουν υγιής ανταγωνιστικές επιχειρήσεις πάνω στην αναξιοπρέπεια ενός εργαζόμενου που χαλά την πιάτσα ποικιλοτρόπως, δείχνοντας μεν τον δρόμο, που όμως κάνενας σώφρον εργαζόμενος δεν θα ακολουθήσει πολύ απλά επειδή δεν είναι καθόλου προς το συμφερον του. Και αν είναι η αρετή δύσκολη, μα έχει την ανταμοιβή της στην υστεροφημία και στον γεμάτο άμιλλα φθόνο των υπολοίπων, που την προτυποποιεί, η οσφυοκαμψία δεν φαίνεται να έχει ανάλογες δυναμικές• ή καθόλου αρετή, όπως και να το πάρεις.
Πέρα μόνο από την δικαιώση όσων βρίσκονται στην ευχάριστη θέση ισχύος να εκμεταλλεύονται τις υπεραξίες των συνανθρώπων τους. Και στάσου δλδ, χωρίς καρπαζοειπράκτορες, τί θα γίνονταν οι ισχυροί αυτοί άνθρωποι, για να επιβιώσουν; μισθωτοί, ή κλέφτες; Πως οι γυναίκες θα έπαιρναν διαφορετικά τα πάνω τους; πώς οι άντρες θα αισθάνονταν την ικανότητα της νιότης; πώς οι φίλοι θα αισθάνονταν σημαντικοί και οι ενδεείς αξιοπρεπείς; Αν δεν υπήρχε ο πρόθυμος διεκπεραιωτής, να εκμαυλίσει τις επιθυμίες τους και σαν πόρνη της βαβυλώνας, να μετατραπεί σε ό,τι κάθε φορά καθίσταται πιο αναγκαίο
 χωρίς όμως να είναι και γνήσιο. Στην γνησιότητα υπάρχει αυταπόδεικτη η αντάποδοση, όπως την συναντάμε στο γουργούρισμα που κάνουμε όταν απολαμβάνουμε ένα καλομαγειρεμένο πιάτο φάι ή στην αφτιασίδωτη ηδυπάθεια όταν κοιμόμαστε με τους ανθρώπους μας αγκαλιά, με το χαμόγελο της απόλαυσης να ζωγραφίζεται άθελα μας μεγαλοπρεπές και αναμφισβήτητο. "Αφού τον έχετε ανάγκη τον αχαΐρευτο...", λέω στον καθρέφτη μου απευθυνόμενος στο είδωλο μου, σαν να είναι ο κόσμος απέναντι, προσπαθώντας να βρώ ένα λόγο παραπάνω, ένα λόγο σοβαρό, να είμαι ο αποδέκτης της σφαλιάρας σας, δίκαιοι και άδικοι, φίλοι και εχθροί, σημαντικοί και όχι. Και αφού με έχετε ανάγκη, θα με έχετε, μονολογώ, ξεκινώντας μια ακόμη μέρα για τον Γολγοθά που με καταδίκασα. Γιατί και εγώ θα ψήφιζα τον Βαρραβά, προκειμένου να απέφευγα τη σύγκρουση και εγώ θα κουβάλαγα τον σταυρό για να αλαφρώσει ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου ολάκερου..Δεν ξέρω αν θα σταυρωνόμουν στην θέση του πάντως, καίτοι σταυρώνομαι κάθε ημέρα. Και όταν ξεκαρφώνομαι στο τέλος της ημέρας, χαμένος στην αιθάλη της όξυνσης της ανοχής και πάντοτε σε ανάγκη να απομένω μόνος, λέω ευχαριστώ στους σταυρωτές μου και απεύχομαι την επόμενη ημέρα την γιομάτη καρπαζιά και απαξίωση. Αλλά είπαμε αν όχι εγώ, ποιός; Αν όχι τώρα, πότε; διαρκώς αναλογιζόμενος αυτό που με έμαθαν, πιο υπερήφανοι από εμένα άνθρωποι (και όχι περισσότερο εγωιστές). Πως αν δεν σκύψεις, χαλάκι δεν γίνεσαι. Και τούτο με γεμίζει περισσότερο απαξίωση. Γιατί εθελούσια έσκυψα αυτό με έμαθαν να κάνω μα και τώρα που δήθεν μπορώ να αποτινάξω τις παθογόνες διδαχές τους, ώριμος και ολοκληρωμένος ών, πάλι το ίδιο κάνω, ελπίζοντας αφενός να τελειώσει γρήγορα και αφετέρου να μην κληροδοτήσω την αρρώστια μου παραπέρα....
Έχει μια χρησιμότητα ο αποδέκτης της σφαλιάρας και της εκτόνωσης σας. Γιατί αλλιώς θα σκάγατε απορροφημένοι στα προβλήματα σας, αγάμητοι ή κακογαμημένοι και δεν θα βρίσκατε την εκτόνωση προκειμένου να πάτε παρακάτω. Και εγώ και οι όμοιοι μου δείλοι οσφυοκάμπτες, τελικά τούτο το σημαντικό κάνουμε. Σας πάμε παρακάτω. Διχώς μας, γρανάζι δεν θα γυρνούσε, δεν θα έκανε ο πλούσιος κοιλιά και ο φτωχός στομάχι
 εμείς αγουρεύουμε τις συνθήκες εμείς σας βολεύουμε για να κάθεστε στους καναπέδες σας και να μην εξεγείρεστε υπέρ μας. Εμείς σας ποτίζουμε νέκταρ και χολή, ό,τι δλδ ο καθείς σας χρειάζεται για να σφαλίξει ήρεμος τα μάτια του τη νύχτα και να τα ανοίξει με όρεξη ζωής το επόμενο πρωί. Εμείς δίνουμε κίνητρο και βενζίνα στην εκμετάλλευση εμείς χαλούμε την πιάτσα. Τσακίστε μας και φτιάξτε ένα καλύτερο κόσμο. Γιατί οι βολεμένοι, εμάς γαλυφιάζουν γιατί δίχως μας, δεν θα έτρωγαν τέτοιο κομμάτι πίτα....
Και μέσα σε αυτή την ατυχή αναπλαισίωση να κλείσω με κάτι που σίγουρα θα βοηθούσε το φάρμακο να πάει κάτω, να μείνει εκεί και να μας βοηθήσει να σφαλίζουμε και να ανοίγουμε τα μάτια, σαν έσας που μας έχετε ανάγκη....

 


Υ.Γ. δεν μιλάμε για τον καρπαζοεισπράκτορα του Παγιουμτζή, γιατί αυτός δεν είναι τόσο σύμβατος με το σημερινό κείμενο καθώς δεν μιλούμε για ενα κακομοίρη καρπαζοεισπράκτορα, αλλά για ένα νταή, δίχως επίγνωση των δυναμικών γύρω του. Για ένα κουτσαβάκι, που εκτίθεται με την τζάμπα μαγκιά του, απέναντι σε πραγματικούς νταήδες. 

Related Posts
Η Τριλογία Της Κατάπας
Μέρος 1ον Crash Landing
Μέρος 2ον Still I Stand
And don't forget; / Μην ξεχνάς
All Kokdi Ramblings are / Όλα τα παραληρήματα του Kokdi είναι ΕΔΩ/HERE 
(Twitter ΕΔΩ/HERE)

Έπρεπε να τα τινάξω όλα Θανάση μου....


Δεν υπάρχουν σχόλια: