Κάλλιο αργά παρά ποτέ που θα έλεγαν και στο χωριό μου! Ναι κυρά Σούλα μου, ξέρω ότι τρέμεις. Ξέρω ότι, ανεπίκαιρος, ως πάντα ήμουν, θα περίμενες χριστουγεννιάτικες ιστορίες με αγιοβασίληδες και ελαφάκια αλλά φευ...Στην χειρότερη, θα περίμενες εκτεταμένη αναφορά στο επεισόδιο 8 (που και έρχεται μασκαρεμένη). Έλα όμως, που ως αυτόκλητοι αγωνιστές του φωτός, δεν θα βρίσκαμε καλύτερη ευκαιρία (και μιας και έχουμε χάσει όλες τις υπόλοιπες ευκαιρίες), πάρα τώρα, στην σκοτεινότερη στιγμή και λίγο πριν την εκκίνηση της κούρσας προς το φως, να θυμηθούμε πράγματα πιο φωτεινά, που όταν τα ζούσαμε φαίνεται, δεν τα νιώσαμε, τέτοια να είναι• Ναι, Κύρα Σούλα καλά κατάλαβες με τρόμο στα όρια ισχαιμικού επεισοδίου• είναι
ακόμη ένα δοκίμιο τύπου «πως περάσατε φέτος στις διακοπές σας», χωρίς άλλες
καλολογικές, ή άλλες προσθήκες και υποσημειώσεις. Υπάρχουν αποφθέγματα, φευ
ακόμη και συμπεράσματα. Υπάρχουν soundtrack και ειδικά εφέ. Είναι η ανάγκη του τύπου «θέλω να τα πω», που είναι ισχυρότερη απ΄ όλα τα κελιά του καθωσπρεπισμού που
επιβάλλει να μην θίγεις πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Ως εκ τούτου,
προκύπτει και περιπέτεια με την έννοια της ες το εναντίον μεταβολής, με αρχή,
μέση και τέλος, δίχως ηδυσμένο λόγο που ούτε δράττεται, ούτε όμως απαγγέλλεται..
Όσο περιφραστικά και να το πω δεν αποφεύγω αυτό που οι έλλογοι ήδη ανιχνεύσατε,
πως έτσι, έστι τραγωδία. Όμως είναι τόσο κατακερματισμένη η σκέψη, που πιο
λογικό θα μου ακούγονταν να προσπαθήσω να συνθέσω σονάτα για φαγκότο σε ρε
μείζονα, όντας αδαής από κλασικές σπουδές μουσικής, παρά να βάλω σε έναν
λελογισμένο ειρμό αυτό τον άτακτο στρατό, ατάκτως ερριμμένων, ιδεών κι
προκαταλήψεων.
Και επειδή η δυσκολία δεν υπάρχει μόνο στο μοντάζ
αλλά και στο σκριπτ, με την έννοια ότι το μνημονικό μεν ασθενές η δε
ιδιοτροπία, ασθενέστερη, επομένως τόσο για την καταγραφή, όσο και για το
ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, κανείς ας μην είναι σίγουρος. Η
σιγουριά μόνο υπάρχει στο απόφθεγμα που φέτος θα έχει πικρή γεύση κάτι που
δυστυχώς το γνωρίζαμε εκ των προτέρων. Φέτος δεν είχε αγχώδεις διαταραχές και
ανησυχίες περί του χρόνου που περνά. Η ωριμότητα φέτος άγγιξε τα όρια της
σαπίλας, επομένως δεν υπήρχαν ψευδό προβλήματα περί χρόνου που δεν επαρκεί,
υπήρχε όμως εντονότερη η δομική καπιταλιστική αντίφαση περί του μη επαρκούς
χρονικού διαστήματος που υποτίθεται πως πρέπει να καλύψει τις
ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες ενός μόνο ατόμου για 365 ημέρες τουλάχιστον. Εξ ου
και η φετινή πικρή διαπίστωση, που όσο και να μας πονά, ισχύει, με την έννοια
ότι την έχουμε αντιληφθεί σαν πραγματικότητα και επομένως έτσι είναι για εμάς,
ακόμη και αν δεν είναι έτσι….Η μόνη σταθερά είναι ότι υπάρχει αδυναμία
επικοινωνίας και πλέον είναι δεδομένη, είτε επειδή έχω πολλά προβλήματα, είτε
επειδή ο τόπος έκανε τον κύκλο του και δεν με σηκώνει πλέον, είτε επειδή ο
καθείς μας προτιμά να συναγελάζεται περισσότερο με τον εαυτό του, παρά με τον
οποιοδήποτε άλλον. Και για να σας προλάβω, ξέρω ότι η ανηδονία και το ανικανοποίητο
είναι χαρακτηριστικά διαταραχής και παλιμπαιδισμού αντίστοιχα, ή respectively,
που λένε και στο χωριό μου, όμως δεν θέλω να το πάρω το χάπι που όλοι λέτε πως
μπορεί να κάνει την διαφορά. Διαφορά με σιελόρροια δεν είναι καλή…..Με το
απίθανο «σύνταξη στα 18, στράτευση στα 68», σύνθημα που όσο περνάνε τα χρόνια
παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις δικαίωσης στον άγουρο, ως φαίνεται, νου
μου ξεκινώ• «το νου σας ρεμάλια!» που έλεγε κ ο Κωνσταντάρας
Καλώς ήρθατε, καλώς σας βρήκαμε• δεν είναι και το
τσιφλίκι σας να περιμένετε πως κλείσατε τρίκλινη σουίτα σε πεντάστερο με θέα το
Λιβυκό. Είναι ακριβώς το αντίθετο. Προσέρχεσαι σε μια ρεσεψιόν οικεία, δίχως
υπαλλήλους, που μοιάζει με τους αυτόματους πωλητές σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή
μεγαλούπολη που σέβεται τον εαυτό της, κατακερματίζοντας τα όποια εργασιακά
δικαιώματα του πωλητή σάντουιτς – παντόφλας. Κοιτάζεις γύρω το περιβάλλον και
επιλέγεις την σουίτα με γνώμονα την γωνία υπό την οποία θα σε βρίσκει ο πρωινός
ήλιος, τον μετρητή μποφώρ του σημείου, καθώς και την προσβασιμότητα του από /
σε είδη και υπηρεσίες. Προσωπικά αποφεύγω σαν τον διάολο το λιβάδι (μου αρέσει
αυτή η παράφραση), όλες τις υπηρεσίες παροχής τουριστικής στέγης γιατί είναι
υπηρεσίες εξ’ ορισμού μαλωμένες με την πραγματικότητα, ή με τα θέλω του
εκάστοτε πελάτη. Επομένως εκουσίως και λόγω τεμπελιάς απόσχω από, τις πράγματι
κουραστικές διαδικασίες τακτοποίησης ενός χώρου, εξ ορισμού ελευθεριακού, που
όμως έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις & περιορισμούς (δες για να μην
επαναλαμβάνομαι το περσινό κείμενο), για τους οποίους πρέπει να είσαι διαρκώς
σε εγρήγορση. Η 1η σουίτα αν και δίχως προβλήματα, παρουσίαζε συγκεκριμένα,
δυσεπίλυτα και εν τέλει αξεπέραστα εμπόδια. Και λέω αξεπέραστα με την έννοια
ότι την 2η μέρα και εξαιτίας των «προβλημάτων», ζήσαμε την μέρα της
μαρμότας και βασανίζαμε τη ρεσεψιονίστα προκειμένου να υπακούσει στα κελεύσματα
των θέλω μας την στιγμή που μας έχει ήδη ανακοινώσει πως τη περίοδο που φέτος
δοκιμάσαμε να διακοπεύσουμε, δεν έχει επαρκή διαθεσιμότητα κλινών. Και εκεί θα τελείωνε
το όποιο παραμύθι.
Στους φυσιολογικούς ανθρώπους….όμως εμείς δεν είμαστε φυσιολογικοί, ούτε θέλαμε, ούτε επιθυμούμε να γίνουμε• αν με το φυσιολογικοί εννοούμε όσα έχουμε κατά καιρούς δηλώσει πως μισούμε να είμαστε• αν με την λέξη αυτή τερματίζεται η σπουδαιότητα πραγμάτων που στον κοινό νου φαντάζουν πολυτέλεια, προσβάσιμη μεν, μη επιλέξιμη δε, από την πλειοψηφία του κοπαδιού που σκέπτεται πως το βοσκοτόπι είναι ο προορισμός και το μόνο ταξίδι, αυτό από την στάνη εκεί και πίσω πάλι. Η ρουτίνα που ο καθείς μας επιλέγει μπορεί να έχει και την γραμμικότητα και την μονολιθικότητα της μιας διαδρομής, αν όμως έχει αυτή που επιλέγει και όχι αυτή που του επιβάλλεται, τότε είναι μια καλοδεχούμενη ρουτίνα, που σε άλλους βαπτίζεται ιδιοτροπία (επιλέγοντας την), κατοχυρώνεται όμως σαν μονόδρομος που εξασφαλίζει τα πολλά διέξοδα. Με λίγα λόγια το χαπάκι που πρέπει να παίρνει ο καθένας μας, μπορεί για άλλους να αποκαλείται θεραπεία, γι’ άλλους όμως, που υποτίθεται πως υποφέρουν, μπορεί να είναι η αρρώστια η ίδια. Και αν η άρνηση (πρώτο στάδιο αποδοχής οποιουδήποτε θανάτου) είναι τεράστια και φαινομενικά αξεπέραστη, η υπομονή και οι χάρες της, δύνανται να αποδείξουν στην πράξη, εκεί οπού όλα έχουν σημασία, την ματαιότητα ή όχι, της συγκεκριμένης στάσης. Με λίγα λόγια ό,τι και αν είναι να αποδειχθεί, δύναται να αποδειχθεί, από τις αντοχές του αρνητή απέναντι στην πραγματικότητα• που όλοι προσπαθούμε να εξωραΐσουμε…εντάξει όχι όλοι, αλλά αυτοί που δεν βολεύονται από αυτή (δηλ θέλω να πιστεύω την μεγάλη πλειοψηφία) Και όπως το placebo λειτουργεί ακριβώς από τα Θέλω του ασθενούς, έτσι και η άρνηση μπορεί να είναι ένα σημάδι πως τα Θέλω δεν υπακούουν ακόμη στις νόρμες των πολλών αλλά του ενός και εδώ ξεκινά το μονοπάτι για το φετινό απόφθεγμα (ΙΤΣ ΝΟΤ ΑΜΠΑΟΥΤ ΓΙΟΥ)
Στους φυσιολογικούς ανθρώπους….όμως εμείς δεν είμαστε φυσιολογικοί, ούτε θέλαμε, ούτε επιθυμούμε να γίνουμε• αν με το φυσιολογικοί εννοούμε όσα έχουμε κατά καιρούς δηλώσει πως μισούμε να είμαστε• αν με την λέξη αυτή τερματίζεται η σπουδαιότητα πραγμάτων που στον κοινό νου φαντάζουν πολυτέλεια, προσβάσιμη μεν, μη επιλέξιμη δε, από την πλειοψηφία του κοπαδιού που σκέπτεται πως το βοσκοτόπι είναι ο προορισμός και το μόνο ταξίδι, αυτό από την στάνη εκεί και πίσω πάλι. Η ρουτίνα που ο καθείς μας επιλέγει μπορεί να έχει και την γραμμικότητα και την μονολιθικότητα της μιας διαδρομής, αν όμως έχει αυτή που επιλέγει και όχι αυτή που του επιβάλλεται, τότε είναι μια καλοδεχούμενη ρουτίνα, που σε άλλους βαπτίζεται ιδιοτροπία (επιλέγοντας την), κατοχυρώνεται όμως σαν μονόδρομος που εξασφαλίζει τα πολλά διέξοδα. Με λίγα λόγια το χαπάκι που πρέπει να παίρνει ο καθένας μας, μπορεί για άλλους να αποκαλείται θεραπεία, γι’ άλλους όμως, που υποτίθεται πως υποφέρουν, μπορεί να είναι η αρρώστια η ίδια. Και αν η άρνηση (πρώτο στάδιο αποδοχής οποιουδήποτε θανάτου) είναι τεράστια και φαινομενικά αξεπέραστη, η υπομονή και οι χάρες της, δύνανται να αποδείξουν στην πράξη, εκεί οπού όλα έχουν σημασία, την ματαιότητα ή όχι, της συγκεκριμένης στάσης. Με λίγα λόγια ό,τι και αν είναι να αποδειχθεί, δύναται να αποδειχθεί, από τις αντοχές του αρνητή απέναντι στην πραγματικότητα• που όλοι προσπαθούμε να εξωραΐσουμε…εντάξει όχι όλοι, αλλά αυτοί που δεν βολεύονται από αυτή (δηλ θέλω να πιστεύω την μεγάλη πλειοψηφία) Και όπως το placebo λειτουργεί ακριβώς από τα Θέλω του ασθενούς, έτσι και η άρνηση μπορεί να είναι ένα σημάδι πως τα Θέλω δεν υπακούουν ακόμη στις νόρμες των πολλών αλλά του ενός και εδώ ξεκινά το μονοπάτι για το φετινό απόφθεγμα (ΙΤΣ ΝΟΤ ΑΜΠΑΟΥΤ ΓΙΟΥ)
Τρεις μετακομίσεις σε 2 μέρες, αλλά ποιος είμαι
εγώ να παραπονιέμαι? Ο μόνος που αφήνοντας τον μόνο του, είχε κάτι να κάνει, ή
οι υπόλοιποι που δεν περνούν σώνει και καλά την ώρα τους με σοβαρή λογοτεχνία,
ασόβαρη μουσική, αλλά από την συνύπαρξη και την παρέα. Και η στέρηση της, είχε
εμένα να παραπονιέμαι που δεν την είχα, καίτοι πιθανότατα και να μπορούσα διχώς
της καλύτερα. Επομένως δεν είναι για ψυχιατρείο ο κύριος, ή απλά είναι εγγενές
του να γκρινιάζει που ζει και αναπνέει? Δεδομένο που του δίνει κάποιες
λογικοφανείς εξηγήσεις αλλά ποτέ πειστικό άλλοθι, στις κατηγόριες του
περιγύρου, καίτοι (τι έχω πάθει με την Καίτη?) γνωστό σε όλους. Εδώ τώρα δεν
έχουμε να κάνουμε με άρνηση, ή με μη αποδοχή δεδομένων που δεν έχουν αλλάξει
αλλά παγιώνονται πλέον και από τον χρόνο ως σταθερές, από ανθρώπους που
επιλέγουν να με συναγελάζονται. Και καταλήγω ότι η ανοχή τελικά είναι το
μεγαλύτερο όπλο των ανώτερων θηλαστικών για να πετύχουν όχι μόνο την συνύπαρξη
αλλά και την βελτίωση. Μου θυμίζει λίγο την στωικότητα των γριών που έπλεκαν
«Και αυτό θα περάσει» στα μαξιλάρια σαν ευχολόγιο. Και αν μισώ τόσο την εικόνα,
όσο και το μότο, πικρά πλέον αποδέχομαι την ανυπέρβλητη σοφία του ως άνω
γνωμικού. Και πριν ξεκινήσω να απαντήσω γιατί συνήθιζα να απεχθάνομαι τέτοιες
παθητικές μοιρολατρικές στάσεις, γιατί αντιδρούσα πως ευχόμαστε συνειδητά πως
με όλα αυτά που κατά καιρούς έχουν περάσει, αλλά και με αυτά που αναμένουμε να
περάσουν, μάλλον αυτό που τελικά βιαζόμαστε να περάσει μαζί με αυτό, ή με το
άλλα, που ήδη πέρασαν (δικαιώνοντας το γνωμικό),, είναι η ίδια η ζωή, και όπως
λέει και ο ποιητής «Άλλη ζωή δεν έχει»….Μοιάζει μάλλον το απόφθεγμα του θέρους
με μωρό, 10μηνίτικο με στυλωμένα τα πόδια και την καρδιά ενάντια στην έξοδο, που του μοιάζει με θάνατο, μα είναι η ζωή. Ξεκινώντας (??) εκ
νέου, την ανάλυση αυτής της 2ης ημέρας, με τις ταπεινές παραδοχές
πως δεν έχουμε εξαρτήσει απ’ αυτές τις 10 ημέρες καθόλου από την ψυχική μας
ισορροπία και με την στυφή γεύση πως ούτε και αυτή η μικρή γεύση ελευθερίας δεν
μπορεί να υποκαταστήσει οτιδήποτε από τον καθημερινό κάματο, πρέπει να κάνω
κατανοητό και σε σένα αναγνώστη μου, πως οι διακοπές αυτές, αν μη τι άλλο,
πέραν των υπερκόσμιων συνδέσεων που μόνο εγώ θέλω να παρατηρώ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
ΕΠΙΣΚΕΨΗ στο ψυχαναλυτή. Με λίγα λόγια δεν γυρεύω λυτρωμό, ξεκούραση γυρεύω.
Και με αυτή την σημείωση αρχίζω με τον ορισμό των υπερεπιστημόνων που
κατοικοεδρεύουν στην έπαρση του καθενός μας.
Οι «άνθρωποι που ξέρουν», μοιάζουν σαν γονείς που κάποτε έλεγαν στα τέκνα τους «θα γίνετε γονείς και θα καταλάβετε» μόνο και μόνο για να μας πουν αργότερα ότι αν δεν γίνουμε παππούδες δεν θα καταλάβουμε τίποτα, με εμένα να απομένω ανταπαντώντας αρχαιοελληνικά: «πως αν δεν σε βρει το σάβανο δεν έχεις καταλάβει τίποτα και αν σε εύρει, τότε μέτρα τι έχεις καταλάβει, αν έχεις καθόλου».
Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι σχεδόν πάντα
εκκινούν τα αποφθέγματα τους, συνειδητά απαξιώνοντας τους συστημικούς επαΐοντες,
είτε με πτυχίο, είτε με βύσμα, και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού έχουν
τόση σχέση με την ταπεινότητα (απαραίτητο συστατικό προσέγγισης οιασδήποτε
γνώσης), όσο οι μπαμπουίνοι με την νευροχειρουργική. Επομένως και οι προθέσεις
τους είναι εξίσου ταπεινές με την κακή την έννοια, με την έννοια του ποταπού,
που επιθυμεί να βουλιάξει τους γύρω τους για να απομένουν εκείνοι μόνο, πάνω
από τον ορυμαγδό των θυμάτων τους. Πως λέμε για την κορυφή του παγόβουνου? Απλά
αντικαταστήσατε τον πάγο με σκατά…Για να μην χάσω το δάσος κοιτώντας το δέντρο,
πρέπει να σημειώσω, πως παρά την πρόθεση της πρωτοτυπίας, σήμερα πέσαμε στην
παγίδα του γνώριμου που για να μην είναι το καθημερινό κατέληξε να είναι δέσμιο
της αντίληψης των κουτοπόνηρων για τον τουρισμό και τις δυναμικές του.
Πρέπει κάποια στιγμή να γίνει κατανοητό πως ο Ρούσσος πέθανε, οι χίπηδες μπορεί να απομένουν, μα κάνουν αρπαχτές με revivals και πλέον το χαϊμαλί πρέπει να έχει και άλλους λόγους ύπαρξης πέραν των προφανών. Και στην τελική, εγώ δεν θέλω να τα βάλω με τα χιπάκια• αφού δεν έχω πρόβλημα, είναι καλά παιδιά, που λέει κ ο Βέγγος σαν πράκτωρ 000• όταν όμως έχουν δικές τους προμήθειες και δεν φορτώνονται σε άλλους, πάντοτε υπό το πνεύμα της αλληλεγγύης, αλλά δεν μπορώ, θα σκάσω! Πως γίνεται, όλοι αυτοί λένε πως ήρθανε κομπλέ, αλλά δεν φέρουν τίποτα μαζί τους, αναμένοντας και επενδύοντας στην καλοσύνη των ξένων, προκειμένου οι ίδιοι να περάσουν καλά, να επιμένουν να τεκμαίρονται χίππηδες και εναρμονισμένοι με την φύση και όλες τις άλλες μαλακίες που ακούς όταν μιλάς για …(θα το πούμε παρακάτω)• και πως γίνεται όταν αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, αν τελικά (και ίσως νομοτελειακά) δεν περάσουν καλά, πάντοτε να προκύπτει ένα αδικαιολόγητο (σε σχέση με τις συχνές τους επικλήσεις στον κοινοτισμό) πρόβλημα και για τους υπόλοιπους, που ενώ προνόησαν να διαθέτουν όσα θεωρούν πως τους καλύπτουν, εν τούτοις δεν σκέφτηκαν «παγκοσμιοποιημένα» για να καλύψουν εν τέλει τις ανάγκες ΟΣΩΝ το ζητήσουν. Ίσως φταίει ο Κίνγκ, που αντί του Σαμαραγκου, προτείνει κυνισμό και «άγρια γκάζια», σε αντιδιαστολή με τον υπερβατικό ανθρωποκεντρισμό, όμως αυτό το «φόρτωμα» πρέπει να οριστεί ως ΚΑΒΑΝΤΖΟΠΟΥΣΤΙΑΣΗ και όχι ως πολιτική πράξη• ΕΛΕΟΣ! Και να γυρίσω και στην θεώρηση των ντόπιων τσιφλικάδων στους επισκέπτες τους. Δεν χρειάζεται να είμαστε κατάλοιπα των 60’s ή γεροντόφρικα για να προσερχόμαστε στις κοινωνίες σας έτσι? Μπορούμε και εμείς να είμαστε αποδεκτοί όσο ήταν οι φραγκάτοι που κατοικοέδρευαν στις παραδεισένιες πλαγιές των Αστερουσίων, κάνοντας τον επαναστάτη, λόγω πληρωμένης αδείας από τα γραφεία τους στις Στοκχόλμες και στις Βρέμμες, ή όχι? Γιατί και αυτοί που με συνέπεια έρχονται 40 χρόνια, κάποια στιγμή θα πεθάνουν και θα πρέπει να συνηθίσετε να εξυπηρετείτε, το ίδιο δουλικά αν θέτε, και νεότερες γενιές wanna be επαναστατών, τύπου «θα 'θελα ν' αλλάξω τον κόσμο», αλλά πρέπει να το πω στον μπαμπά μου πρώτα….Με αυτό το σκεπτικό και τη νουθεσία αφήνω τροφή για σκέψη στους σκληρά εργαζόμενους των χωριών που δέχομαι πως εξυπηρετούν ακαμάτηδες που διακοπεύουν, ενώ εκείνοι δουλεύουν κ γι αυτό έχουν το αμέριστο respect μου. Δεν θα το έκανα για πάνω από 2 καλοκαίρια, παρά μόνο αν μου έλεγαν ότι μου απήγαγαν την κόρη για να την κάνουν πρεζού, πόρνη του τάληρου, αν δεν δούλευα σεζόν μέχρι να πάρω σύνταξη, ή να πεθάνω (δεν ξέρω τι θα έρθει πρώτο!). Παρ’ όλα ταύτα ξεκολλάτε! Ο τουρίστας δεν διασκεδάζει μαντρωμένος στην επίφαση του design, δεν διασκεδάζει με δέκα μελωδίες να παίζουν συγκεχυμένα και δίχως καν συνείδηση, εκ μέρους αυτού που χειρίζεται τα κουμπιά Γιατί αυτοί, μόνο μουσικοί επιμελητές δεν είναι. Μάλλον πρόκειται για ηλεκτρολόγους αφού Νάνα Μούσχουρη και Μουζουράκη, δεν ξέρω με πόσα ναρκωτικά θα άκουγα, πόσο μάλλον να επέλεγα να ακούσω σε μίξη και στα καπάκια. Και κάνω μια μάλλον φιλότιμη προσπάθεια μπολιάσματος αυτού του συνονθυλεύματος, το οποίο ήταν απείρως σουρεαλιστικότερο από την παραπάνω σύνθεση, στο οποίο και εμείς βεβαίως πήραμε μέρος, σε πιο ερημικά όμως μέρη, δίχως άλλες οχλήσεις αλλά με περισσή ελευθεριακότητα στις επιλογές, που μάλλον θα ηχούσαν στους ηλεκτρολόγους ακόμη πιο άσχετες από τις δικές τους προτάσεις. Αλλά ο καθείς στο είδος του και μεις στην σχιζοφρένεια…σωστά?
Οι «άνθρωποι που ξέρουν», μοιάζουν σαν γονείς που κάποτε έλεγαν στα τέκνα τους «θα γίνετε γονείς και θα καταλάβετε» μόνο και μόνο για να μας πουν αργότερα ότι αν δεν γίνουμε παππούδες δεν θα καταλάβουμε τίποτα, με εμένα να απομένω ανταπαντώντας αρχαιοελληνικά: «πως αν δεν σε βρει το σάβανο δεν έχεις καταλάβει τίποτα και αν σε εύρει, τότε μέτρα τι έχεις καταλάβει, αν έχεις καθόλου».
Πρέπει κάποια στιγμή να γίνει κατανοητό πως ο Ρούσσος πέθανε, οι χίπηδες μπορεί να απομένουν, μα κάνουν αρπαχτές με revivals και πλέον το χαϊμαλί πρέπει να έχει και άλλους λόγους ύπαρξης πέραν των προφανών. Και στην τελική, εγώ δεν θέλω να τα βάλω με τα χιπάκια• αφού δεν έχω πρόβλημα, είναι καλά παιδιά, που λέει κ ο Βέγγος σαν πράκτωρ 000• όταν όμως έχουν δικές τους προμήθειες και δεν φορτώνονται σε άλλους, πάντοτε υπό το πνεύμα της αλληλεγγύης, αλλά δεν μπορώ, θα σκάσω! Πως γίνεται, όλοι αυτοί λένε πως ήρθανε κομπλέ, αλλά δεν φέρουν τίποτα μαζί τους, αναμένοντας και επενδύοντας στην καλοσύνη των ξένων, προκειμένου οι ίδιοι να περάσουν καλά, να επιμένουν να τεκμαίρονται χίππηδες και εναρμονισμένοι με την φύση και όλες τις άλλες μαλακίες που ακούς όταν μιλάς για …(θα το πούμε παρακάτω)• και πως γίνεται όταν αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, αν τελικά (και ίσως νομοτελειακά) δεν περάσουν καλά, πάντοτε να προκύπτει ένα αδικαιολόγητο (σε σχέση με τις συχνές τους επικλήσεις στον κοινοτισμό) πρόβλημα και για τους υπόλοιπους, που ενώ προνόησαν να διαθέτουν όσα θεωρούν πως τους καλύπτουν, εν τούτοις δεν σκέφτηκαν «παγκοσμιοποιημένα» για να καλύψουν εν τέλει τις ανάγκες ΟΣΩΝ το ζητήσουν. Ίσως φταίει ο Κίνγκ, που αντί του Σαμαραγκου, προτείνει κυνισμό και «άγρια γκάζια», σε αντιδιαστολή με τον υπερβατικό ανθρωποκεντρισμό, όμως αυτό το «φόρτωμα» πρέπει να οριστεί ως ΚΑΒΑΝΤΖΟΠΟΥΣΤΙΑΣΗ και όχι ως πολιτική πράξη• ΕΛΕΟΣ! Και να γυρίσω και στην θεώρηση των ντόπιων τσιφλικάδων στους επισκέπτες τους. Δεν χρειάζεται να είμαστε κατάλοιπα των 60’s ή γεροντόφρικα για να προσερχόμαστε στις κοινωνίες σας έτσι? Μπορούμε και εμείς να είμαστε αποδεκτοί όσο ήταν οι φραγκάτοι που κατοικοέδρευαν στις παραδεισένιες πλαγιές των Αστερουσίων, κάνοντας τον επαναστάτη, λόγω πληρωμένης αδείας από τα γραφεία τους στις Στοκχόλμες και στις Βρέμμες, ή όχι? Γιατί και αυτοί που με συνέπεια έρχονται 40 χρόνια, κάποια στιγμή θα πεθάνουν και θα πρέπει να συνηθίσετε να εξυπηρετείτε, το ίδιο δουλικά αν θέτε, και νεότερες γενιές wanna be επαναστατών, τύπου «θα 'θελα ν' αλλάξω τον κόσμο», αλλά πρέπει να το πω στον μπαμπά μου πρώτα….Με αυτό το σκεπτικό και τη νουθεσία αφήνω τροφή για σκέψη στους σκληρά εργαζόμενους των χωριών που δέχομαι πως εξυπηρετούν ακαμάτηδες που διακοπεύουν, ενώ εκείνοι δουλεύουν κ γι αυτό έχουν το αμέριστο respect μου. Δεν θα το έκανα για πάνω από 2 καλοκαίρια, παρά μόνο αν μου έλεγαν ότι μου απήγαγαν την κόρη για να την κάνουν πρεζού, πόρνη του τάληρου, αν δεν δούλευα σεζόν μέχρι να πάρω σύνταξη, ή να πεθάνω (δεν ξέρω τι θα έρθει πρώτο!). Παρ’ όλα ταύτα ξεκολλάτε! Ο τουρίστας δεν διασκεδάζει μαντρωμένος στην επίφαση του design, δεν διασκεδάζει με δέκα μελωδίες να παίζουν συγκεχυμένα και δίχως καν συνείδηση, εκ μέρους αυτού που χειρίζεται τα κουμπιά Γιατί αυτοί, μόνο μουσικοί επιμελητές δεν είναι. Μάλλον πρόκειται για ηλεκτρολόγους αφού Νάνα Μούσχουρη και Μουζουράκη, δεν ξέρω με πόσα ναρκωτικά θα άκουγα, πόσο μάλλον να επέλεγα να ακούσω σε μίξη και στα καπάκια. Και κάνω μια μάλλον φιλότιμη προσπάθεια μπολιάσματος αυτού του συνονθυλεύματος, το οποίο ήταν απείρως σουρεαλιστικότερο από την παραπάνω σύνθεση, στο οποίο και εμείς βεβαίως πήραμε μέρος, σε πιο ερημικά όμως μέρη, δίχως άλλες οχλήσεις αλλά με περισσή ελευθεριακότητα στις επιλογές, που μάλλον θα ηχούσαν στους ηλεκτρολόγους ακόμη πιο άσχετες από τις δικές τους προτάσεις. Αλλά ο καθείς στο είδος του και μεις στην σχιζοφρένεια…σωστά?
Το μωρό κλαίει….το μωρό κλαίει, το μωρό
κλαίει….Κυρα – Σούλα μου και συ θα είχες σηκωθεί να δεις γιατί κλαίει το μωρό
και σίγουρα δεν θα το έβαζες να συνεχίσει να κλαίει εκεί που κοιμάται ο
διπλανός σου, μόνο και μόνο για να μην αναστατώσεις την παρέα με την οποία
ηλιοθεραπεύεστε μαζί, ευλογώντας τα γένια σας, που είστε κάτοικοι Ε.Ε. και δή
αποικιοκράτες στο, υπό την εποπτεία σας, κρατίδιο του Νότου. Σίγουρα η αρμονική
συνύπαρξη κόσμων, που ο τόπος επιβάλλει, περνά και μέσα από την κατανόηση ενός
νηπίου που κλαίει. Η κατανόηση όμως τερματίζει την όποια επίφαση κανονικότητας,
όταν το μωρό κλαίει και η μάνα είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει τακτικές σκληρής
αγάπης, μέσα στην ραστώνη των άλλων. Σκληραγώγησε το παιδί σου, κοπέλα μου,
αλλά στις Άλπεις, με τους άλλους μικρούς τυρολέζους που κοπανιούνται σαν τη
Χάιντι με τους κορμούς των δέντρων και τις αρκούδες που κατοικοεδρεύουν εκεί
γύρω και όχι εδώ• ένα υστερομινωικό νεκροταφείο όπου η σιωπή είναι μεγαλύτερη
απ’ όλους τους ηχορυπαντές, εμού συμπεριλαμβανομένου. Καλά το κατάλαβες Κυρά –
Σούλα, είμαι μικροαστός τι να κάνουμε? Αν προσθέσεις σε αυτά, το «ψυχωτικός», «φλούφλης»
και «ανόητος καμπίστας», που μέσα σε 3 μόλις μέρες έλαβα σαν credit,
μπορώ να πω ότι είμαι πλήρης από την αγάπη των ομοίων μου και δεν θέλω άλλο..
Είπαμε, λέξεις όπως άρνηση & αποδοχή είναι έννοιες περιστασιακά αντίθετες,
όμως ομόκεντρες στην ουσία με κοινή αφετηρία και, αν τα δεις ανάποδα, πιθανώς
και κοινό τερματισμό. Όταν δεν αποδέχεσαι την ουσία του διπλανού σου, καίτοι
επαίρεσαι πως την γνωρίζεις, σε πείσμα ακόμα και στην άρνηση της από τον
διπλανού σου δεν μπορεί να εκπλήσσεσαι, πόσο μάλλον να οργίζεσαι. Και δέχομαι
πως όποιος αγαπά παιδεύει, όμως ουδεπόποτε η καταγγελτική κριτική δεν έπαιξε
ρόλο προαγωγής του φωτός, ή άλλων θετικότερων πρόσημων, στην εξέλιξη ενός
ανθρώπου, εκτός αν είσαι ΚΚΕ και βολεύεσαι με τον ρεφορμισμό των υπολοίπων και
την επαναστατικότητα των καταγγελιών σου• και όχι βεβαίως με κριτήριο την ίδια
την επανάσταση, αλλά το the next
best thing (που λένε κ στο χωριό μου)
ήτοι, την κοινοβουλευτική πάγια εκπροσώπηση. Και πάλι χάνω το δάσος. Όποιος
αγαπά, κατανοεί, δεν κριτικάρει. Το είπαμε και άλλοτε (και αν δεν το έχουμε πει
μάλλον πρέπει να το προκρίνουμε και να το προβάλλουμε τώρα): ύψιστο ιδανικό θα έπρεπε
να είναι η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ προσώπων και πραγμάτων, ακόμά και αν το λελογισμένο προϊόν
μιας τέτοιας διαδικασίας δεν φαίνεται να δίνει μια ικανοποιητική επάρκεια εξηγήσεων,
είτε αυτές μας βολεύουν σε οποιοδήποτε αισθητικά περιορισμένο και άρα
πεπερασμένο επίπεδο, είτε όχι. Γι αυτό και η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ δεν μπορεί να
συνεπάγεται με ΑΝΟΧΗ• όμως εφόσον υπάρχει, δύναται και να την κατοχυρώσει. Όποιος
λοιπόν κατανοεί, αποδέχεται και όλα τα σχετικά, πρέπει να έχει εκκινήσει από
τις δικές του δυναμικές. Επομένως, όταν προκύπτει πως είναι αδύνατη είτε η
παράβλεψη του ξένου προβλήματος, είτε η εναργής προσπάθεια λύσης του (δίχως
πολλές φορές ούτε καν την συναίνεση του ξένου), δεν είναι ανάλογα δυνατή και η
επίτευξη οιασδήποτε επιπέδου ΑΝΟΧΗΣ. Γιατί πολύ απλά, ό,τι δεν λύεται κόπτεται.
Και όλα τούτα τα συγκρουσιακά, με ένα φεγγάρι που γιομίζει, θαρρείς από το φως
μας, με ΦΩΣ…
Day 4 7/8 Ανακωχή
Όσο ψυχωσικά ξεκίνησε η προηγούμενη μέρα τόσο αντιστρόφως
ανάλογα περατώθηκε. Οι συνθήκες ανακωχής που διαμορφώθηκαν ελέω, ή ενώπιον ξένων
δυνάμεων στην περιοχή, σιωπηλά ελπίζω, να ώθησαν να διανοιχτεί και μια συμφωνία
κατάπαυσης αναίτιων κατηγοριών, πάντα με το πρόσχημα της αγάπης και ουχί του δεσποτισμού
που ενέχει, ΠΑΝΤΟΤΕ όμως, η ξερολίαση. Ίσως να επεξηγήθηκε καλύτερα στο ΝΟΥ, η
έννοια της αποδοχής, που στον αντίποδα, καθώς είναι, της άρνησης, δεν γίνεται
ποτέ με επευφημίες, παρά με ενδοσκόπηση και εσωστρέφεια• καθότι κανείς δεν
γουστάρει να αποδεικνύεται ιδιαίτερος, με την κακή την έννοια, του διπλανού του.
Ίσως πάλι, να έγινε πιο αντιληπτή η έννοια της ανοχής, ή της ανοχής σε
φαινόμενα, όπως αυτά της κοτίασης, που σε καμία
περίπτωση δεν μπορεί, ως συμπεριφορά, να ενδύεται τα χαρακτηριστικά της
αρετής, περισσότερο μάλλον ομοιάζει σε δυναμική με αυτή που έχει το αναπόδραστο
αναγκαίο κακό και πάντοτε κατά περίσταση, που δεν πρέπει να διέπεται από
κώδικές μικροαστικής συμπεριφοράς, ούτε όμως από κώδικες οιασδήποτε κοινωνικά
επίκτητης ηθικής πλατφόρμας, που στην πράξη δεν δικαιώνει και δεν δικαιώνεται
σχεδόν ποτέ. Ίσως αυτό να συμβαίνει μόνο στις αλληγορίες των θρησκειών όταν
υπόσχονται βασίλεια και αυτοβελτίωση…μετά θάνατον. Η περίσταση πρέπει να
ομοιάζει της αντίδρασης και σε αυτό συμφωνώ απόλυτα.
Επομένως το να προκαταβάλλεις ή να προκαταβάλλεσαι από την όποια περίσταση, πριν αυτή συμβεί, μοιραία θα αποβεί μια λάθος επιλογή. Και εξηγούμαι• για το θέμα της ειλικρίνειας, ή, με άλλα λόγια, της αφιλτράριστης επιβολής μιας αξιολογικής κρίσης για κάποιον άλλον, αν πίστευα πως λέγοντας την ΔΙΚΗ μου αλήθεια σε έναν άλλον άνθρωπο που υποτίθεται πως αγαπώ για να τον κάνω καλύτερο και πίστευα πως κάτι τέτοιο θα είχε, πιθανότητες έστω, να συμβεί, θα το έπραττα. Αν πάλι όχι και αγαπούσα τους ανθρώπους που συναγελαζόμουν, απλά θα τους δεχόμουν στην αλήθεια ΤΟΥΣ, αλλιώς θα «έσπαγα», αηδιασμένος από την δική τους απροθυμία – αδυναμία να δεχτούν την ΔΙΚΗ ΜΟΥ αλήθεια και για δική τους. Αλλά στην τελική, η ίδια κοινωνική σύμβαση που επιβάλλει να μην φτάνεις έως την προσβολή που οδηγεί ανεπιφύλακτα σε σύγκρουση, δεδομένης ουσιαστικά της άρνησης του θύτη / πάσχοντα να αποδεχθεί αυτό, που τις περισσότερες φορές, δίχως ανώτερο έλεγχο, πράττει, είναι αυτή που τελικά θα βασιλεύσει στο βασίλειο των νεκρών κατόπιν αλυσιδωτών ψυχωτικών εκρήξεων των ζωντανών που υποφέρουν τον στίβο της ζωής, της καταδικασμένης, ελέω θεού, στον κάματο και νομοτελειακά αφιερωμένης στην υφάντρα που κάποια στιγμή, έτσι, γιατί μπορεί και όχι γιατί πρέπει, θα κόψει σαν σε αγριολούλουδο (α ρε Καζαντζίδη!). Επιπλέον πρέπει και να καταλάβουμε πως όταν τα ξέρουμε όλα, το πιο σώφρον πράγμα που μας μένει να κάνουμε, είναι να σαπίσουμε• γι αυτό και από τέτοιες καταστάσεις τύπου «γνωρίζω» παίρνω απόσταση, από εδώ μέχρι τα Φιλαδέλφεια. Επομένως, αυτοί που διατείνονται πως ξέρουν τα πάντα, ή πως ξέρουν όσα χρειάζεται (άρα τα πάντα για την δεδομένη χρονική στιγμή) μάλλον αποδεικνύονται ημιμαθή άτομα που διαφεντεύουν, τους γύρω ατυχήσαντες κολίγους, γαμώντας τις ζωές τους, με πραγματιστικό τρόπο και όχι, εντός μιας παρέας άκακων θεωρητικών, έστω κουτοπόνηρων κουτσομπόλων που περνούν την ζωή τους παίζοντας με τις τάπες των βαρελιών παρά με τις ανάγκες των διπλανών τους. Αυτοί λοιπόν περνούν, γαμώντας την ζωή των ανθρώπων που αγαπούν αλλά και άλλων που δεν αγαπούν, αλλά νιώθούν πως διαθέτουν την επάρκεια να το κάνουν, επειδή, πολύ απλά, όπως είπαμε, μπορούν και όχι, γιατί πρέπει (γιατί αν έτσι πρέπει, πρέπει να μας κατονομάσουν αυτούς που ορίζουν «πως έτσι πρέπει», για να διευκρινιστεί περαιτέρω η επάρκεια και αυθεντία τους) διαιωνίζοντας έτσι την δική τους ημιμάθεια, προσβάλλοντας, παρά διορθώνοντας άλλους, στο όνομα της διαστροφής, που οι ίδιοι, ονομάζουν πραγματικότητα. Και μην ξεχνάμε το δίκιο του ισχυρότερου δεν έχει καμία σχέση με το δίκιο της Δικαιοσύνης (γεγονός που ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις θράσους επειδή κάποιος απλά μπορεί). Επίσης πρέπει να σημειωθεί πως όσοι θεωρούν πως ξέρουν αλήθειες για άλλους ανθρώπους το κάνουν (και επειδή μπορούν βεβαίως – βεβαίως και τα είπαμε αυτά περί θράσους πιο πάνω) νομίζοντας πως έχουν πιάσει τον ταύρο από τα αρχίδια…ενώ θα έπρεπε να τον είχαν πιάσει από τα ρουθούνια. Επομένως προσέξτε, κάποια στιγμή αυτός ο ταύρος θα την δει αλλιώς με τις αλήθειες και τις ειλικρίνειες. Δυστυχώς επίσης όλες οι αλλαγές στην ζωή μας δεν έγιναν κατόπιν νουθεσιών, αλλά κατόπιν ηχηρών σφαλιάρων που δεχόμαστε. Και επειδή μπορεί να σε μπέρδεψα παραπάνω με τις έννοιες της κατανόησης και της ανοχής, ψυχωσικέ μου αναγνώστη, άσε με να το εκφράσω με τσιτάτο: Οι φίλοι δεν μας υποδεικνύουν την σωτηρία, γιατί αυτή την έχουμε μέσα μας. Μας βοηθούν να την επιτύχουμε.
Α και κάτι τελευταίο για τους πανεπιστημιακούς και μη, ξερόλες που φωνάζουν για την αυτοβελτίωση των υπολοίπων• καλό είναι, την επόμενη φορά που θα το κάνετε σ’ εμένα, να έχετε στο μεταξύ αυτοβελτιωθεί οι ίδιοι πρώτα και δεν ανησυχώ καθόλου για το αν τελικά μπορείτε, δεδομένης της ίδιας, άπειρης και ακροτελεύτιας γνώσης που κατέχετε, η οποία αλίμονο, σας βάζει σε τέτοια κατάσταση ενδοσκόπησης ώστε να δύναστε να ανιχνεύσετε, αν οι ίδιοι έχετε περιθώρια για κάτι τέτοιο. Γιατί ας μην ξεχνάμε όσοι γνωρίζουν, δεν το λένε ότι γνωρίζουν, γιατί αν πουν πως γνωρίζουν, θα πρέπει να ξεκινάνε με το να γνωρίζουν αυτό ακριβώς: τα περιθώρια της προσωπικής τους αριστείας• δηλαδή, το αν και πως, δύνανται να γίνονται καλύτεροι από τον χθεσινό εαυτό τους. Και σε αυτό το σημείο έρχομαι απλά να σημειώσω πως ακόμη και η αλήθεια, όταν δεν έχει νόημα, μπορεί να καταστεί εξίσου ανόητη και πικρά κακοπροαίρετη, όσο το οιοδήποτε, κατά συνθήκη ψεύδος, που λέγεται για να πασαλειφθεί η αλήθεια με γκλίτερ ανοχής, ή αποφυγής σύγκρουσης. Και όταν λέμε νόημα τι να εννοούμε άραγε? Νόημα, στο δικό μου μικρόκοσμο, μπορεί να ανιχνευθεί, ή ίσως και να υπάρξει, μόνο στην ανάπτυξη, στη βελτίωση, στον καθαρμό και σε οτιδήποτε άλλο, μπορεί να βοηθήσει ώστε τα παραπάνω να δύνανται να πραγματωθούν, έστω και κάποια στιγμή, αν όχι αμέσως. Μια εν τοις πράγμασι αριστοκρατία του φωτός, δηλαδή. Γιατί, όπως έχουμε ξαναπεί, αριστοκράτης μπορεί να θεωρείται μόνο εκείνος που βελτιώνεται, σε σχέση με τον πρότερο εαυτό του και όχι σε σχέση με τον διπλανό του. Με την επιφύλαξη 2 υποσημειώσεων πως α) οι ανθρώπινες απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, ο καθείς μας δικαιούται τουλάχιστον μιας και β) πως καταδικάζουμε τον σπαζαρχιδισμό απ’ όπου και αν προέρχεται, προχωρώ σε ανακωχή.
Και έχει ένα φεγγάρι απόψε που λέει και ο Τερζής που στο έβγα του μου θύμισε την τελευταία σκηνή της ταινιάρας του Μπουρμαν, Excalibur, οπότε και η αχαλίνωτη φαντασία μου έστηνε στην παραλία με τα χελωνάκια, σκηνές μάχης μεταξύ του Αρθούρου και του Μόρντρεντ με παράλληλους ανασκολοπισμούς και την κάρμινα μπουράνα να θυμίζει επικές ημέρες ΠΑΣΟΚ από την μια και από την άλλη, τον αρχαιότερο αγγλοσαξονικό μύθο. Η ημέρα μεγάλωσε και το ζητούμενο, το φως, ήταν παρόν ακόμα και στην σκοτεινότερη στιγμή της. Η απόπειρα μου δε να κολυμπήσω στο φτερό του καρχαρία κοινώς στο μονοπάτι του φεγγαριού ήταν ιλαρή, όπως όλες οι σοβαροφανείς απόπειρες που κάνω. Βλέπετε ρομαντισμός, εφηβική τρέλα, τοξίκωση, μοιάζουν πια με επιχειρήματα που ανήκουν στα περασμένα, είτε ηθελημένα, είτε ακουσίως• γι αυτό και μένουν μοναχά στην πράξη (δεν έχουν δηλαδή το συναίσθημα για να τα συντροφεύει). Και δεν περίμενα και αυτή η φαιδρή παιδιάστικη πράξη να θέλει και την παρέα της για να μην είναι απλά αστεία τόσο στην θέαση, όσο και στην βίωση. Και για να μην το σοβαρεύουμε γιατί δεν είναι πιο σοβαρό από το γεγονός ότι επαναλαμβάνω ότι γερνάω σαν να θέλω, είτε να το πιστέψω, είτε να το ξορκίσω, αυτό τον πούστη τον Σπήλμπεργκ ποιος θα του κάνει μήνυση για ψυχική οδύνη? Στα όχι και τόσο φωτισμένα νερά, νερά έκανε και ο νους μου, που διαρκώς, κάθε που το αυτί έσκαγε κάτω από την θάλασσα, άκουγε έγχορδα να χτυπιούνται υπόκωφα, αγχωτικά και πάντως εξαιρετικά δυσοίωνα, για τον δικό μου τουλάχιστον ψυχισμό• εκείνο το μισητό «του – ρου, του – ρου – ρου»... Και όπου φύγει, φύγει• μα αν ήταν εκεί και άλλοι, τα έγχορδα θα έμεναν στην ασφάλεια της θύμησης και στην σιγουριά της σφαίρας του φανταστικού, καθώς καθησυχαστικά, μα τελείως αντιηρωικά, θα ένιωθα πως και να έρθει το κήτος, δεν θα την πλήρωνα μόνο εγώ• όταν μιλάμε για καβαντζοπουστίαση, εννοούμε αυτό ακριβώς• την επιθυμία του πρεζάκια να καταντήσει κι άλλους σαν και την πάρτη του μόνο και μόνο για να μην είναι μονάχος του στη μιζέρια της παραμύθας που επέλεξε. Επομένως αν στοχεύω στον υπέρ – ήρωα, πρέπει πρώτα να μάθω να μπουσουλάω και ύστερα να υπερίπταμαι• με αλτρουισμό βεβαίως – βεβαίως, αλληλεγγύη, ομόνοια, σύνταγμα, μοναστηράκι…..
Επομένως το να προκαταβάλλεις ή να προκαταβάλλεσαι από την όποια περίσταση, πριν αυτή συμβεί, μοιραία θα αποβεί μια λάθος επιλογή. Και εξηγούμαι• για το θέμα της ειλικρίνειας, ή, με άλλα λόγια, της αφιλτράριστης επιβολής μιας αξιολογικής κρίσης για κάποιον άλλον, αν πίστευα πως λέγοντας την ΔΙΚΗ μου αλήθεια σε έναν άλλον άνθρωπο που υποτίθεται πως αγαπώ για να τον κάνω καλύτερο και πίστευα πως κάτι τέτοιο θα είχε, πιθανότητες έστω, να συμβεί, θα το έπραττα. Αν πάλι όχι και αγαπούσα τους ανθρώπους που συναγελαζόμουν, απλά θα τους δεχόμουν στην αλήθεια ΤΟΥΣ, αλλιώς θα «έσπαγα», αηδιασμένος από την δική τους απροθυμία – αδυναμία να δεχτούν την ΔΙΚΗ ΜΟΥ αλήθεια και για δική τους. Αλλά στην τελική, η ίδια κοινωνική σύμβαση που επιβάλλει να μην φτάνεις έως την προσβολή που οδηγεί ανεπιφύλακτα σε σύγκρουση, δεδομένης ουσιαστικά της άρνησης του θύτη / πάσχοντα να αποδεχθεί αυτό, που τις περισσότερες φορές, δίχως ανώτερο έλεγχο, πράττει, είναι αυτή που τελικά θα βασιλεύσει στο βασίλειο των νεκρών κατόπιν αλυσιδωτών ψυχωτικών εκρήξεων των ζωντανών που υποφέρουν τον στίβο της ζωής, της καταδικασμένης, ελέω θεού, στον κάματο και νομοτελειακά αφιερωμένης στην υφάντρα που κάποια στιγμή, έτσι, γιατί μπορεί και όχι γιατί πρέπει, θα κόψει σαν σε αγριολούλουδο (α ρε Καζαντζίδη!). Επιπλέον πρέπει και να καταλάβουμε πως όταν τα ξέρουμε όλα, το πιο σώφρον πράγμα που μας μένει να κάνουμε, είναι να σαπίσουμε• γι αυτό και από τέτοιες καταστάσεις τύπου «γνωρίζω» παίρνω απόσταση, από εδώ μέχρι τα Φιλαδέλφεια. Επομένως, αυτοί που διατείνονται πως ξέρουν τα πάντα, ή πως ξέρουν όσα χρειάζεται (άρα τα πάντα για την δεδομένη χρονική στιγμή) μάλλον αποδεικνύονται ημιμαθή άτομα που διαφεντεύουν, τους γύρω ατυχήσαντες κολίγους, γαμώντας τις ζωές τους, με πραγματιστικό τρόπο και όχι, εντός μιας παρέας άκακων θεωρητικών, έστω κουτοπόνηρων κουτσομπόλων που περνούν την ζωή τους παίζοντας με τις τάπες των βαρελιών παρά με τις ανάγκες των διπλανών τους. Αυτοί λοιπόν περνούν, γαμώντας την ζωή των ανθρώπων που αγαπούν αλλά και άλλων που δεν αγαπούν, αλλά νιώθούν πως διαθέτουν την επάρκεια να το κάνουν, επειδή, πολύ απλά, όπως είπαμε, μπορούν και όχι, γιατί πρέπει (γιατί αν έτσι πρέπει, πρέπει να μας κατονομάσουν αυτούς που ορίζουν «πως έτσι πρέπει», για να διευκρινιστεί περαιτέρω η επάρκεια και αυθεντία τους) διαιωνίζοντας έτσι την δική τους ημιμάθεια, προσβάλλοντας, παρά διορθώνοντας άλλους, στο όνομα της διαστροφής, που οι ίδιοι, ονομάζουν πραγματικότητα. Και μην ξεχνάμε το δίκιο του ισχυρότερου δεν έχει καμία σχέση με το δίκιο της Δικαιοσύνης (γεγονός που ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις θράσους επειδή κάποιος απλά μπορεί). Επίσης πρέπει να σημειωθεί πως όσοι θεωρούν πως ξέρουν αλήθειες για άλλους ανθρώπους το κάνουν (και επειδή μπορούν βεβαίως – βεβαίως και τα είπαμε αυτά περί θράσους πιο πάνω) νομίζοντας πως έχουν πιάσει τον ταύρο από τα αρχίδια…ενώ θα έπρεπε να τον είχαν πιάσει από τα ρουθούνια. Επομένως προσέξτε, κάποια στιγμή αυτός ο ταύρος θα την δει αλλιώς με τις αλήθειες και τις ειλικρίνειες. Δυστυχώς επίσης όλες οι αλλαγές στην ζωή μας δεν έγιναν κατόπιν νουθεσιών, αλλά κατόπιν ηχηρών σφαλιάρων που δεχόμαστε. Και επειδή μπορεί να σε μπέρδεψα παραπάνω με τις έννοιες της κατανόησης και της ανοχής, ψυχωσικέ μου αναγνώστη, άσε με να το εκφράσω με τσιτάτο: Οι φίλοι δεν μας υποδεικνύουν την σωτηρία, γιατί αυτή την έχουμε μέσα μας. Μας βοηθούν να την επιτύχουμε.
Α και κάτι τελευταίο για τους πανεπιστημιακούς και μη, ξερόλες που φωνάζουν για την αυτοβελτίωση των υπολοίπων• καλό είναι, την επόμενη φορά που θα το κάνετε σ’ εμένα, να έχετε στο μεταξύ αυτοβελτιωθεί οι ίδιοι πρώτα και δεν ανησυχώ καθόλου για το αν τελικά μπορείτε, δεδομένης της ίδιας, άπειρης και ακροτελεύτιας γνώσης που κατέχετε, η οποία αλίμονο, σας βάζει σε τέτοια κατάσταση ενδοσκόπησης ώστε να δύναστε να ανιχνεύσετε, αν οι ίδιοι έχετε περιθώρια για κάτι τέτοιο. Γιατί ας μην ξεχνάμε όσοι γνωρίζουν, δεν το λένε ότι γνωρίζουν, γιατί αν πουν πως γνωρίζουν, θα πρέπει να ξεκινάνε με το να γνωρίζουν αυτό ακριβώς: τα περιθώρια της προσωπικής τους αριστείας• δηλαδή, το αν και πως, δύνανται να γίνονται καλύτεροι από τον χθεσινό εαυτό τους. Και σε αυτό το σημείο έρχομαι απλά να σημειώσω πως ακόμη και η αλήθεια, όταν δεν έχει νόημα, μπορεί να καταστεί εξίσου ανόητη και πικρά κακοπροαίρετη, όσο το οιοδήποτε, κατά συνθήκη ψεύδος, που λέγεται για να πασαλειφθεί η αλήθεια με γκλίτερ ανοχής, ή αποφυγής σύγκρουσης. Και όταν λέμε νόημα τι να εννοούμε άραγε? Νόημα, στο δικό μου μικρόκοσμο, μπορεί να ανιχνευθεί, ή ίσως και να υπάρξει, μόνο στην ανάπτυξη, στη βελτίωση, στον καθαρμό και σε οτιδήποτε άλλο, μπορεί να βοηθήσει ώστε τα παραπάνω να δύνανται να πραγματωθούν, έστω και κάποια στιγμή, αν όχι αμέσως. Μια εν τοις πράγμασι αριστοκρατία του φωτός, δηλαδή. Γιατί, όπως έχουμε ξαναπεί, αριστοκράτης μπορεί να θεωρείται μόνο εκείνος που βελτιώνεται, σε σχέση με τον πρότερο εαυτό του και όχι σε σχέση με τον διπλανό του. Με την επιφύλαξη 2 υποσημειώσεων πως α) οι ανθρώπινες απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, ο καθείς μας δικαιούται τουλάχιστον μιας και β) πως καταδικάζουμε τον σπαζαρχιδισμό απ’ όπου και αν προέρχεται, προχωρώ σε ανακωχή.
Και έχει ένα φεγγάρι απόψε που λέει και ο Τερζής που στο έβγα του μου θύμισε την τελευταία σκηνή της ταινιάρας του Μπουρμαν, Excalibur, οπότε και η αχαλίνωτη φαντασία μου έστηνε στην παραλία με τα χελωνάκια, σκηνές μάχης μεταξύ του Αρθούρου και του Μόρντρεντ με παράλληλους ανασκολοπισμούς και την κάρμινα μπουράνα να θυμίζει επικές ημέρες ΠΑΣΟΚ από την μια και από την άλλη, τον αρχαιότερο αγγλοσαξονικό μύθο. Η ημέρα μεγάλωσε και το ζητούμενο, το φως, ήταν παρόν ακόμα και στην σκοτεινότερη στιγμή της. Η απόπειρα μου δε να κολυμπήσω στο φτερό του καρχαρία κοινώς στο μονοπάτι του φεγγαριού ήταν ιλαρή, όπως όλες οι σοβαροφανείς απόπειρες που κάνω. Βλέπετε ρομαντισμός, εφηβική τρέλα, τοξίκωση, μοιάζουν πια με επιχειρήματα που ανήκουν στα περασμένα, είτε ηθελημένα, είτε ακουσίως• γι αυτό και μένουν μοναχά στην πράξη (δεν έχουν δηλαδή το συναίσθημα για να τα συντροφεύει). Και δεν περίμενα και αυτή η φαιδρή παιδιάστικη πράξη να θέλει και την παρέα της για να μην είναι απλά αστεία τόσο στην θέαση, όσο και στην βίωση. Και για να μην το σοβαρεύουμε γιατί δεν είναι πιο σοβαρό από το γεγονός ότι επαναλαμβάνω ότι γερνάω σαν να θέλω, είτε να το πιστέψω, είτε να το ξορκίσω, αυτό τον πούστη τον Σπήλμπεργκ ποιος θα του κάνει μήνυση για ψυχική οδύνη? Στα όχι και τόσο φωτισμένα νερά, νερά έκανε και ο νους μου, που διαρκώς, κάθε που το αυτί έσκαγε κάτω από την θάλασσα, άκουγε έγχορδα να χτυπιούνται υπόκωφα, αγχωτικά και πάντως εξαιρετικά δυσοίωνα, για τον δικό μου τουλάχιστον ψυχισμό• εκείνο το μισητό «του – ρου, του – ρου – ρου»... Και όπου φύγει, φύγει• μα αν ήταν εκεί και άλλοι, τα έγχορδα θα έμεναν στην ασφάλεια της θύμησης και στην σιγουριά της σφαίρας του φανταστικού, καθώς καθησυχαστικά, μα τελείως αντιηρωικά, θα ένιωθα πως και να έρθει το κήτος, δεν θα την πλήρωνα μόνο εγώ• όταν μιλάμε για καβαντζοπουστίαση, εννοούμε αυτό ακριβώς• την επιθυμία του πρεζάκια να καταντήσει κι άλλους σαν και την πάρτη του μόνο και μόνο για να μην είναι μονάχος του στη μιζέρια της παραμύθας που επέλεξε. Επομένως αν στοχεύω στον υπέρ – ήρωα, πρέπει πρώτα να μάθω να μπουσουλάω και ύστερα να υπερίπταμαι• με αλτρουισμό βεβαίως – βεβαίως, αλληλεγγύη, ομόνοια, σύνταγμα, μοναστηράκι…..
Θέλοντας να αποφύγω συμπεριφορές τύπου «εγώ θα σε γαμώ και μη σε μέλλει», είπα
να αλλάξω έθη κ έθιμα και από το να είμαι ο κοιμήσης που όλους παραδόξως
εκνευρίζει ακριβώς γι’ αυτό και έπειτα και για όλα τα υπόλοιπα, αρχής γενομένης
γιατί ξυπνάει έτσι όπως ξυπνάει. Η μια αίσθηση που μου δίνει αυτό, είναι αυτή
της πολεμικής και μια άλλη, είναι αυτή της ενδόμυχης ζήλιας. Και επειδή ούτε
εγώ δεν είμαι τόσο ψώνιο να θεωρώ εαυτόν, φθονερό, για τους άλλους, πρότυπο,
αλλά ταυτόχρονα και επειδή έχω σύνδρομα καταδιώξεως courtesy of
οικογενειακού ιστορικού, θεωρώ πως αυτό που βάπτιζα υπερβατικότητα του τόπου
μπορεί τελικά και να είναι η σωρευμένη ενέργεια Τζανετάκου που απορροφά όλο το
υποκειμενικό κομμάτι του δεδομένου περιβάλλοντος, δηλ. όλους τους υπόλοιπους,
φυσιολογικούς ανθρώπους. Και επειδή δεν έχω τίποτα με τον γνωστότερο σφαλιαροεισπράκτορα
του ελληνικού κινηματογράφου, εξηγούμαι. Ο τόπος έχει δύναμη. Η σώρευση
ενέργειας που προκύπτει από τις διάφορες διαχειρίσεις, ανά άτομο, της δεδομένης
περιβαλλοντικής ενέργειας, τείνει να στοχοποιεί ακούσια και μη, ανθρώπους του
περιβάλλοντος (και αν όχι του περιβάλλοντος, ατόμων που ανήκουν στα ίδια
γνωστικά πεδία) και που κατά την προσφιλή τακτική των Ελλήνων κουτσομπολέυεται
ασυστόλως, όταν δεν υπάρχει κάποια δουλειά και είναι λογικό και αναμενόμενο τότε,
ο Διάολος να γαμάει τα παιδιά του. Όταν το υποκείμενο κείται δίπλα σου, δεν
είναι και δύσκολο να αρχίσουν τα πυρ ομαδόν. Πόσο μάλλον όταν ο παρακείμενος
δεν πάει με το κοπάδι αλλά πάει μια χαρά και μονάχος του. Εξ’ ου και ο Διάολος
που τον βάζει στο σημάδι, γιατί δεν έχει δουλειές και λιμπίζεται να γαμάει τα παιδιά του, αποφεύγοντας
ωστόσο σαν το Λιβάδι, την όποια πρόθεση του να ομαλοποιεί, αντί να οξύνει, τα πνεύματα.
Και όταν το φεγγάρι κάθεται και μας κοιτά που αποσβολωμένοι το χαζεύουμε να
αδειάζει σιγά – σιγά δεν ξέρω ποιο είναι πιο μαγικό: το σύνολο των κανόνων που
ο άνθρωπος επινόησε για να εξηγήσει αυτό που μπορούσε να αισθανθεί, ή αυτό το
κάτι που αισθάνεται δίχως την υποχρέωση να το εξηγήσει, παρά απλά να το βιώσει.
Ε και τι έγινε, το φεγγάρι είναι το ίδιο κάθε ημέρα, με την ίδια μάλιστα πλευρά να μας επιδεικνύεται, τι τελικά κρύβει και το χαζεύετε ως…….και εδώ είναι που πραγματικά δεν μπορώ να βρω σαν τι «άλλο» θα ήθελα να χαζεύω, εξόν ίσως από μια σαγηνευτική καμπυλωτή γυναίκα• γιατί ειλικρινά κάθε τι άλλο, μοιάζει αρκετά «λίγο» για να περιγράψει το φεγγάρι, έτσι χρυσό και δίπλα μας, να χάνεται, χωρίς όμως να είναι τούτο σημάδι καταστροφής, μα ανανέωσης, πλήρωσης δηλαδή κάποιων συγκεκριμένων κύκλων που εμείς όχι μόνο δεν μπορούμε να αντιληφθούμε αλλά αδυνατούμε καν να προσεγγίσουμε και επομένως, με τι να συγκρίνεις αυτό που δεν μπορείς να περιγράψεις? Και όμως, η κόρη μου, συναισθανόμενη ίσως πως θα δει και άλλα φεγγάρια και άλλες φορές και σίγουρα κάποτε και με πιο ενδιαφέρουσα παρέα για να κοιτάζεις σαν τον χάσκα τ’ άστρα, με μάτια ποιητή και ουχί πρεσβύωπα, και με μια φιλήδονη επιθυμία για τα χρυσά φεγγάρια και την δύναμη με την οποία σ’ έλκουν ή σ’ απωθούν, το ίδιο συγκλονιστικά κ όχι με την πεζή επιθυμία για χλαπάκιασμα και αφόδευση. Και όχι, μην ψαρώνετε, δεν σηκώνεται η τριχιά μου με την ιδέα (ακόμη), σαν νόμιμος ιδιοκτήτης, καθώς έτσι ορίζεται, τόσο από τον Μαρξ, όσο και από το ίδιο το σύστημα, που εκείνος πρώτος τόσο επιτυχημένα περιέγραψε, ο πατέρας. Αν πρέπει κάτι να με φρικάρει, είναι που ο φιληδονισμός αυτός, δεν μου είναι πια τόσο επιτακτικός, όσο θα είναι στην κόρη μου σε μερικά χρονάκια. Και αν σ’ αυτή την ζωή αφαιρέσεις την επιθυμία και την ηδονή… τότε, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός? Καλύτερα να πατήσει ο Κιμ το κουμπί από τώρα…Αλλά θα μου πεις, κάτσε ρε μάστορα και επειδή δηλαδή, δεν κοιτάς το φεγγάρι και δεν γεμίζεις ενέργεια για… έρωτες, πάθη, χυμούς και κουραφέξαλα, πρέπει να την πληρώσει ο πλανήτης? Όχι ρε παιδιά! εσείς με ρωτήσατε τι αισθάνομαι, για τη νομοτέλεια της έλξης, μην αισθάνεστε άβολα με την απάντηση….
Ε και τι έγινε, το φεγγάρι είναι το ίδιο κάθε ημέρα, με την ίδια μάλιστα πλευρά να μας επιδεικνύεται, τι τελικά κρύβει και το χαζεύετε ως…….και εδώ είναι που πραγματικά δεν μπορώ να βρω σαν τι «άλλο» θα ήθελα να χαζεύω, εξόν ίσως από μια σαγηνευτική καμπυλωτή γυναίκα• γιατί ειλικρινά κάθε τι άλλο, μοιάζει αρκετά «λίγο» για να περιγράψει το φεγγάρι, έτσι χρυσό και δίπλα μας, να χάνεται, χωρίς όμως να είναι τούτο σημάδι καταστροφής, μα ανανέωσης, πλήρωσης δηλαδή κάποιων συγκεκριμένων κύκλων που εμείς όχι μόνο δεν μπορούμε να αντιληφθούμε αλλά αδυνατούμε καν να προσεγγίσουμε και επομένως, με τι να συγκρίνεις αυτό που δεν μπορείς να περιγράψεις? Και όμως, η κόρη μου, συναισθανόμενη ίσως πως θα δει και άλλα φεγγάρια και άλλες φορές και σίγουρα κάποτε και με πιο ενδιαφέρουσα παρέα για να κοιτάζεις σαν τον χάσκα τ’ άστρα, με μάτια ποιητή και ουχί πρεσβύωπα, και με μια φιλήδονη επιθυμία για τα χρυσά φεγγάρια και την δύναμη με την οποία σ’ έλκουν ή σ’ απωθούν, το ίδιο συγκλονιστικά κ όχι με την πεζή επιθυμία για χλαπάκιασμα και αφόδευση. Και όχι, μην ψαρώνετε, δεν σηκώνεται η τριχιά μου με την ιδέα (ακόμη), σαν νόμιμος ιδιοκτήτης, καθώς έτσι ορίζεται, τόσο από τον Μαρξ, όσο και από το ίδιο το σύστημα, που εκείνος πρώτος τόσο επιτυχημένα περιέγραψε, ο πατέρας. Αν πρέπει κάτι να με φρικάρει, είναι που ο φιληδονισμός αυτός, δεν μου είναι πια τόσο επιτακτικός, όσο θα είναι στην κόρη μου σε μερικά χρονάκια. Και αν σ’ αυτή την ζωή αφαιρέσεις την επιθυμία και την ηδονή… τότε, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός? Καλύτερα να πατήσει ο Κιμ το κουμπί από τώρα…Αλλά θα μου πεις, κάτσε ρε μάστορα και επειδή δηλαδή, δεν κοιτάς το φεγγάρι και δεν γεμίζεις ενέργεια για… έρωτες, πάθη, χυμούς και κουραφέξαλα, πρέπει να την πληρώσει ο πλανήτης? Όχι ρε παιδιά! εσείς με ρωτήσατε τι αισθάνομαι, για τη νομοτέλεια της έλξης, μην αισθάνεστε άβολα με την απάντηση….
Η μέρα είναι τελείως διαφορετική από τις
υπόλοιπες. Υπάρχει προγραμματισμός και σκοπιμότητα και όπως και να έχει όταν η
μέρα είναι περιορισμένη και σχετικώς προστατευμένη από την ελευθερία που δίδει
ο τόπος, δεν προκύπτουν και προβλήματα περί ορθής χρήσης αυτής της ελευθερίας,
από τους κάθε λογής γνώστες που βεβαίως γνωρίζουν τι είναι καλύτερο για τον
εαυτό τους. Αυτό που διακυβεύεται είναι αν μπορούν να επιβάλλουν αυτή την γνώση
και στους υπολοίπους σαν χρυσό κανόνα που δύναται να ισχύει για όλους. Έτσι
απαγκιστρώθηκα από την προσφιλή τακτική του τι δεν κάνω καλά και γιατί και
απορροφήθηκα σε αυτό που είναι να γίνει. Και αυτό που ήταν σχεδιασμένο να γίνει,
ήταν ένα γεγονός που σε μένα προκαλεί αποστροφή, καθώς ουδεπόποτε, τέτοιες
περιστάσεις, με έκαναν να αισθάνομαι βολικά και άνετα. Όμως επειδή με έχουν
μάθει πως μπορεί να κρίνω εξ ίδιων τα αλλότρια, όμως δεν είναι και το δέον να
γίνεται κάτι τέτοιο, αφού τα αλλότρια είναι άγνωρα για τα «ίδια», βάσει των
οποίων κάποιος κρίνει, είπα να συμμετέχω φορώντας τον μανδύα του
καθωσπρεπισμού, χωρίς ΠΟΤΕ να αποποιούμαι τον λεχρίτη που προφανώς είμαι. Απλά
ο λεχρίτης θα συμπεριφέρονταν ορθά, με την έννοια της κοινωνικής αποδοχής
συγκεκριμένων συμπεριφορών. Πρώτα ξαδέρφια επικοινωνούσαν πρώτη φορά μετά από
χρόνια και έξαφνα υπήρχε κλίμα επανένωσης των jaggebeister απανταχού, κάνοντας με να
σκέφτομαι πως τελικά είμαστε παγκόσμιοι μέσα στην περιορισμένη μοναξιά μας.
Χάρηκα που είδα την Αντιόπη να βουτά αμέριμνα στα παιδίκατά της, με τους παιδικούς συνοδοιπόρους να συμμερίζονται τα μακροβούτια αυτά, με γλυκό νόστο. Και είναι όμορφη αυτή η βουτιά στο παρελθόν γιατί σου δίνει ερμηνείες για τις κατευθύνσεις που αργότερα πάρθηκαν, βοηθώντας στην χαρτογράφηση του ΕΙΝΑΙ, καθότι όταν ενσωματώνει στο gps αυτή την ηλικία ο οδικός χάρτης που προκύπτει είναι σαφώς διαφορετικός και απεριόριστα πλουσιότερος σε λεπτομέρειες γιομάτες με γλυκόπικρες ιστορίες βουτηγμένες στα μυστικά και στα ψέματα που οι ίδιοι λέμε στους εαυτούς μας μεγαλώνοντας για να είναι πιο μπορετή η διαβίωση σε ένα εχθρικό και απάνθρωπο, η αλήθεια είναι, περιβάλλον. Πολλές φορές αν έχουμε στο νου μας αυτό το παιδί που ήμασταν κάποτε και τώρα ανερυθρίαστα απορρίπτουμε με την πρόφαση της αφέλειας, μπορούμε να είμαστε καλύτεροι άνθρωποι σε ότι αφορά στην ποιότητα που βγάζουμε, όχι στον εαυτό μας, αλλά σίγουρα στους γύρω μας. Μόνο έτσι, με αυτές τις βουτιές μπορούμε να διορθώσουμε τους διπλανούς μας, γιατί μπορεί να τους νιώσουμε στην αφέλεια και στην ακακία της τρυφερότητας που έχει η παιδικότητα. Έτσι, μπορούμε να νιώσουμε όχι μόνο το τι ήμασταν αλλά και το τι θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει αλλά δεν και κυρίως τι θα μπορούσε να είχε γίνει ο διπλανός μας και δεν ελέησε, ζητώντας στ’ όνομα της αγαθότητας που κάποτε όλοι μοιραστήκαμε και γίναμε κοινωνοί, να συγχωρεθούν οι αβλεψίες και οι εσφαλμένες επιλογές από τον όποιο τις καταγράφει, με ειλικρίνεια και απόλυτη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του ζωοδόχου φωτός, γιατί κάτι τέτοιο γίνεται με απόλυτη ανιδιοτέλεια, δίχως την έγνοια για την προσωπική μας σωτηρία, παρά με αγωνία για τις τύχες ενός καλού παιδιού που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε κάποτε, όμως τώρα έχει χαθεί στα δύσβατα μονοπάτια του επαίσχυντου κόσμου της ταυτότητας και των μεγάλων, όπου κυριαρχούν το συφέρο και ο κομπογιαννιτισμός του πρώτου στο χωριό
Χάρηκα που είδα την Αντιόπη να βουτά αμέριμνα στα παιδίκατά της, με τους παιδικούς συνοδοιπόρους να συμμερίζονται τα μακροβούτια αυτά, με γλυκό νόστο. Και είναι όμορφη αυτή η βουτιά στο παρελθόν γιατί σου δίνει ερμηνείες για τις κατευθύνσεις που αργότερα πάρθηκαν, βοηθώντας στην χαρτογράφηση του ΕΙΝΑΙ, καθότι όταν ενσωματώνει στο gps αυτή την ηλικία ο οδικός χάρτης που προκύπτει είναι σαφώς διαφορετικός και απεριόριστα πλουσιότερος σε λεπτομέρειες γιομάτες με γλυκόπικρες ιστορίες βουτηγμένες στα μυστικά και στα ψέματα που οι ίδιοι λέμε στους εαυτούς μας μεγαλώνοντας για να είναι πιο μπορετή η διαβίωση σε ένα εχθρικό και απάνθρωπο, η αλήθεια είναι, περιβάλλον. Πολλές φορές αν έχουμε στο νου μας αυτό το παιδί που ήμασταν κάποτε και τώρα ανερυθρίαστα απορρίπτουμε με την πρόφαση της αφέλειας, μπορούμε να είμαστε καλύτεροι άνθρωποι σε ότι αφορά στην ποιότητα που βγάζουμε, όχι στον εαυτό μας, αλλά σίγουρα στους γύρω μας. Μόνο έτσι, με αυτές τις βουτιές μπορούμε να διορθώσουμε τους διπλανούς μας, γιατί μπορεί να τους νιώσουμε στην αφέλεια και στην ακακία της τρυφερότητας που έχει η παιδικότητα. Έτσι, μπορούμε να νιώσουμε όχι μόνο το τι ήμασταν αλλά και το τι θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει αλλά δεν και κυρίως τι θα μπορούσε να είχε γίνει ο διπλανός μας και δεν ελέησε, ζητώντας στ’ όνομα της αγαθότητας που κάποτε όλοι μοιραστήκαμε και γίναμε κοινωνοί, να συγχωρεθούν οι αβλεψίες και οι εσφαλμένες επιλογές από τον όποιο τις καταγράφει, με ειλικρίνεια και απόλυτη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του ζωοδόχου φωτός, γιατί κάτι τέτοιο γίνεται με απόλυτη ανιδιοτέλεια, δίχως την έγνοια για την προσωπική μας σωτηρία, παρά με αγωνία για τις τύχες ενός καλού παιδιού που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε κάποτε, όμως τώρα έχει χαθεί στα δύσβατα μονοπάτια του επαίσχυντου κόσμου της ταυτότητας και των μεγάλων, όπου κυριαρχούν το συφέρο και ο κομπογιαννιτισμός του πρώτου στο χωριό
Και πείτε μου αν βλέπατε τρεις γιάπηδες που κάνουν
αναζήτηση ριζών στον πρωτογονισμό τον οποίο το μέρος προσφέρει άπλετο, δεν θα
καταλήγατε στο παραπάνω απόφθεγμα που τυχαία αποτελεί και τίτλο της ημέρας?
Είναι καλό για να κάνουμε τις συγκρίσεις μεταξύ άκακου χρονογραφήματος και
εμπρόθετης κακής προαίρεσης να αναλύσουμε τους αγνώστους που τάραξαν τους
ανέμελους λουόμενους με τις άναρθρες κραυγές που προσομοίαζαν τσαμπουκά σε
νερόλακκο μεταξύ γοριλών αντίπαλων οικογενειών. Τρεις τύποι, γύρω στα 40,
μπορεί και λιγότερο, μιλώντας αλλοεθνή γλώσσα (και προφανώς ρωσο – σλάβικα),
που ήθελαν να γυμνίσουν, μα εκόμπλαραν από τα μαγιουδάκια των ντυμένων και όχι
από τα κωλαράκια των υπολοίπων και θεώρησαν, πως εντάξει, αφού εδώ μας έβγαλε ο
Θεός να ξεκαλοκαιριάσουμε, ας κάνουμε και εμείς πως ανήκουμε, πως έχουμε
σχέδιο, πως κάτι θα κάναμε, ακόμη και αν δεν μας έβλεπαν• εδώ ακριβώς έχω και
το πρόβλημα. Είπαμε, επαναλαμβάνω ότι περνώ κρίση μέσης ηλικίας (κυρίως επειδή
ξέρω τι έπεται της ηλικίας αυτής και δεν ξέρω αν σε αυτή την περίπτωση νιώθω
άκαιρα -?- τον φόβο του θανάτου), όμως δεν μου δίνει το δεδομένο αυτό το
δικαίωμα να κράζω τους υπολοίπους που προφανώς δεν περνούν κάτι ανάλογο και την
ψάχνουν, για να κατοχυρώσουν και άλλο, πέραν αυτού της επιλογής φύλου, δικαίωμα:
την επιλογή είδους.
Μια που καθώς φαίνεται ο Άνθρωπος δεν πληροί τις προσδοκίες που ο ίδιος θέτει για τον εαυτό του, εξωραΐζοντας δεδομένα της άγριας φύσης, υπερτονίζοντας την ισορροπία και την αγαθή φύση των ζώων, εξομοιάζοντας εαυτούς με αρκούδες, λύκους και ό,τι άλλο cool μπορείτε να φανταστείτε. Και εδώ έγκειται η σκωπτική διάθεση• θέλετε ποτέ να κάνετε το πρόβατο, να βελάζετε δυνατά μέχρι να σας έρθει ο σφάχτης? Θα σας ήταν ωραίο να υπάρχετε για να φαγωθείτε και τούτο να είναι η επιτυχημένη πλήρωση της αποστολής σας σε αυτό πλανήτη? Όχι και γι αυτό επιλέγονται ιδιαίτερα πάντοτε και δυνατά ζώα, από τους «επιστροφή στην Φύση, – Βρε καλώς τα παιδιά!», όπως θέλω να ονοματίσω τους πυροβολημένους που ασχολούνται όλο τον χρόνο με τα χαρτοφυλάκια τους μόνο και μόνο για να μας επιδειχθούν κάποτε ως ζώα του βουνού, σε μια προσπάθεια όψιμης εξιλέωσης, διαμέσου της αγαθής διάστασης της φύσης, για τα εκτρωματικά εγκλήματα που έχουν κάνει όλο τον χρόνο εις βάρος συνανθρώπων τους. Γι αυτό και επιλέγονται, από τέτοιους ανασφαλείς γιάπηδες που τάχα μου ανακάλυψαν στην φύση άλλοθι και κολυμπήθρα του Σιλωάμ και δή αυτή την φύση, που είναι εκατοντάδες μίλια μακριά από τον τόπο καταγωγής και κατοικίας τους (προφανώς γιατί εδώ δεν τους ξέρουν για να τους πάρουν αμέσως με τα γιαούρτια) μόνο power animals, για να τονιστεί η (αυτό) καταστροφική φύση του Ανθρώπου.
Και αν ο Tyler Durden σκέφτονταν πιγκουίνους και ψώνιζε από το ΙΚΕΑ, δεν συνέβαινε το ίδιο, καθώς φάνηκε, στο alter ego του, που παρουσίασε τον άνθρωπο σαν το απόλυτο power animal αυτής της πλάσης και όχι την αρκούδα, ή το λιοντάρι…Επομένως μείνετε εκεί που σας παίρνει και μην εικάζετε για πράγματα που δεν ξέρετε• πάτε, αν θέλετε, να τα ανακαλύψετε. Είμαι σίγουρος ότι στις παγωμένες στέπες θα βρουν πιο εύκολα το παράδειγμα της Αρκούδας, ζωντανό και πρωτόλειο, έτοιμο να σε κατασπαράξει• γιατί είπαμε, η φύση είναι αγαθή• άκακη όμως δεν είναι. Γνωρίζει τις απειλές και ικανοποιεί τις ορέξεις της, δίχως συναίσθηση της όποιας ανθρώπινης, ουσιαστικά ανήθικης, ηθικής. Επομένως χαρτογιακάδες, από το να ουρλιάζετε κάνοντας τους λύκους, όντας ξενέρωτοι (γιατί αν επρόκειτο για τοξικωμένους θα προσέγγιζα το θέμα με λιγότερο θυμό και περισσότερη κατανόηση) θα σας συμβούλευα να νοικιάσετε μια καλή σειρά National Geographic, να βάλετε τα τρισδιάστατα γυαλιά, να ανοίξετε το home cinema ΣΠΙΤΙ ΣΑΣ• έπειτα, μπορείτε άνετα να περιμένετε είτε την φιλοζωική να έρθει να ενοχλήσει για τυχόν κακοποίηση ζώων του βουνού στα προάστια που πιθανότατα ζείτε, είτε να καταλάβετε πως τελικά, όσο και να το επιθυμείτε, δεν θα γίνετε ποτέ τόσο δυνατοί και απερίσκεπτοι όσο η Αρκούδα• το ζήτημα όμως είναι να γίνεται κάποιο στιγμή ΑΝΘΡΩΠΟΙ, πριν αποικιοκρατικά αρχίσετε, για οιονδήποτε λόγο, να οικειοποιείστε την υπόσταση, την ηθική ακεραιτότητα και ελευθερία άλλων ειδών. Βέβαια εδώ υπάρχει το πρόβλημα της ανδρικής ανικανότητας. Πότε κάνουμε τα λεοντάρια? Συνήθως όταν το πέος στρουθοκαμηλίζει στα κελεύσματα των αιδοίων, ή απλά, άλλων, αλλότριων γεννητικών οργάνων. Πάντως και παρ’ ότι δεν είμαι ρέκτης του θέματος, δεν είμαι σίγουρος αν επιτυγχάνεται στύση με ουρλιαχτά και τσαμπουκάδες στο νερό• στύση επιτυγχάνεται με τριψίματα στο νερό• ρε λες να κάνουν τις άγριες αρκούδες από πάνω και να χαριεντίζονται από κάτω? Χωρίς να γίνονται εκνευριστικότεροι, μετά την τελευταία αυτή σκέψη, αποφάσισα να μην το «αγγίξω» τοιουτοτρόπως το θέμα, όπως δυνητικά έκαναν υποβρυχίως• γιατί καίτοι θα είχε νόημα το όλο σκηνικό, αν επρόκειτο για ξεκάρφωμα σε υποβρύχιο χαμούρεμα, εν τούτοις δεν θέλω να θεωρήσω πως υπάρχουν τόσο κομπλεξικοί άνθρωποι που έπρεπε σώνει και καλά να κάνουν τις αρκούδες μόνο και μόνο για να πιάσουν ο ένας τον πούτσο του αλλουνού. Υπάρχουν και καβάντζες! Επομένως, δεν γαμείς, που προφανώς δεν γαμείς (ούτε καν τον διπλανό σου για να ξεχαρμανιάσεις), δεν πας για ψάρεμα? Και εντάξει για το κλείνουμε, εγώ μπορεί και να καταλάβω πως μαλάκες υπάρχουν παντού• τι να πω στην κόρη μου που σκιαγμένη ρώτησε «αυτοί οι κύριοι γιατί μουγκρίζουν, είναι κρύο το νερό?» Όχι παιδί μου, απάντησα, το νερό είναι ζεστό, μπούζι είναι το μυαλό τους και το «ζεσταίνουν» για να λειτουργήσει, ουρλιάζοντας και πιθηκίζοντας.
Και στο καπάκι, για να γίνουν όλα αυτά πιο έκδηλα εντός μας, είπαμε να επισκεφτούμε τα πραγματικά ζώα που μας δείχνουν (και αυτά) το πόσο λίγοι είμαστε και πόση ακόμη δουλειά θέλουμε για φτάσουμε την πραότητα που εκπέμπουν• κάτι που σίγουρα δεν επιτυγχάνεται με άναρθρες κραυγές. Αντίθετα και μόλις βρεθήκαμε στο γνώριμο καταφύγιο (να θυμίσω καταφύγιο από τους ανθρώπους και την «καλή τους την ψυχή») και αντικρίσαμε τα μεγάλα μάτια των φίλων μας, που κοιτάζουν με αφέλεια μεν, αλλά και με έμφυτη πονηράδα στην ανεύρεση τροφής δε, καταλάβαμε πως πολύ απλά είμαστε ill – equiped που λένε και στο χωριό μου για να «παίξουμε» στο ίδιο επίπεδο μαζί τους. Πολύ απλά γιατί ενώ εμείς απασχολούμαστε με 1000 πράγματα, εκτός από το να ζούμε, τα είδη που δεν έχουν τον πλούτο της επιπλέον σκέψης (που τελικά δύναται από μόνο του να σε εκτρέψει της όποιας τροχιάς θα ήθελες να χαράξεις), ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ακριβώς αυτό και αν δεν είχαν την ατυχία να συναπαντηθούν με άνθρωπο, αυτό και θα έκαναν στο φυσικό και αμόλυντο από ανθρώπινη παρουσία περιβάλλον. Σε σχετική ερώτηση της Κας Μπάρμπαρα για το πώς ακόμη μπορούν οι άνθρωποι να βοηθήσουν σε τέτοια, οικολογικά εν τέλει, θέματα, είχα έτοιμη την απάντηση, όμως δεν την ξεστόμισα γιατί πολύ απλά δεν ήξερα πως θα ερμηνευόταν• γιατί κατά τα άλλα γνωρίζω τι παραπάνω μπορεί να κάνει ο άνθρωπος για να προστατεύσει το περιβάλλον: μπορεί αυτόβουλα και αυτοδίκαια, να εξαλειφθεί….
Μια που καθώς φαίνεται ο Άνθρωπος δεν πληροί τις προσδοκίες που ο ίδιος θέτει για τον εαυτό του, εξωραΐζοντας δεδομένα της άγριας φύσης, υπερτονίζοντας την ισορροπία και την αγαθή φύση των ζώων, εξομοιάζοντας εαυτούς με αρκούδες, λύκους και ό,τι άλλο cool μπορείτε να φανταστείτε. Και εδώ έγκειται η σκωπτική διάθεση• θέλετε ποτέ να κάνετε το πρόβατο, να βελάζετε δυνατά μέχρι να σας έρθει ο σφάχτης? Θα σας ήταν ωραίο να υπάρχετε για να φαγωθείτε και τούτο να είναι η επιτυχημένη πλήρωση της αποστολής σας σε αυτό πλανήτη? Όχι και γι αυτό επιλέγονται ιδιαίτερα πάντοτε και δυνατά ζώα, από τους «επιστροφή στην Φύση, – Βρε καλώς τα παιδιά!», όπως θέλω να ονοματίσω τους πυροβολημένους που ασχολούνται όλο τον χρόνο με τα χαρτοφυλάκια τους μόνο και μόνο για να μας επιδειχθούν κάποτε ως ζώα του βουνού, σε μια προσπάθεια όψιμης εξιλέωσης, διαμέσου της αγαθής διάστασης της φύσης, για τα εκτρωματικά εγκλήματα που έχουν κάνει όλο τον χρόνο εις βάρος συνανθρώπων τους. Γι αυτό και επιλέγονται, από τέτοιους ανασφαλείς γιάπηδες που τάχα μου ανακάλυψαν στην φύση άλλοθι και κολυμπήθρα του Σιλωάμ και δή αυτή την φύση, που είναι εκατοντάδες μίλια μακριά από τον τόπο καταγωγής και κατοικίας τους (προφανώς γιατί εδώ δεν τους ξέρουν για να τους πάρουν αμέσως με τα γιαούρτια) μόνο power animals, για να τονιστεί η (αυτό) καταστροφική φύση του Ανθρώπου.
Και αν ο Tyler Durden σκέφτονταν πιγκουίνους και ψώνιζε από το ΙΚΕΑ, δεν συνέβαινε το ίδιο, καθώς φάνηκε, στο alter ego του, που παρουσίασε τον άνθρωπο σαν το απόλυτο power animal αυτής της πλάσης και όχι την αρκούδα, ή το λιοντάρι…Επομένως μείνετε εκεί που σας παίρνει και μην εικάζετε για πράγματα που δεν ξέρετε• πάτε, αν θέλετε, να τα ανακαλύψετε. Είμαι σίγουρος ότι στις παγωμένες στέπες θα βρουν πιο εύκολα το παράδειγμα της Αρκούδας, ζωντανό και πρωτόλειο, έτοιμο να σε κατασπαράξει• γιατί είπαμε, η φύση είναι αγαθή• άκακη όμως δεν είναι. Γνωρίζει τις απειλές και ικανοποιεί τις ορέξεις της, δίχως συναίσθηση της όποιας ανθρώπινης, ουσιαστικά ανήθικης, ηθικής. Επομένως χαρτογιακάδες, από το να ουρλιάζετε κάνοντας τους λύκους, όντας ξενέρωτοι (γιατί αν επρόκειτο για τοξικωμένους θα προσέγγιζα το θέμα με λιγότερο θυμό και περισσότερη κατανόηση) θα σας συμβούλευα να νοικιάσετε μια καλή σειρά National Geographic, να βάλετε τα τρισδιάστατα γυαλιά, να ανοίξετε το home cinema ΣΠΙΤΙ ΣΑΣ• έπειτα, μπορείτε άνετα να περιμένετε είτε την φιλοζωική να έρθει να ενοχλήσει για τυχόν κακοποίηση ζώων του βουνού στα προάστια που πιθανότατα ζείτε, είτε να καταλάβετε πως τελικά, όσο και να το επιθυμείτε, δεν θα γίνετε ποτέ τόσο δυνατοί και απερίσκεπτοι όσο η Αρκούδα• το ζήτημα όμως είναι να γίνεται κάποιο στιγμή ΑΝΘΡΩΠΟΙ, πριν αποικιοκρατικά αρχίσετε, για οιονδήποτε λόγο, να οικειοποιείστε την υπόσταση, την ηθική ακεραιτότητα και ελευθερία άλλων ειδών. Βέβαια εδώ υπάρχει το πρόβλημα της ανδρικής ανικανότητας. Πότε κάνουμε τα λεοντάρια? Συνήθως όταν το πέος στρουθοκαμηλίζει στα κελεύσματα των αιδοίων, ή απλά, άλλων, αλλότριων γεννητικών οργάνων. Πάντως και παρ’ ότι δεν είμαι ρέκτης του θέματος, δεν είμαι σίγουρος αν επιτυγχάνεται στύση με ουρλιαχτά και τσαμπουκάδες στο νερό• στύση επιτυγχάνεται με τριψίματα στο νερό• ρε λες να κάνουν τις άγριες αρκούδες από πάνω και να χαριεντίζονται από κάτω? Χωρίς να γίνονται εκνευριστικότεροι, μετά την τελευταία αυτή σκέψη, αποφάσισα να μην το «αγγίξω» τοιουτοτρόπως το θέμα, όπως δυνητικά έκαναν υποβρυχίως• γιατί καίτοι θα είχε νόημα το όλο σκηνικό, αν επρόκειτο για ξεκάρφωμα σε υποβρύχιο χαμούρεμα, εν τούτοις δεν θέλω να θεωρήσω πως υπάρχουν τόσο κομπλεξικοί άνθρωποι που έπρεπε σώνει και καλά να κάνουν τις αρκούδες μόνο και μόνο για να πιάσουν ο ένας τον πούτσο του αλλουνού. Υπάρχουν και καβάντζες! Επομένως, δεν γαμείς, που προφανώς δεν γαμείς (ούτε καν τον διπλανό σου για να ξεχαρμανιάσεις), δεν πας για ψάρεμα? Και εντάξει για το κλείνουμε, εγώ μπορεί και να καταλάβω πως μαλάκες υπάρχουν παντού• τι να πω στην κόρη μου που σκιαγμένη ρώτησε «αυτοί οι κύριοι γιατί μουγκρίζουν, είναι κρύο το νερό?» Όχι παιδί μου, απάντησα, το νερό είναι ζεστό, μπούζι είναι το μυαλό τους και το «ζεσταίνουν» για να λειτουργήσει, ουρλιάζοντας και πιθηκίζοντας.
Και στο καπάκι, για να γίνουν όλα αυτά πιο έκδηλα εντός μας, είπαμε να επισκεφτούμε τα πραγματικά ζώα που μας δείχνουν (και αυτά) το πόσο λίγοι είμαστε και πόση ακόμη δουλειά θέλουμε για φτάσουμε την πραότητα που εκπέμπουν• κάτι που σίγουρα δεν επιτυγχάνεται με άναρθρες κραυγές. Αντίθετα και μόλις βρεθήκαμε στο γνώριμο καταφύγιο (να θυμίσω καταφύγιο από τους ανθρώπους και την «καλή τους την ψυχή») και αντικρίσαμε τα μεγάλα μάτια των φίλων μας, που κοιτάζουν με αφέλεια μεν, αλλά και με έμφυτη πονηράδα στην ανεύρεση τροφής δε, καταλάβαμε πως πολύ απλά είμαστε ill – equiped που λένε και στο χωριό μου για να «παίξουμε» στο ίδιο επίπεδο μαζί τους. Πολύ απλά γιατί ενώ εμείς απασχολούμαστε με 1000 πράγματα, εκτός από το να ζούμε, τα είδη που δεν έχουν τον πλούτο της επιπλέον σκέψης (που τελικά δύναται από μόνο του να σε εκτρέψει της όποιας τροχιάς θα ήθελες να χαράξεις), ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ακριβώς αυτό και αν δεν είχαν την ατυχία να συναπαντηθούν με άνθρωπο, αυτό και θα έκαναν στο φυσικό και αμόλυντο από ανθρώπινη παρουσία περιβάλλον. Σε σχετική ερώτηση της Κας Μπάρμπαρα για το πώς ακόμη μπορούν οι άνθρωποι να βοηθήσουν σε τέτοια, οικολογικά εν τέλει, θέματα, είχα έτοιμη την απάντηση, όμως δεν την ξεστόμισα γιατί πολύ απλά δεν ήξερα πως θα ερμηνευόταν• γιατί κατά τα άλλα γνωρίζω τι παραπάνω μπορεί να κάνει ο άνθρωπος για να προστατεύσει το περιβάλλον: μπορεί αυτόβουλα και αυτοδίκαια, να εξαλειφθεί….
Είναι από τις μέρες που μιλάν καλύτερα τα μάτια
παρά τα λόγια. Εκκινώντας από το γνωμικό ότι τίποτα αξιόλογο δεν είναι και ποτέ
εύκολο, αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό που η ομάδα ανακήρυξε καλύτερη ημέρα της
παραμονής μας στον Κομμό, χωρίς όμως να καθόμαστε τελικά στον Κομμό. Δηλαδή η
καλύτερη ημέρα των φετινών διακοπών μας στον Κομμό, ήταν εκείνη που φύγαμε από
τον Κομμό….Αυτό μου κάνει σε πρόβλημα δεδομένου ότι έχω αναγάγει τον τόπο σε
αποδραστήριο και εν τούτοις, καταλήγω πως η καλύτερη ημέρα ήταν μακριά
του…Πέραν της σχιζοφρένειας που μας επιδείχθηκε πολλάκις και ποικιλοτρόπως στο
μονοήμερο μας περίπατο, στην αλχημιστική κατάνυξη του αγιοφάραγγου, πρέπει να
κρατήσουμε και τους συμβολισμούς, τα σημάδια, αλλά και τις επιπτώσεις κάθε φορά
που η γκρίνια αποδεικνύεται δυνατότερη απ’ όλα τα κελιά• και όπου κελιά βάλτε
οιονδήποτε περιορισμό, τύπου «πρέπει» ή «θέλω». «Μα μιλάς με γρίφους γέροντα»
που θα’ λεγες και συ Κυρα Σούλα μου. Ας τα πάρουμε από την αρχή….Στην αρχή ήταν
οι δεινόσαυροι και εκατομμύρια χρόνια μετά ήρθε ο Kokdi και οι συν αυτώ για να
πάνε να την ανακαλύψουν. «Κάτσε καλά Γεράσιμε», που έλεγε και η μαθητιώσα
κάποια στιγμή στα τελειώματα της δεκαετίας του 90, νεολαία…Ποια Αρχή πήγατε να
ανακαλύψετε που ακόμη δεν έχετε βγάλει το κεφάλι από τον κώλο σας?? Θα μπορούσε
να είναι μια απορία σου Κυρα Σουλά μου. Αλλά μην γελάς, ούτε εμείς πήγαμε να
την ανακαλύψουμε• απλά μας αποκαλύφθηκε μόνη της. Θέλαμε και εμείς να την δούμε
γι αυτό και συνέβη. Η επιμονή για ταξίδια ξέρετε δεν είναι δική μου• τουναντίον
όσο με προγκάνε να κουνηθώ τόσο απρόθυμα δέχομαι την κάθε κίνηση ακόμη και αν
δεν είναι δική μου. Πως το λένε, όταν αράζω, θέλω να αράζει και η φύση γύρω
μου. Όταν το μυαλό όμως είναι αλλού είναι μάταιο μερικές φορές (αν όχι όλες) να
εναντιώνεσαι όχι τόσο σε αυτή την φασιστική δημοκρατικότητα της πλειοψηφίας,
όσο στην επιθυμία του διπλανού να μην συμπορεύεται με την ακινησία και την
ομοιόσταση που κάποια στιγμή (που θα πάει) θα προσφερθεί με τρόπο
αντικειμενικό, με τρόπο δηλαδή αδύνατο να καταρριφθεί. Η γκρίνια εναντίον της
κίνησης (ή και γενικώς αν θέλετε), θα μπορούσε, σε ένα πλασματικό παράλληλο
σύμπαν, να αποτελεί το υπερ-όπλο μου• για καλό και για κακό. Δεν ξέρω αν θα
ήμουν ήρωας ή arch-villain με τέτοια αδιαμφισβήτητα απ’ όλο τον
περίγυρο μου «εφόδια»• είναι όμως, μέσα στην δύναμη τους, περισσότερο θηλυπρεπείς
απ’ ότι το φύλο μου θα επιθυμούσε• ή περισσότερο γυναικοκεντρική αν επιθυμείτε•
κ μπορείτε να πείτε, «είναι φαλλοκράτης αυτός και τα λέει αυτά». Αλλά πέραν του
προφανούς, ότι δηλαδή πρέπει να κρατώ τον φαλλό μου για διάφορες ανθρώπινες
λειτουργίες (αυνανισμός, ενούρηση, κ.ο.κ.) δεν έχω οιαδήποτε άλλη σχέση με τον
Κύριο αυτό, όσο και να μου λέει κάτι το όνομα. Γι αυτό λέω, με την τύχη μου,
ήμουν πρώτα γυναίκα• στον Μεσαίωνα, όταν τις έκαιγαν, γιατί κοίταζαν πονηρά
τάχα μου, έναν λουκουμά και ουχί αυτόν που τον πουλούσε.
Παρ’ όλα ταύτα η γκρίνια που λυγίζει κουτάλια, σαν τον Γιούρι τον Γκέλλερ και σπάει τον τσαμπουκά (για να μην πω κάτι άλλο βαρύτερο, πιο εύστοχο όμως, ως φαίνεται) όσων την υπομένουν, βαπτίζεται από τους λοιπούς φαλλοκράτες και ουχί από εμένα, υπερδύναμη που θα ταίριαζε στην Ζήνα και στην Wonder Woman, λόγω φύλου, έστω για μια φορά τον μήνα διάολε και όχι βέβαια στον Σταρκ ή στον Γουέιν (τι λόγια είναι αυτά), σε οποιαδήποτε στιγμή του μήνα να προσθέσω εγώ. Για να μην μπερδευτείτε παραπάνω βάζω τις κρυπτό – ομοφυλοφιλικές μου σκέψεις στη…ντουλάπα. Εκκινώντας λοιπόν από την ανυπέρβλητη γκρίνια μου για την ΜΗ – κίνηση, εν αντιθέσει με τους λοιπούς που ψάχνονται για περιπέτεια, υπήρξε, μπορώ να πω επαρκής προετοιμασία χωρίς ανταποδοτικά δωράκια, μα με λελογισμένη σκέψη, που επέβαλε «για το καλό των διακοπών» μια τουλάχιστον εκδρομή στο δεκαήμερο. Τι λέγαμε πριν για την καβάντζα? Αλλά ας σταματήσω με την γκρίνια κ ας εκθειάσω τα φαινόμενα που μπορεί σχεδόν πάντα να απατούν, μα φαίνεται πως στην περίπτωση μας, απάτησαν τους άλλους και όχι εμάς, που είχαμε την τύχη, από κοινού, να βιώσουμε πως όλα μπορούν να υπάρξουν….ανάποδα!
Από λάθος υπολογισμό παρκάραμε 2 με 3 χιλιόμετρα από εκεί που σταμάταγε ο δρόμος. Και όταν αυτό το λάθος συμβαίνει με τον Mr. Γκρίνια πλάι σου, με 40 βαθμούς υπό σκιάν και με αρκετά χιλιόμετρα πεζοπορίας άνευ σκιάς τότε μάλλον πρέπει να προσέχεις….Το παιδί μας ανιχνεύοντας την δυναμική τα’ βαλε με την μάνα του, εγώ με την τύχη μου που έχω ταξιδιάρική παρέα, η παρέα με εμένα που θα γκρίνιάζα με το παραμικρό πόσο μάλλον τώρα που είχα προφανώς δίκιο, αλλά όπως λέει ο Πορτοκάλογλου (κ νωρίτερα από αυτόν οι Όμηρος και Καβάφης, αλλά ποιος τους ξέρει τώρα αυτούς τους Ομηροκαβάφηδες?) εδώ είναι το ταξίδι. Που να το δει ο κομπλεξικός θα πεις Κυρα Σούλα μου• και δίκιο θα’ χεις, μόνο που η έκπληξη ήτο γενική και δεν περιορίστηκε στο «βούλωσε το!» της εμπειρίας. Η είσοδος στο «θεματικό πάρκο» που αποδείχθηκε το αγιοφάραγγο ήταν απίστευτα δροσιστικό και όπως φαίνεται αυτό που θα χρειαζόμασταν μέχρι και το τέλος της ημέρας. Σκεφτείτε λοιπόν 5 κάθιδρους να στρίβουν και να βλέπουν βροχή στην πέτρα, ουράνιο τόξο στη σκόνη, ανακούφιση στο «μαγαζί» που όπως διατείνονταν αποτελούσε το τελευταίο πολιτισμικό κέντρο πριν τη Λιβύη, δηλώνοντας ευθαρσώς πως όνομα του ήταν το ιδιαίτερα θρασύ αλλά εξόχως πετυχημένο και εναρμονισμένο με την διάθεση τύπου "Fuck U I won't do what you've told me" , δηλαδή:
Kαι μπορεί οι Έλληνες να ψαρώνουν με το θράσος του ιδιοκτήτη, ή με το μέγεθος
αυτών που πρέπει να κουνήσεις, ή και με όλα τα παραπάνω, όμως οι Σέρβοι ξέρουν
την αλήθεια και χασκογελούν. Οι Εβραίοι όμως που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή
ακόμη έχουν να το λένε στην πατρίδα τους στο Τελ Αβίβ ότι 2-3 τύποι στην μέση
του πουθενά τους κόψανε γι αυτό που είναι παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες
απόκρυψης της καταγωγής τους (μιλώντας άπταιστα Αμερικάνικα) και παρ’ όλα ταύτα
δεν τους πήραν με τις πέτρες, όπως προφανώς φοβόντουσαν• αν κρίνω ορθά από την
αντίδραση τους στην μαντεψιά μας. Προφανώς όλα είχαν γυρίσει ανάποδα.. Στην
είσοδο του Αγιοφάραγγου που μας
καλωσόριζε σε κάνα δυάρι χιλιόμετρα επιπλέον πεζοπορίας σε πέτρες, αυτή την
φορά και όχι σε, και καλά, στρωμένο για αυτοκίνητα δρόμο, όλα έδειχναν το σέβας
της εξουσίας απέναντι σε μάρτυρες κουνουποφάγους που αγριεμένοι από την μοναξιά
έβγαζαν πύρινους λόγους για το πόσο πολύ, το ύψιστο δημιούργημα του Θεού, είναι
ανάξιο Του. Το μονοπάτι όσο πήγαινε και ευκόλαινε, ο ήλιος δεν έφτανε να
πυρώσει τις πέτρες κάτω μας, ούτε τα κεφάλια πάνω μας και όσο δήθεν έπεφτε
ανέβαινε στο νου μου λαμπρότερος και όχι ακόμη πιο τυραννικός και ανελέητος.
Είναι λες και ο Γιάχβε να έδινε την θέση του στο Φως της δυαδικότητας και στις
σεβάσμιες φιγούρες που βλέπουν στους αντιπάλους τους, το ίδιο και επιλέγουν να
πράξουν υπέρ αυτού που θέλουν να σώσουν μέσα τους…
Η εκκλησιά, το καταφύγιο οι νυχτερίδες, τα κουφώματα των Αγαρηνών οι απολιθωμένες φιγούρες πάνω στον βράχο άλλοτε να σου δείχνουν τον Καζαντζάκη σαν σε νεολογισμό των Αρχαίων και άλλοτε τον Σάτυρο και ίσως ακόμη πιο απόκοσμα πλάσματα του Σκότους που κατοικοεδρεύουν στα κουφάρια της γης ανά τους αιώνες περιμένοντας το Κάλεσμα ή το φυσικό τέλος. Οι κατσίκες ανέμελες δεν γνωρίζουν την μοίρα τους και έρχονται περιστασιακά να ποτιστούν από τα πλάσματα που, άθελα τους, κάποια στιγμή, θα επισπεύσουν κάποια στιγμή, τον θάνατο τους. Και όμως η πλάση είναι σε μια αρμονία δίχως τις ορμές, τις έξεις, τα ένστικτα και τον Λόγο. Και η αντιφατικότητα προβαίνει νικήτρια όταν αυθόρμητα αναγνωρίζεις πως το αναμφισβήτητο φυσικό σου προσόν έναντι των άλλων ειδών, είναι αυτό που στην ουσία σε καταδικάζει στην μετριότητα του κοντόφθαλμου ανταγωνισμού και στην χυδαιότητα των πράξεων της αγοράς, με την διαστρεβλωμένη της έννοια• γιατί αλίμονο, από τότε που η αγορά μετατράπηκε από χώρο συγχρωτισμού σε χώρο πλουτισμού χάσαμε όποια πιθανότητα είχαμε να συνυπάρξουμε με αμοιβαίο σεβασμό• την όποια πιθανότητα είχαμε να κάνουμε κάτι πραγματικά υπερβατικό, κάτι πιο ταιριαστό στο αναμφισβήτητο όπλο που μας καταδικάζει.
Η θάλασσα αποδεικνύεται καθαρότερη μεν πιο κρύα δε, ο θερμοστάτης δεν δούλευε, όπως και τα υπόλοιπα κομμάτια των αισθήσεων που μαυλισμένων, καθώς υπήρξαν, αντιλαμβάνονταν το δείλι για Ανατολή και το ηλιόγερμα για Ηλίου Ανάβαση. Καθώς το σκοτάδι έπεφτε ήμασταν αναγκαστικά στον δρόμο της επιστροφής, γιατί που να φέρεις εφόδια για μακροημέρευση σ’ ένα τόπο που έμοιαζε πως όσο έβγαινες, σου φαίνονταν να μπαίνεις και το αντίθετο, σ’ ένα τόπο που οι νυχτερίδες πετούσαν σε σμήνη για να χαιρετήσουν το σκοτάδι από …ψηλά και ενώ ο τόπος μας καλούσε να κάτσουμε με όλη εκείνη την υπερβατικότητα ενός Σινά, η διπολική μου διαταραχή έβλεπε γιορτινό καλωσόρισμα σε ένα τόπο υπέρλαμπρα ερεβώδες• από μύριες ψυχές που ψάχνανε τον Διάολο και βρήκαν ακριβώς αυτό, που ψάχναν τον Θεό και βρήκαν τον Διάολο τους• από ψυχές που δεν τα καταφέρανε νομίζουνε, να τον προσεγγίσουν και όμως αποτελούν απτό κομμάτι της έκφανσης του, της επαφής του με το φθαρτό, το οποίο, ενώ νομίζει πως τα βλέπει όλα, δεν βλέπει παρά μόνο όσα, τον βοηθούν να προχωρήσει• ένα βήμα μόνο και αυτό, την κάθε φορά. Και όμως• όσο και αν φοβόμουν πως όλες οι σχηματοποιημένες στο μυαλό μου, κλεψύδρες τέλειωναν την άμμο τους επάνω μας, ήμουν εν τέλει σίγουρος πως θα ξαναυπήρχαμε το πρωί στην κορυφή της. Σώοι από το περιβάλλον που, επειδή δεν πήγαμε δα και γυρεύοντας, αυτάρεσκα μας επιδεικνύονταν, τόσο έκδηλα, που ακόμα και εμείς, με την πεπερασμένη αντίληψη, μπορούσαμε εύκολα να αισθανθούμε.
Το ίδιο συνέβη και με την σπείρα, μια ματαιόπονη, φαινομενικά, άσκηση, προσεκτικά τοποθετημένη, γύρω από μια σοφή ελιά, που διέθετε περισσότερα ανοίγματα, παρά ξύλο στο σεβάσμιο σώμα της• και όμως, ο σπειροειδής λαβύρινθος άθελα του, μας έβαλε σε mantra να τον περπατήσουμε και συνάμα να εστιάσουμε στο παιχνίδι, στην χαρά, στην κίνηση, στην κοινή εκκίνηση και στον κοινό προορισμό, ασχέτως χρόνου• αποδεικνύοντας μας έτσι, με ένα μάλλον περιπαικτικό τρόπο, ή ίσως με έναν βουδιστικό ντετερμινισμό, την σπουδαιότητα, παρά τα φαινόμενα, της άσκησης που μας υπέβαλαν, τόσο το σχήμα όσο και ο σχεδιαστής του.. Στην έξοδο και ενώ το φως μας είχε χαιρετίσει από ώρα και παρ’ όλο που εμείς τα βλέπαμε ακόμη λαμπρά, χρειαζόμαστε ένα διάλειμμα. «Διάλειμμα στο σκοτάδι?» θα πεις• και όμως αφού όλα είχαν γυρίσει ανάποδα ήταν η ώρα της συγκυρίας να στερήσει από τον Mr. Γκρίνια την τελευταία του προσπάθεια να χαλάσει μια, κατά τ’ άλλα, πλούσια σουρεαλιστική μέρα, με την δικαιολογημένη ενόχληση που 4 χιλιόμετρα πεζοπορίας στο σκοτάδι με αμολυτά μαντρόσκυλα εγγυούνται. Γιατί εκείνη την ώρα σχόλαγε ο KUNA MUTA και απολύτως φυσιολογικά μας είπε «θέτε μήπως να σας πετάξω μέχρι το αυτοκίνητο???» Κάγκελό ο Mr. Γκρίνιας! Είπαμε, σε έναν τόπο μέσα στον καθρέφτη της Εδέμ, το κακό, όσο κακό και αν φαίνεται δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το αντίθετο του• άρα, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Άσε, που όταν καταλήγεις από μια προοπτική επισφαλούς πεζοπορίας 3-4 χιλιομέτρων στα σκοτάδια, σε μια διασκεδαστική βόλτα με τρενάκι (καρότσα, μην τρελαθούμε κιόλας) υπό το σεληνόφως, δεν μπορείς να μην επισκεφθείς τα παιδίκατα σου και άρα να μην ξαναγλυκαθείς με νόστο για όσα υπήρξαν (ακόμη και όσα δεν γνώρισες• γνωρίζεις όμως ότι υπήρξαν)• άσε που είχαμε μαζί μας και έναν μικρό άνθρωπο και ίσως, ενάντια στα θέλω μας και παρά την καλύτερη μας πρόθεση, ο άνθρωπος αυτός, μπορεί και να βίωσε μια τέτοια θύμηση, στην οποία θα μπορεί να ανατρέχει στο μακρινό μέλλον, με τον ίδιο γλυκόπικρο νόστο… Αξία ανεκτίμητη.
Παρ’ όλα ταύτα η γκρίνια που λυγίζει κουτάλια, σαν τον Γιούρι τον Γκέλλερ και σπάει τον τσαμπουκά (για να μην πω κάτι άλλο βαρύτερο, πιο εύστοχο όμως, ως φαίνεται) όσων την υπομένουν, βαπτίζεται από τους λοιπούς φαλλοκράτες και ουχί από εμένα, υπερδύναμη που θα ταίριαζε στην Ζήνα και στην Wonder Woman, λόγω φύλου, έστω για μια φορά τον μήνα διάολε και όχι βέβαια στον Σταρκ ή στον Γουέιν (τι λόγια είναι αυτά), σε οποιαδήποτε στιγμή του μήνα να προσθέσω εγώ. Για να μην μπερδευτείτε παραπάνω βάζω τις κρυπτό – ομοφυλοφιλικές μου σκέψεις στη…ντουλάπα. Εκκινώντας λοιπόν από την ανυπέρβλητη γκρίνια μου για την ΜΗ – κίνηση, εν αντιθέσει με τους λοιπούς που ψάχνονται για περιπέτεια, υπήρξε, μπορώ να πω επαρκής προετοιμασία χωρίς ανταποδοτικά δωράκια, μα με λελογισμένη σκέψη, που επέβαλε «για το καλό των διακοπών» μια τουλάχιστον εκδρομή στο δεκαήμερο. Τι λέγαμε πριν για την καβάντζα? Αλλά ας σταματήσω με την γκρίνια κ ας εκθειάσω τα φαινόμενα που μπορεί σχεδόν πάντα να απατούν, μα φαίνεται πως στην περίπτωση μας, απάτησαν τους άλλους και όχι εμάς, που είχαμε την τύχη, από κοινού, να βιώσουμε πως όλα μπορούν να υπάρξουν….ανάποδα!
Από λάθος υπολογισμό παρκάραμε 2 με 3 χιλιόμετρα από εκεί που σταμάταγε ο δρόμος. Και όταν αυτό το λάθος συμβαίνει με τον Mr. Γκρίνια πλάι σου, με 40 βαθμούς υπό σκιάν και με αρκετά χιλιόμετρα πεζοπορίας άνευ σκιάς τότε μάλλον πρέπει να προσέχεις….Το παιδί μας ανιχνεύοντας την δυναμική τα’ βαλε με την μάνα του, εγώ με την τύχη μου που έχω ταξιδιάρική παρέα, η παρέα με εμένα που θα γκρίνιάζα με το παραμικρό πόσο μάλλον τώρα που είχα προφανώς δίκιο, αλλά όπως λέει ο Πορτοκάλογλου (κ νωρίτερα από αυτόν οι Όμηρος και Καβάφης, αλλά ποιος τους ξέρει τώρα αυτούς τους Ομηροκαβάφηδες?) εδώ είναι το ταξίδι. Που να το δει ο κομπλεξικός θα πεις Κυρα Σούλα μου• και δίκιο θα’ χεις, μόνο που η έκπληξη ήτο γενική και δεν περιορίστηκε στο «βούλωσε το!» της εμπειρίας. Η είσοδος στο «θεματικό πάρκο» που αποδείχθηκε το αγιοφάραγγο ήταν απίστευτα δροσιστικό και όπως φαίνεται αυτό που θα χρειαζόμασταν μέχρι και το τέλος της ημέρας. Σκεφτείτε λοιπόν 5 κάθιδρους να στρίβουν και να βλέπουν βροχή στην πέτρα, ουράνιο τόξο στη σκόνη, ανακούφιση στο «μαγαζί» που όπως διατείνονταν αποτελούσε το τελευταίο πολιτισμικό κέντρο πριν τη Λιβύη, δηλώνοντας ευθαρσώς πως όνομα του ήταν το ιδιαίτερα θρασύ αλλά εξόχως πετυχημένο και εναρμονισμένο με την διάθεση τύπου "Fuck U I won't do what you've told me" , δηλαδή:
Η εκκλησιά, το καταφύγιο οι νυχτερίδες, τα κουφώματα των Αγαρηνών οι απολιθωμένες φιγούρες πάνω στον βράχο άλλοτε να σου δείχνουν τον Καζαντζάκη σαν σε νεολογισμό των Αρχαίων και άλλοτε τον Σάτυρο και ίσως ακόμη πιο απόκοσμα πλάσματα του Σκότους που κατοικοεδρεύουν στα κουφάρια της γης ανά τους αιώνες περιμένοντας το Κάλεσμα ή το φυσικό τέλος. Οι κατσίκες ανέμελες δεν γνωρίζουν την μοίρα τους και έρχονται περιστασιακά να ποτιστούν από τα πλάσματα που, άθελα τους, κάποια στιγμή, θα επισπεύσουν κάποια στιγμή, τον θάνατο τους. Και όμως η πλάση είναι σε μια αρμονία δίχως τις ορμές, τις έξεις, τα ένστικτα και τον Λόγο. Και η αντιφατικότητα προβαίνει νικήτρια όταν αυθόρμητα αναγνωρίζεις πως το αναμφισβήτητο φυσικό σου προσόν έναντι των άλλων ειδών, είναι αυτό που στην ουσία σε καταδικάζει στην μετριότητα του κοντόφθαλμου ανταγωνισμού και στην χυδαιότητα των πράξεων της αγοράς, με την διαστρεβλωμένη της έννοια• γιατί αλίμονο, από τότε που η αγορά μετατράπηκε από χώρο συγχρωτισμού σε χώρο πλουτισμού χάσαμε όποια πιθανότητα είχαμε να συνυπάρξουμε με αμοιβαίο σεβασμό• την όποια πιθανότητα είχαμε να κάνουμε κάτι πραγματικά υπερβατικό, κάτι πιο ταιριαστό στο αναμφισβήτητο όπλο που μας καταδικάζει.
Η θάλασσα αποδεικνύεται καθαρότερη μεν πιο κρύα δε, ο θερμοστάτης δεν δούλευε, όπως και τα υπόλοιπα κομμάτια των αισθήσεων που μαυλισμένων, καθώς υπήρξαν, αντιλαμβάνονταν το δείλι για Ανατολή και το ηλιόγερμα για Ηλίου Ανάβαση. Καθώς το σκοτάδι έπεφτε ήμασταν αναγκαστικά στον δρόμο της επιστροφής, γιατί που να φέρεις εφόδια για μακροημέρευση σ’ ένα τόπο που έμοιαζε πως όσο έβγαινες, σου φαίνονταν να μπαίνεις και το αντίθετο, σ’ ένα τόπο που οι νυχτερίδες πετούσαν σε σμήνη για να χαιρετήσουν το σκοτάδι από …ψηλά και ενώ ο τόπος μας καλούσε να κάτσουμε με όλη εκείνη την υπερβατικότητα ενός Σινά, η διπολική μου διαταραχή έβλεπε γιορτινό καλωσόρισμα σε ένα τόπο υπέρλαμπρα ερεβώδες• από μύριες ψυχές που ψάχνανε τον Διάολο και βρήκαν ακριβώς αυτό, που ψάχναν τον Θεό και βρήκαν τον Διάολο τους• από ψυχές που δεν τα καταφέρανε νομίζουνε, να τον προσεγγίσουν και όμως αποτελούν απτό κομμάτι της έκφανσης του, της επαφής του με το φθαρτό, το οποίο, ενώ νομίζει πως τα βλέπει όλα, δεν βλέπει παρά μόνο όσα, τον βοηθούν να προχωρήσει• ένα βήμα μόνο και αυτό, την κάθε φορά. Και όμως• όσο και αν φοβόμουν πως όλες οι σχηματοποιημένες στο μυαλό μου, κλεψύδρες τέλειωναν την άμμο τους επάνω μας, ήμουν εν τέλει σίγουρος πως θα ξαναυπήρχαμε το πρωί στην κορυφή της. Σώοι από το περιβάλλον που, επειδή δεν πήγαμε δα και γυρεύοντας, αυτάρεσκα μας επιδεικνύονταν, τόσο έκδηλα, που ακόμα και εμείς, με την πεπερασμένη αντίληψη, μπορούσαμε εύκολα να αισθανθούμε.
Το ίδιο συνέβη και με την σπείρα, μια ματαιόπονη, φαινομενικά, άσκηση, προσεκτικά τοποθετημένη, γύρω από μια σοφή ελιά, που διέθετε περισσότερα ανοίγματα, παρά ξύλο στο σεβάσμιο σώμα της• και όμως, ο σπειροειδής λαβύρινθος άθελα του, μας έβαλε σε mantra να τον περπατήσουμε και συνάμα να εστιάσουμε στο παιχνίδι, στην χαρά, στην κίνηση, στην κοινή εκκίνηση και στον κοινό προορισμό, ασχέτως χρόνου• αποδεικνύοντας μας έτσι, με ένα μάλλον περιπαικτικό τρόπο, ή ίσως με έναν βουδιστικό ντετερμινισμό, την σπουδαιότητα, παρά τα φαινόμενα, της άσκησης που μας υπέβαλαν, τόσο το σχήμα όσο και ο σχεδιαστής του.. Στην έξοδο και ενώ το φως μας είχε χαιρετίσει από ώρα και παρ’ όλο που εμείς τα βλέπαμε ακόμη λαμπρά, χρειαζόμαστε ένα διάλειμμα. «Διάλειμμα στο σκοτάδι?» θα πεις• και όμως αφού όλα είχαν γυρίσει ανάποδα ήταν η ώρα της συγκυρίας να στερήσει από τον Mr. Γκρίνια την τελευταία του προσπάθεια να χαλάσει μια, κατά τ’ άλλα, πλούσια σουρεαλιστική μέρα, με την δικαιολογημένη ενόχληση που 4 χιλιόμετρα πεζοπορίας στο σκοτάδι με αμολυτά μαντρόσκυλα εγγυούνται. Γιατί εκείνη την ώρα σχόλαγε ο KUNA MUTA και απολύτως φυσιολογικά μας είπε «θέτε μήπως να σας πετάξω μέχρι το αυτοκίνητο???» Κάγκελό ο Mr. Γκρίνιας! Είπαμε, σε έναν τόπο μέσα στον καθρέφτη της Εδέμ, το κακό, όσο κακό και αν φαίνεται δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το αντίθετο του• άρα, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Άσε, που όταν καταλήγεις από μια προοπτική επισφαλούς πεζοπορίας 3-4 χιλιομέτρων στα σκοτάδια, σε μια διασκεδαστική βόλτα με τρενάκι (καρότσα, μην τρελαθούμε κιόλας) υπό το σεληνόφως, δεν μπορείς να μην επισκεφθείς τα παιδίκατα σου και άρα να μην ξαναγλυκαθείς με νόστο για όσα υπήρξαν (ακόμη και όσα δεν γνώρισες• γνωρίζεις όμως ότι υπήρξαν)• άσε που είχαμε μαζί μας και έναν μικρό άνθρωπο και ίσως, ενάντια στα θέλω μας και παρά την καλύτερη μας πρόθεση, ο άνθρωπος αυτός, μπορεί και να βίωσε μια τέτοια θύμηση, στην οποία θα μπορεί να ανατρέχει στο μακρινό μέλλον, με τον ίδιο γλυκόπικρο νόστο… Αξία ανεκτίμητη.
Είναι γεγονός πως όταν υπάρχει επανένωση όσο και
να είναι αυτή προσδόκιμη, ακόμη και σίγουρη, σε γεμίζει με κάποια αγαλλίαση. Έτσι
και στην κόρη μου ο μικρός τετράποδος σκύλακας τον οποίο και κέρδισε με τις
σχολικές της επιδόσεις την έκανε μεμιάς να ξεχάσει και τις περιπέτειες και τους
ποδαρόδρομους και τις ατελείωτες βουτιές. Άνετα θα τα θυσίαζε δίχως την έγνοια
της μοναδικότητας μέσα στον χρόνο, δίχως τον ψυχαναγκασμό της ξεκούρασης σώνει
και καλά σε δοσμένο και ιδιαίτερα περιορισμένο χρόνο. Έτσι, επέβαλε την
μετακόμιση της στο χωριό και ενώ αναρωτήθηκα αν η ίδια αισθάνθηκε κουρασμένη
από το καμπιγκ, ή χορτασμένη από τις κακουχίες του, στο μυαλό της δεν υπήρχε
άλλη οδός από αυτής της διακοπής των διακοπών για το πιο, όσο και να το
κάνουμε, συμβατικό χωριό του παππού. Από την άλλη σκέφθηκα «θα κουνηθούν οι
σκηνές από σήμερα» και δεν θα έχουμε άλλο βρόντηγμα στην ματαιότητα ενός ή
πολλών και αδιάλειπτων αυνανισμών, που όσο και να φαίνονται φυσικοί σε έναν
χώρο που συνυπάρχουν γυμνιστές και ηδονοβλεψίες, δεν είναι εν τούτοις όσο
ανταποδοτικοί όσο η συνουσία…Και όμως ούτε και αυτό το επιχείρημα δεν μπορούσε
να μου αλλοιώσει την θυμηδία που αισθάνθηκα όταν έφυγε η κόρη μου και απόμεινα
μόνος με το έτερο ήμισυ, έχοντας πλέον την δυνατότητα να το πλησιάσω με
αγριότερες διαθέσεις. Στεναχωρήθηκα με τον μικρό πρόσκοπο που έχανα, πάντοτε
έχοντας την καλή διάθεση για περιπέτεια και βόλτες στο αχανές τοπίο της
θαλασσινής ερήμου. Ήταν σαν να μου αφαίρεσαν μέρες, αν και οι μέρες λιγόστευαν
από μόνες τους, δίχως να έχουν την χρεία της κόρης μου για να συντομεύσουν
περαιτέρω. Σκέφθηκα πάλι λες να είναι αυτό? Λες να αισθάνομαι πιο χάλια, όχι
γιατί «χάθηκε» το μικρό μου, αλλά επειδή σε 3 μέρες θα συνέχιζα τον απρόσκοπτο
βιασμό που ονομάζεται μισθωτή εργασία? Όμως όχι• λες και το μέτρημα δεν υπήρξε
ποτέ, λες και ήταν μόνο το γέλιο της που ψιθύριζαν τα δέντρα, η αεικίνητη
διάθεση της για δράση, αυτό που πρόσταζαν οι αμμόλοφοι, η χαρά της πρωτόλειας
απόλαυσης, αυτό για το οποίο τραγουδούσε το φεγγάρι. Και εγώ πρώτη φορά μέσα
στην μονομανία μου αισθάνθηκα, όχι Αριστερά, αλλά ρεαλιστικά, αυτό που ‘λέγαν
οι μανάδες μας στα τηλέφωνα, ό,τι δήθεν τους λείπαμε λέει….Και είπα, δεν είναι
δυνατόν, να έχω ελεύθερη ώρα (όχι την εφημερίδα), να έχω μόλις 3 μέρες και εν
τούτοις, να μην έχω τον γλυκό πονοκέφαλό της σωκρατικής μύγας, που σε
εξανάγκαζε να πράξεις στο ναό της ραστώνης, υπό το βλέμμα του σκληρού και
άγρυπνου, μέσα στην ντάλα του μεσημεριού, Ήλιου. Και το γεγονός αυτό, αποτέλεσε
την δεύτερη ισχυρότερη πιστοποίηση πως πράγματι, είχα αναλάβει τον οργανικό μου
ρόλο, με χαρά και όχι με μεταμέλεια, μετά από εκείνη που είχε εγγράψει στην
καρδιά και στο μυαλό μου, την στιγμή που την κράτησα πρώτος στην αγκαλιά μου,
όταν πρώτο – αντίκρισε το φως, εκείνον τον Ιούλη του 2008. Το γεγονός αυτό,
παρά την ανακούφιση που αναλογιζόμενος όλα αυτά, αισθανόμουν, μάλλον αποτέλεσε
υλικό προβληματισμού, λόγω ακριβώς της εκτεταμένης απουσίας μου από την πράξη
της οικογένειας, εξαιτίας αυτών των 700 €, ή άλλων, πιο πενιχρών ακόμη
δικαιολογιών, για το αν, μέσα μου, ήμουν τόσο αποφασισμένος όσο τότε, πως αυτός
ο ρόλος θα ήταν κορυφαίος όλων, εκφράζοντας έτσι την δίκη μου ανέχεια στο θέμα
αυτό. Και παρά το γεγονός ότι οι σκηνές δεν «κουνήθηκαν» με αίολες, αλλά και
πραγματιστικές δικαιολογίες, όπως αυτή του κακού timing της περιόδου την οποία
και πάλι αστοχήσαμε να προβλέψουμε και να προγραμματίσουμε ανάλογα (άλλωστε οι
σκηνές gore, σε μια θερινή σκηνή, απλά δεν ενδείκνυνται), ένα ήταν το
συμπέρασμα• πως αφενός κανείς δεν εκτιμά πραγματικά αν δεν απολέσει και πως αφετέρου, ήμουν
πιο ευχαριστημένος με την εξέλιξη των επιλογών μου απ’ ότι θα ήθελα, είτε εγώ,
είτε το alter ego μου, ο Mr
Γκρίνιας, να παραδεχτούν. Και αυτό είναι κάτι για το οποίο μπορεί κάποιος να
αισθανθεί πληρότητα και όχι ένδεια…Και αυτό, την τελευταία φορά που κοίταξα,
είναι κάτι θετικό. Και ας απόμεινα μόνος στον θάλαμο αυνανισμού να έχω
ονειρώξεις με την προοπτική μιας συνουσίας. Ήμουν όμως σίγουρος, πως όσο
μαλάκας και αν υπήρξα, έχω κάτι που αποδεικνύει το αντίθετο και εγγυάται,
κατόπιν της δικής μου προσπάθειας, και μια καλύτερη υστεροφημία από αυτή που
ετοιμάζω στην πράξη για τον εαυτό μου. Σε αγαπώ καρδιά μου• φαντάζομαι πόσο θα
πονέσω την στιγμή που θα ανοίξεις τα
φτερά σου. Και αυτό είναι κάτι που θέλω να αποφύγω (θα εξηγήσω παρακάτω για
τους ανθρώπους «που σ’ έβαλαν βιτρίνα στην ζωή τους»)• να
λυπάμαι δηλαδή, στην στιγμή του πρώτου από τους θριάμβους ενός άνθρωπου που
υποτίθεται πως αγαπώ• αλλά είπαμε, η αγάπη είναι στην πράξη και εκεί, είναι
ιδιαίτερα δύσκολη, ιδιαίτερα όταν απαγκιστρώνεται από την ιδιοκτησία που μας
κάνει ποταπούς και χειρότερους τελικά, από αυτό που προοριζόμαστε να υπάρξουμε.
Μα καλά Κυρα – Σούλα εγώ σου λέω όλα αυτά τα επικά και εσύ το μόνο που με ρωτάς
είναι αν τελικά γάμησα? Ε λοιπόν, όχι! και ήταν από τις λίγες φορές που δεν
γκρίνιαξα ιδιαζόντως για το γεγονός αυτό, γιατί απλά, είχα άλλα πράγματα να με
στεναχωρήσουν, από την νομοτελειακή αγαμία, η οποία συνεπάγεται μιας δεκαετίας
έγγαμου βίου.
Η 2η μέρα δίχως το σπλάχνο μου (ώπα
μωρή Μάρθα), είχε στοιχεία αυτής της ομοιόστασης, της ισορροπίας της ραστώνης,
όπου κανείς δεν απαιτεί από τον άλλο τίποτα περισσότερο από το να είναι
ευχάριστος και ευχαριστημένος από τις επιλογές και τις δυνατότητες που έχει•
και τίποτα, επιπλέον αυτών, δεν απαιτείται. Το πραγματικό νόημα των διακοπών
στον Κομμό οφείλει να είναι αυτό ακριβώς. Η ελευθεριακότητα έχει να κάνει με
την κυκλικότητα του «γέρου ακαμάτη που ξύνει τ' αχαμνά του», αλλά κυρίως από το ότι κανένας δεν απαιτεί από τον
γέρο αυτό, να κάνει και τίποτα άλλο, από αυτό ακριβώς• και εφόσον ο γέρος το
επιθυμεί, αλλά και δεν εμποδίζει το ξύσιμο και των υπολοίπων, για αισθητικούς
και άλλους λόγους, τότε αγγίξαμε, αν και αργά, την ουσία του• αυτή που τελικά ο
τόπος θα διαφήμιζε αν είχε μιλιά και καλούσε τον κόσμο σαν παλιός τελάλης των περιοδευόντων
θιάσων: «Περάστε κόσμε στον τόπο που τελείως απενοχοποιημένα μπορείτε να ξύσετε
και εσείς ακαμάτικα τα αχαμνά σας!!! Περάστε κόσμε!!!» Και όσοι δεν έχετε αχαμνά,
ξύστε του διπλανού σας και έτσι θα πληθύνουμε αίφνης, σε μια Διονυσιακή τελετή
μέθεξης και συνένωσης με το υπερβατικό, αλλά πρωτίστως με το υπέροχα
αισθησιακό, εφήμερο και σαρκικό κορμί των διπλανών μας. Και όσες ευαίσθητες, μα
παρ’ όλα αυτά αγάμητες (ή κακογαμημένες• ακόμη χειρότερα), με κατηγορήσουν για
σεξιστή, πρέπει, προς υπεράσπιση μου, να δηλώσω πως συμφωνώ απόλυτα με το graffiti επί του Μύλος Stage στο Ηράκλειο: «Θάνατος στους Σεξιστές και στα Μουνιά» (όπως συμβαίνει και μ' άλλα τοιχόσοφα).
Η αντιφατικότητα του συγκερκιμένου πάντως με εκφράζει απόλυτα καθώς και η διάθεση τρολαρίσματος των σοβαροφανών και όψιμων μαχητριών υπέρ του ευνουχισμού (κυρίως της άποψης), εν είδη τιμωρίας για τα εγκλήματα των φαλλοκρατών του παρελθόντος. Μιλάμε για μη οροθετημένο «φθόνο του πέους» που «και αυτό θα περάσει» με την κλιμακτήριο κορίτσα• μην ανησυχείτε και βρείτε τα, με τα, όποιου φύλου, ταίρια σας, γιατί το σεξ, όπως και να το αντιλαμβάνεστε, δύναται να απελευθερώσει, περίπου όπως η αλήθεια, με πολύ περισσότερη ηδονή, κατά την διαδικασία, όμως• δοκιμάστε το, δεν κάνει κακό. Και έτσι καθόμασταν, ακαμάτηδες να μας λείπουν πράγματα που είχαμε και χάσαμε, ή πράγματα που δεν θα μπορούσαμε να κατέχουμε ποτέ. Και έτσι, με δίχως σεξ μα με την σκέψη στο νου και στον φαλλό προχωρήσαμε άεργοι και στατικοί σε μια γλυκερή αίσθηση του ότι ο χρόνος γεμίζει αντί να χάνεται και πως το σκοτάδι δεν έρχεται να μας υπενθυμίσει πως άλλη μια μέρα περασε, αλλά πως αυτή η μέρα τώρα ξεκινά. Και επειδή πολλοί θα ανατρέξουν στο τίτλο idle minds, που τους θυμίζει την αγγλική παροιμία, που στα Ελληνικά μεταφράζεται με το πλειστάκις χρησιμοποιημένο «δουλειά δεν είχε ο Διάολος, γαμούσε τα παιδιά του», έχω να σας απογοητεύσω εσάς και όλους τους λάτρεις τύπων σαν τον Adam Smith, ή Max Webber που πλειοδότησαν υπέρ της εξαρτημένης εργασίας μόνο για να δώσουν και το παράδειγμα, το μοντέλο λειτουργίας για το πώς θα πρέπει να αξιολογούν, να συμπεριφέρονται και να πεθαίνουν οι μάζες στον καπιταλισμό. Γιατί, στο μεταξύ, οι trendy γιάπηδες, που κάποτε έλεγαν πως «An Idle Mind is The Devil's Playground» ανακάλυψαν τώρα την φύση, ή την μουσική, σαν αντίδοτο στο άγχος του ανταγωνισμού, που οι ίδιοι δημιούργησαν, αυτοβούλως μεταμορφωμένοι σε σκλάβους του, λέγοντας πια πως: «Το να μην κάνεις τίποτα, είναι όσο παραγωγικό (ακόμη ίσως και πιο παραγωγικό), από το να κάνεις κάτι». Και αυτοί, με το να «κάνεις κάτι» εννοούν να «ωριμάσεις», να εργάζεσαι, να ειλωτεύεις στο κεφάλαιο, όσο μικρό, ή μεγάλο, μπορεί να εκδηλώνεται εμπρός σου, μα έχοντας τα ίδια χαρακτηριστικά, εκκινώντας από την αδηφάγα επιθυμία για περισσότερα κέρδη με οποιοδήποτε κόστος και τον ίδιο προορισμό σε ότι σε αφορά• και αν κάποιος πει ότι προορισμός για τον μισθωτό είναι η σύνταξη, εγώ θα μειδιώ και θα ανταπαντώ, πως είναι ο μαρασμός. Επομένως μήπως πρέπει να ορίσουμε αντικειμενικότερα την λέξη άεργος? Όχι τι μπορεί να σημαίνει για τον τραπεζικό υπάλληλο, που όπου γυρίσει βλέπει ποσοστά και περιθώρια κέρδους, αλλά για τον απλό υπάλληλο, μισθωτό, καβαντζοπουσταίο, ή μη, που αισθάνεται άσχημα όταν δε «παράγει»• και με την έννοια αυτή εννοούμε να παράγει εκτός από υπεραξία (αφού αυτό πρωτίστως ενδιαφέρει) και κέρδος για την ξένη τσέπη και ουχί την δική του. Επομένως γιατί να παράξει, αν έχει εξασφαλισμένη την ζήση του? Για να θεωρείται από τους Webber αυτού του κόσμου παραγωγικός? Και στην τελική αξίζεις να κάνεις «κάτι» (αν αυτό είναι ό,τι ορίσαμε προηγούμενα) περιορισμένος καθώς είσαι, από την τρισμέγιστη ανοησία σου και από την πεπερασμένη αντίληψη σου? Ζήτω η τρέλα που λένε και στο χωριό μου. Άλλωστε, και για να απενοχοποιήσω το ανθρώπινο ον μέσα στις εγγενείς αδυναμίες του, ακόμη και όταν δεν κάνεις τίποτα, πέφτεις πάντοτε στη συντακτική παγίδα πως δυο αρνήσεις μας κάνουν μια κατάφαση• επομένως και πάλι κάνεις ακριβώς αυτό, τίποτα! Άρα, αν είμαστε τόσο ψυχαναγκαστικοί, πρέπει να δώσουμε ποιότητα στο τίποτα που ως ακαμάτες επιλέγουμε να κάνουμε, ακόμη και σε έναν τόπο, όπου αόκνως και δίχως τύψεις, δικαιούσαι να επιλέξεις να μην κάνεις τίποτα εις το διηνεκές. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ποιότητα από το να κάθεσαι κάτω από τον έναστρο ουρανό και να χαζεύεις την πλάση, όπως την φαντασιώθηκε ο Ων, όταν εκσπερμάτισε το σύμπαν, στο χάος διαμέσου της μεγάλης κοσμικής έκρηξης που συνέβη κάποτε, όξω από το σπίτι Του• μια μαύρη τρύπα δηλαδή που σώρευσε και εξέλυσε ενέργεια τόσο γενετήσια, όσο και καταστροφική. Άλλωστε διαμέσου πολλών και πολυποίκιλων καταστροφών έγινε και τούτος εδώ ο τόπος, ξεκομμένος θαρρείς από 2 ηπείρους μόνο και μόνο για να γίνει ζηλευτός και από τις 2. Και καθισμένος καθώς ήμουν στην νοτισμένη άμμο, γοητευμένος από την θεϊκή συνουσία, που αναπαρίσταται συνεχώς, διαμέσου της τροχιάς που επιλέγουν οι διάττοντες αστέρες αλλά και οι ετοιμόγεννοι και αυτοί που έχουν πεθάνει, πάνω στο μαυροφορεμένο μανδύα της νύχτας δίχως φεγγάρι.
Ρε που θα φτάσει το νερό? Εσείς δεν μου λέγατε ότι στο άδειασμα του φεγγαριού η θάλασσα υποχωρεί? Και όμως καθισμένοι στη νοτισμένη άμμο βλέπαμε εμπρός μας στο άδειασμα του φεγγαριού το Λιβυκό να έρχεται και να ανεβαίνει, σαν να ξεπεράστηκε ο χρόνος στη γνωστή διαδικασία του ερχομού της Αφρικής στη Κρήτη, ένα συναπάντημα που μόνο τυχαίο δεν πρέπει να είναι• καθότι ο τόπος είναι τόσο κοντά στη motherland, που δεν μπορεί, κάποτε πρέπει να υπήρξε κομμάτι της• εξ ου και η Δύναμη και η Δόξα και η Χάρη. Άλλο να είσαι Αφρική και άλλο γηραιά Ήπειρος. Πρώτα θα έρθει η θάλασσα και μετά ο Καντάφι ανέφερα εντός μου, προσπαθώντας να το παίξω λογικός, λέγοντας στην υστερία του αδόκιμου, πως όχι, αποκλείεται το Λίβυο Πέλαγος να μας κάνει τη χάρη, να έρθει μέχρι την καβάντζα μας και αύριο να ξυπνήσουμε καθ’ όδον για Λίβανο. Παρ’ όλα ταύτα διαισθανόμενος ότι επιστρέφουμε αναίτια σε λογικές πρώτων ημερών όπου η προσμονή της απόλαυσης ήταν μεγαλύτερη από τους καρπούς που προσέφερε η πραγματικότητα, θεώρησα πως εκπίπτουμε πάλι σε κατάσταση τύπου «what we've got here is a failure to communicate» (for more info press here). Η δυσκολία δηλαδή να γίνεις κατανοητός όχι γιατί δεν προσπαθείς απλά γιατί ο άλλος δεν θέλει να καταλάβει, έχοντας καταλάβει τα δικά του• που όπως πάντα είναι κάτι σαν θέσφατο που όχι μόνο δεν αλλάζει, δεν δύναται κιόλας. Ήταν κάτι που επεσήμανα έντονα πρώτη φορά πέρυσι που είχαμε φάει τις μισές διακοπές μας για να αποδείξουμε το αυτονόητο• πως αν δεν θες, δεν θα σε κάνει κανένας να θες…
Όμως αρχίζω να ψυλλιάζομαι πως μάλλον όλος αυτός ο καβγάς, όλο αυτό το αντάριασμα η θέληση για απραξία ή για λελογισμένη, σκόπιμη δράση, τελικά αποκαλύπτεται και λόγω της θυγατρικής ένδειας, και ίσως κυρίως εξαιτίας αυτής, πως μας υπερβαίνει• μπορεί να μη μας αφήνει μεν ο εγωισμός να αναπαυτούμε στην κοσμικότητα των πολλών, να μην είμαστε τελικά ούτε εκείνοι που πρέπει, ούτε όμως και εκείνοι που θέλαμε• και αν θέλαμε να είμαστε ήρωες μέσα στην καθημερινότητα (α ρε μικρούτσικε γίγαντα), δεν μας πέρασε στιγμή από το μυαλό, πως μέσα στο κάδρο της πράξης μας, δεν βρισκόμαστε ούτε εμείς ούτε ο καθρέφτης μας. Θυμήθηκα το τσιτάτο που έλεγε πως αυτό ο κόσμος δεν μας ανήκει• τον κληρονομήσαμε από τους προηγούμενους για να τον κληροδοτήσουμε στους επόμενους.
Επομένως σε κανένα σημείο του τριπ δεν έχουμε τον έλεγχο, τα κέρδη και οι ζημίες δεν είναι πραγματικά δικά μας για να κορδωνόμαστε ή να χώνουμε το κεφάλι στην άμμο από ντροπή, ανάλογα. Είναι δηλαδή η ζήση, οι ιδιότητες και οι αδυναμίες μας, κομμάτι ενός παζλ, που μπορεί να λειτουργήσει, εφόσον ξεπεραστεί ο κρίσιμος παράγοντας της επίγνωσης, ότι αυτό που είσαι δεν αφορά τόσο εσένα, όσο τους ανθρώπους που αγγίζεις με το πέρασμα σου, ή αυτούς που στο μέλλον θα αγγίξεις με την θύμηση σου. Είναι αυτό που λέει ο Αρχαίος όταν δίνει τον μανδύα του υπέρτατου μάγιστρου στον μεγαλομανή Δόκτορα, θρυμματίζοντας την επίπονη φούσκα της μισαλλοδοξίας του: It is not about you.
Η αντιφατικότητα του συγκερκιμένου πάντως με εκφράζει απόλυτα καθώς και η διάθεση τρολαρίσματος των σοβαροφανών και όψιμων μαχητριών υπέρ του ευνουχισμού (κυρίως της άποψης), εν είδη τιμωρίας για τα εγκλήματα των φαλλοκρατών του παρελθόντος. Μιλάμε για μη οροθετημένο «φθόνο του πέους» που «και αυτό θα περάσει» με την κλιμακτήριο κορίτσα• μην ανησυχείτε και βρείτε τα, με τα, όποιου φύλου, ταίρια σας, γιατί το σεξ, όπως και να το αντιλαμβάνεστε, δύναται να απελευθερώσει, περίπου όπως η αλήθεια, με πολύ περισσότερη ηδονή, κατά την διαδικασία, όμως• δοκιμάστε το, δεν κάνει κακό. Και έτσι καθόμασταν, ακαμάτηδες να μας λείπουν πράγματα που είχαμε και χάσαμε, ή πράγματα που δεν θα μπορούσαμε να κατέχουμε ποτέ. Και έτσι, με δίχως σεξ μα με την σκέψη στο νου και στον φαλλό προχωρήσαμε άεργοι και στατικοί σε μια γλυκερή αίσθηση του ότι ο χρόνος γεμίζει αντί να χάνεται και πως το σκοτάδι δεν έρχεται να μας υπενθυμίσει πως άλλη μια μέρα περασε, αλλά πως αυτή η μέρα τώρα ξεκινά. Και επειδή πολλοί θα ανατρέξουν στο τίτλο idle minds, που τους θυμίζει την αγγλική παροιμία, που στα Ελληνικά μεταφράζεται με το πλειστάκις χρησιμοποιημένο «δουλειά δεν είχε ο Διάολος, γαμούσε τα παιδιά του», έχω να σας απογοητεύσω εσάς και όλους τους λάτρεις τύπων σαν τον Adam Smith, ή Max Webber που πλειοδότησαν υπέρ της εξαρτημένης εργασίας μόνο για να δώσουν και το παράδειγμα, το μοντέλο λειτουργίας για το πώς θα πρέπει να αξιολογούν, να συμπεριφέρονται και να πεθαίνουν οι μάζες στον καπιταλισμό. Γιατί, στο μεταξύ, οι trendy γιάπηδες, που κάποτε έλεγαν πως «An Idle Mind is The Devil's Playground» ανακάλυψαν τώρα την φύση, ή την μουσική, σαν αντίδοτο στο άγχος του ανταγωνισμού, που οι ίδιοι δημιούργησαν, αυτοβούλως μεταμορφωμένοι σε σκλάβους του, λέγοντας πια πως: «Το να μην κάνεις τίποτα, είναι όσο παραγωγικό (ακόμη ίσως και πιο παραγωγικό), από το να κάνεις κάτι». Και αυτοί, με το να «κάνεις κάτι» εννοούν να «ωριμάσεις», να εργάζεσαι, να ειλωτεύεις στο κεφάλαιο, όσο μικρό, ή μεγάλο, μπορεί να εκδηλώνεται εμπρός σου, μα έχοντας τα ίδια χαρακτηριστικά, εκκινώντας από την αδηφάγα επιθυμία για περισσότερα κέρδη με οποιοδήποτε κόστος και τον ίδιο προορισμό σε ότι σε αφορά• και αν κάποιος πει ότι προορισμός για τον μισθωτό είναι η σύνταξη, εγώ θα μειδιώ και θα ανταπαντώ, πως είναι ο μαρασμός. Επομένως μήπως πρέπει να ορίσουμε αντικειμενικότερα την λέξη άεργος? Όχι τι μπορεί να σημαίνει για τον τραπεζικό υπάλληλο, που όπου γυρίσει βλέπει ποσοστά και περιθώρια κέρδους, αλλά για τον απλό υπάλληλο, μισθωτό, καβαντζοπουσταίο, ή μη, που αισθάνεται άσχημα όταν δε «παράγει»• και με την έννοια αυτή εννοούμε να παράγει εκτός από υπεραξία (αφού αυτό πρωτίστως ενδιαφέρει) και κέρδος για την ξένη τσέπη και ουχί την δική του. Επομένως γιατί να παράξει, αν έχει εξασφαλισμένη την ζήση του? Για να θεωρείται από τους Webber αυτού του κόσμου παραγωγικός? Και στην τελική αξίζεις να κάνεις «κάτι» (αν αυτό είναι ό,τι ορίσαμε προηγούμενα) περιορισμένος καθώς είσαι, από την τρισμέγιστη ανοησία σου και από την πεπερασμένη αντίληψη σου? Ζήτω η τρέλα που λένε και στο χωριό μου. Άλλωστε, και για να απενοχοποιήσω το ανθρώπινο ον μέσα στις εγγενείς αδυναμίες του, ακόμη και όταν δεν κάνεις τίποτα, πέφτεις πάντοτε στη συντακτική παγίδα πως δυο αρνήσεις μας κάνουν μια κατάφαση• επομένως και πάλι κάνεις ακριβώς αυτό, τίποτα! Άρα, αν είμαστε τόσο ψυχαναγκαστικοί, πρέπει να δώσουμε ποιότητα στο τίποτα που ως ακαμάτες επιλέγουμε να κάνουμε, ακόμη και σε έναν τόπο, όπου αόκνως και δίχως τύψεις, δικαιούσαι να επιλέξεις να μην κάνεις τίποτα εις το διηνεκές. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ποιότητα από το να κάθεσαι κάτω από τον έναστρο ουρανό και να χαζεύεις την πλάση, όπως την φαντασιώθηκε ο Ων, όταν εκσπερμάτισε το σύμπαν, στο χάος διαμέσου της μεγάλης κοσμικής έκρηξης που συνέβη κάποτε, όξω από το σπίτι Του• μια μαύρη τρύπα δηλαδή που σώρευσε και εξέλυσε ενέργεια τόσο γενετήσια, όσο και καταστροφική. Άλλωστε διαμέσου πολλών και πολυποίκιλων καταστροφών έγινε και τούτος εδώ ο τόπος, ξεκομμένος θαρρείς από 2 ηπείρους μόνο και μόνο για να γίνει ζηλευτός και από τις 2. Και καθισμένος καθώς ήμουν στην νοτισμένη άμμο, γοητευμένος από την θεϊκή συνουσία, που αναπαρίσταται συνεχώς, διαμέσου της τροχιάς που επιλέγουν οι διάττοντες αστέρες αλλά και οι ετοιμόγεννοι και αυτοί που έχουν πεθάνει, πάνω στο μαυροφορεμένο μανδύα της νύχτας δίχως φεγγάρι.
Ρε που θα φτάσει το νερό? Εσείς δεν μου λέγατε ότι στο άδειασμα του φεγγαριού η θάλασσα υποχωρεί? Και όμως καθισμένοι στη νοτισμένη άμμο βλέπαμε εμπρός μας στο άδειασμα του φεγγαριού το Λιβυκό να έρχεται και να ανεβαίνει, σαν να ξεπεράστηκε ο χρόνος στη γνωστή διαδικασία του ερχομού της Αφρικής στη Κρήτη, ένα συναπάντημα που μόνο τυχαίο δεν πρέπει να είναι• καθότι ο τόπος είναι τόσο κοντά στη motherland, που δεν μπορεί, κάποτε πρέπει να υπήρξε κομμάτι της• εξ ου και η Δύναμη και η Δόξα και η Χάρη. Άλλο να είσαι Αφρική και άλλο γηραιά Ήπειρος. Πρώτα θα έρθει η θάλασσα και μετά ο Καντάφι ανέφερα εντός μου, προσπαθώντας να το παίξω λογικός, λέγοντας στην υστερία του αδόκιμου, πως όχι, αποκλείεται το Λίβυο Πέλαγος να μας κάνει τη χάρη, να έρθει μέχρι την καβάντζα μας και αύριο να ξυπνήσουμε καθ’ όδον για Λίβανο. Παρ’ όλα ταύτα διαισθανόμενος ότι επιστρέφουμε αναίτια σε λογικές πρώτων ημερών όπου η προσμονή της απόλαυσης ήταν μεγαλύτερη από τους καρπούς που προσέφερε η πραγματικότητα, θεώρησα πως εκπίπτουμε πάλι σε κατάσταση τύπου «what we've got here is a failure to communicate» (for more info press here). Η δυσκολία δηλαδή να γίνεις κατανοητός όχι γιατί δεν προσπαθείς απλά γιατί ο άλλος δεν θέλει να καταλάβει, έχοντας καταλάβει τα δικά του• που όπως πάντα είναι κάτι σαν θέσφατο που όχι μόνο δεν αλλάζει, δεν δύναται κιόλας. Ήταν κάτι που επεσήμανα έντονα πρώτη φορά πέρυσι που είχαμε φάει τις μισές διακοπές μας για να αποδείξουμε το αυτονόητο• πως αν δεν θες, δεν θα σε κάνει κανένας να θες…
Όμως αρχίζω να ψυλλιάζομαι πως μάλλον όλος αυτός ο καβγάς, όλο αυτό το αντάριασμα η θέληση για απραξία ή για λελογισμένη, σκόπιμη δράση, τελικά αποκαλύπτεται και λόγω της θυγατρικής ένδειας, και ίσως κυρίως εξαιτίας αυτής, πως μας υπερβαίνει• μπορεί να μη μας αφήνει μεν ο εγωισμός να αναπαυτούμε στην κοσμικότητα των πολλών, να μην είμαστε τελικά ούτε εκείνοι που πρέπει, ούτε όμως και εκείνοι που θέλαμε• και αν θέλαμε να είμαστε ήρωες μέσα στην καθημερινότητα (α ρε μικρούτσικε γίγαντα), δεν μας πέρασε στιγμή από το μυαλό, πως μέσα στο κάδρο της πράξης μας, δεν βρισκόμαστε ούτε εμείς ούτε ο καθρέφτης μας. Θυμήθηκα το τσιτάτο που έλεγε πως αυτό ο κόσμος δεν μας ανήκει• τον κληρονομήσαμε από τους προηγούμενους για να τον κληροδοτήσουμε στους επόμενους.
Επομένως σε κανένα σημείο του τριπ δεν έχουμε τον έλεγχο, τα κέρδη και οι ζημίες δεν είναι πραγματικά δικά μας για να κορδωνόμαστε ή να χώνουμε το κεφάλι στην άμμο από ντροπή, ανάλογα. Είναι δηλαδή η ζήση, οι ιδιότητες και οι αδυναμίες μας, κομμάτι ενός παζλ, που μπορεί να λειτουργήσει, εφόσον ξεπεραστεί ο κρίσιμος παράγοντας της επίγνωσης, ότι αυτό που είσαι δεν αφορά τόσο εσένα, όσο τους ανθρώπους που αγγίζεις με το πέρασμα σου, ή αυτούς που στο μέλλον θα αγγίξεις με την θύμηση σου. Είναι αυτό που λέει ο Αρχαίος όταν δίνει τον μανδύα του υπέρτατου μάγιστρου στον μεγαλομανή Δόκτορα, θρυμματίζοντας την επίπονη φούσκα της μισαλλοδοξίας του: It is not about you.
Day 11 14/8 Super fucking man Teleth Lhjhs
Όλη η μέρα κύλησε με εθελούσια απουσία σκέψης για
το επερχόμενο τέλος. Υπερπρογραμματίσαμε την μέρα σαν να είχε και άλλο πολύ και
δεν ξέραμε πως θα περνούσαν τα λεπτά. Σαν να θέλαμε για παράδειγμα, να μην
σκεφτόμαστε πως το Τέλος έρχεται, όμως εμείς σαν μωρές παρθένες προγραμματίζαμε
εκδρομές και στάσεις που δεν θα επιμήκυναν την παραμονή μας (άλλωστε δεν υπήρχε
η δυνατότητα), αλλά θα κάνανε την μέρα να κυλήσει ακόμη πιο γρήγορα. Από την
μια και χωρίς να το επιθυμούσαμε αυτό, σύμφωνα με την θεώρηση του Τed
Braughtigan, άνηκε σε κομμάτι του χρόνου που μηχανιστικά θα
περνούσε γρήγορα, γιατί διακρίνονταν από την αφέλεια της παιδικότητας, χωρίς
όμως την σκέψη του τέλους στα χείλη να μας ταλανίζει και να μη μας αφήνει να το
απολαύσουμε. Επομένως αλλάξαμε παραλία, κινητοποιήσαμε γνωστούς και φίλους και
πήγαμε να ενοχλήσουμε τους λουόμενους διπλανής «οικογενειακής» παραλίας, κάπως
σαν τις αρκούδες που συναντήσαμε παραπάνω• εμείς όμως, πολύ πιο καλαίσθητα. Ο
τεχνητός κόλπος αλλά και η νηνεμία σε αντίθεση με την πρόθεση της θάλασσας να
κυματίσει, προσέφερε ΤΟΝ θαλασσινό αεροδιάδρομο για body-surf• ένα παιχνιδάκι που
βεβαίως δεν το σκέφτηκα εγώ, όμως μετ’ επιτάσεως επιδιώκω να το παίζω όποτε
προκύπτει η συγκυρία• και η συγκυρία της ημέρας ήθελε να μου χαρίσει αίσθηση
του Superman όταν σκίζει τους αιθέρες.
Εντάξει εγώ έσκιζα τα κύματα, πιάνοντας τα την κατάλληλη στιγμή, όμως αυτά με άπειρη χάρη και ευγένεια, παρά την ορμητικότητα της φύσης των, σε εκσφενδόνιζαν με οργασμικό τρόπο για πάνω 5-6 μέτρα, άκοπης μα απείρως διασκεδαστική γλίστρας στο νερό, που ομοίαζε, η αλήθεια είναι (αν και στο μυαλό μου), με κάτι ονειρώξεις πτήσεων που είχα μικρός. Και τι καλύτερο όταν τελειώνει το κομμάτι του χρόνου εκείνου, για το οποίο περιμένεις όλες τις υπόλοιπες ημέρες του για να έρθει να το κάνεις με τρόπο σαφέστατα υπέρ – ηρωικό και άκρως διασκεδαστικό σαν εσκεμμένα να βγάζεις την γλώσσα στον χρόνο που περνά, να του λες: «δεν με πειράζει, χτύπα κι άλλο, εγώ διασκεδάζω σαν μικρό παιδί» που θα έχει μπροστά του και άλλα πολλά τέτοια καλοκαίρια να κωλοβαράει με απενοχοποιημένη πια και από τους γιάπηδες, την αντιπαραγωγικότητα της απραξίας και του ηδονιστικού εκμαυλισμού που προσφέρεται στις αισθήσεις όταν ελεύθερςε πια από οιαδήποτε συμβατική υποχρεώση, απλά βιώνει τους καρπούς ενός κόσμου που η κοινωνία δεν θέλει να του ζήσει ποτέ. Γιατί όπως λέει ο Μπωντλαίρ καμία ευνομούμενη κοινωνία δεν θα ήθελε κάτι που προάγει την ευημερία έναντι της εργασίας• γιατί τότε, το μόνο παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας (δλδ οι μισθωτοί εργαζόμενοι) απλά δεν θα παρήγαγε. Και στο τέλος, μετά τις δίκες μου άναρθρες κραυγές σε παραλία άκακων λουομένων, που φώναζα μέσα στα κύματα «Super-fucking-Man», όπου στο τέλος του αθέλητου μου show είχαν μπει όλα τα πιτσιρίκια μέσα για να πράξουν το ίδιο, όσοι μπορούσαν, με αποτέλεσμα ατελείωτα κοπανήματα στο νερό, ήρθε το βράδυ• η αρχή του τέλους, μια που είναι γνωστό μετά από τόσα χρόνια, πως μια proper (που λένε και στο χωριό μου) καλοκαιρινή μέρα στον Κομό αρχίζει…το βράδυ. Μέσα στο σκοτάδι το φως, ο θεός της δημιουργίας, υπέρλπαμπρος ακόμη και δίχως φεγγάρι πια, μας καλωσόριζε στο «σαλονάκι» του για τελευταία φορά εφέτος• και εμείς με την πίκρα αφημένη για την επομένη, βαλθήκαμε να την ξεπεράσουμε με τόνους ανώριμων παιχνιδιών για τύπους που η καλύτερη τους είναι να πετάνε τις τάπες των βαρελιών περιμένοντας έτσι, το ουίσκι να γίνει πιοτό κανονικό. Και δώσε λίστες, δώσε «ποιόν φαντάζομαι στο μυαλό μου», αλλά και το κλασικό παιχνίδι, που με μεταμορφώνει σε αυτιστικό χαρακτήρα που σφίγγεται για να κάνει την υπέρβαση. Υπέρβαση που σε παρέες όπως των απαράδεκτων είναι φυσιολογικές. Στην δική μας ήταν καλοδεχούμενα παρελκυστικές από την κακή σκέψη πως αύριο όλα τελειώνουν και τα … «κεφάλια μέσα». Αποτέλεσμα την εκούσιας παράδοσης μας στην ανοησία ήταν το απόλυτο κωμικό mantra, που πλέον χρησιμοποιώ, όταν θέλω να σκάσω ένα γελάκι, εν αντιθέσει με την στιγμή που το πρωτοείπα, όπου με έπιασε υστερία από το γέλιο, αδυνατώντας να εκπληρώσω το καθήκον μου• να πω το αντιλαλούνε τα βουνά με όλα τα φωνήεντα Α, που κατέληξε εκ μέρους μου σε ένα αυθόρμητο, υστερικό γέλιο, ιδιαίτερα για την λέξη που περιέγραφε το πώς θα έβλεπε ο Τσιτσάνης τα βουνά των στίχων, χρησιμοποιώντας μόνο αυτό το φωνήεν: ΣΚΑΤΑΝΆ!!! Ξέρω δεν είναι κάτι αστείο (ιδιαίτερα αν σκεφτείτε πως θα έπρεπε για να φτάσουμε στα "σκατά του Σατανά" να πούμε πως τα βουνα γλακαχαράζαν κ ουχί ανταλαλάνε), δοκιμάστε όμως να το πείτε και θα δείτε πως ούτε ο «έξω από δω» ούτε τα σκατά, έχουν αντίρρηση με το γέλιο σας…
Εντάξει εγώ έσκιζα τα κύματα, πιάνοντας τα την κατάλληλη στιγμή, όμως αυτά με άπειρη χάρη και ευγένεια, παρά την ορμητικότητα της φύσης των, σε εκσφενδόνιζαν με οργασμικό τρόπο για πάνω 5-6 μέτρα, άκοπης μα απείρως διασκεδαστική γλίστρας στο νερό, που ομοίαζε, η αλήθεια είναι (αν και στο μυαλό μου), με κάτι ονειρώξεις πτήσεων που είχα μικρός. Και τι καλύτερο όταν τελειώνει το κομμάτι του χρόνου εκείνου, για το οποίο περιμένεις όλες τις υπόλοιπες ημέρες του για να έρθει να το κάνεις με τρόπο σαφέστατα υπέρ – ηρωικό και άκρως διασκεδαστικό σαν εσκεμμένα να βγάζεις την γλώσσα στον χρόνο που περνά, να του λες: «δεν με πειράζει, χτύπα κι άλλο, εγώ διασκεδάζω σαν μικρό παιδί» που θα έχει μπροστά του και άλλα πολλά τέτοια καλοκαίρια να κωλοβαράει με απενοχοποιημένη πια και από τους γιάπηδες, την αντιπαραγωγικότητα της απραξίας και του ηδονιστικού εκμαυλισμού που προσφέρεται στις αισθήσεις όταν ελεύθερςε πια από οιαδήποτε συμβατική υποχρεώση, απλά βιώνει τους καρπούς ενός κόσμου που η κοινωνία δεν θέλει να του ζήσει ποτέ. Γιατί όπως λέει ο Μπωντλαίρ καμία ευνομούμενη κοινωνία δεν θα ήθελε κάτι που προάγει την ευημερία έναντι της εργασίας• γιατί τότε, το μόνο παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας (δλδ οι μισθωτοί εργαζόμενοι) απλά δεν θα παρήγαγε. Και στο τέλος, μετά τις δίκες μου άναρθρες κραυγές σε παραλία άκακων λουομένων, που φώναζα μέσα στα κύματα «Super-fucking-Man», όπου στο τέλος του αθέλητου μου show είχαν μπει όλα τα πιτσιρίκια μέσα για να πράξουν το ίδιο, όσοι μπορούσαν, με αποτέλεσμα ατελείωτα κοπανήματα στο νερό, ήρθε το βράδυ• η αρχή του τέλους, μια που είναι γνωστό μετά από τόσα χρόνια, πως μια proper (που λένε και στο χωριό μου) καλοκαιρινή μέρα στον Κομό αρχίζει…το βράδυ. Μέσα στο σκοτάδι το φως, ο θεός της δημιουργίας, υπέρλπαμπρος ακόμη και δίχως φεγγάρι πια, μας καλωσόριζε στο «σαλονάκι» του για τελευταία φορά εφέτος• και εμείς με την πίκρα αφημένη για την επομένη, βαλθήκαμε να την ξεπεράσουμε με τόνους ανώριμων παιχνιδιών για τύπους που η καλύτερη τους είναι να πετάνε τις τάπες των βαρελιών περιμένοντας έτσι, το ουίσκι να γίνει πιοτό κανονικό. Και δώσε λίστες, δώσε «ποιόν φαντάζομαι στο μυαλό μου», αλλά και το κλασικό παιχνίδι, που με μεταμορφώνει σε αυτιστικό χαρακτήρα που σφίγγεται για να κάνει την υπέρβαση. Υπέρβαση που σε παρέες όπως των απαράδεκτων είναι φυσιολογικές. Στην δική μας ήταν καλοδεχούμενα παρελκυστικές από την κακή σκέψη πως αύριο όλα τελειώνουν και τα … «κεφάλια μέσα». Αποτέλεσμα την εκούσιας παράδοσης μας στην ανοησία ήταν το απόλυτο κωμικό mantra, που πλέον χρησιμοποιώ, όταν θέλω να σκάσω ένα γελάκι, εν αντιθέσει με την στιγμή που το πρωτοείπα, όπου με έπιασε υστερία από το γέλιο, αδυνατώντας να εκπληρώσω το καθήκον μου• να πω το αντιλαλούνε τα βουνά με όλα τα φωνήεντα Α, που κατέληξε εκ μέρους μου σε ένα αυθόρμητο, υστερικό γέλιο, ιδιαίτερα για την λέξη που περιέγραφε το πώς θα έβλεπε ο Τσιτσάνης τα βουνά των στίχων, χρησιμοποιώντας μόνο αυτό το φωνήεν: ΣΚΑΤΑΝΆ!!! Ξέρω δεν είναι κάτι αστείο (ιδιαίτερα αν σκεφτείτε πως θα έπρεπε για να φτάσουμε στα "σκατά του Σατανά" να πούμε πως τα βουνα γλακαχαράζαν κ ουχί ανταλαλάνε), δοκιμάστε όμως να το πείτε και θα δείτε πως ούτε ο «έξω από δω» ούτε τα σκατά, έχουν αντίρρηση με το γέλιο σας…
Resume: Αλλά γιατί η εκ των
προτέρων αρνητική διαπίστωση? Όταν όλα ήταν καλά ο τόπος υποδέχθηκε τα σαρκία
σας με την ευγενικότερη των προθέσεων και περιβάλλοντος τότε γιατί? Είναι η
έλλειψη μιας διάνοιας τύπου Σαραμάγκου που αντικαθιστούμενος από κάτι απείρως pulp –
er ίσως και mainstream (Το ίδιο κάνει), να μην
σου δίνει κάτι ανώτερο από την επιβίωση, να ονειρεύεσαι. Όταν δεν σε γεμίζει
αυτό που μπορεί να σου προσφέρει η ζωή είναι τότε που αρχίζεις να περιμένεις το
μόνο πράγμα που ανεπιφύλακτα ΞΕΡΕΙΣ, πως έρχεται μετά. Και επειδή νιώθω πιο
επαναστατημένος από τους διπλανούς μου, ή πιο συνειδητοποιημένος για το γήρας
που πλέον εισέρχεται στο ναό του σώματος σαν επόμενος ηγεμόνάς του, μέχρι να μας
χωρίσει όλους η φθορά, έχω τις αντιρρήσεις μου. Στηβεν κινγκ Αλλά και πιο
τρομακτική ακόμη η χρεία των ενηλίκων αν το καλοσκεφτείς έ?) Αλλά ποιος είμαι
εγώ, ένα πολυπροβληματικό, κατά παραδοχή των υπολοίπων γύρω μου, άτομο, με
έντονα τα σημάδια της κρίσης της μέσης ηλικίας, να επαναστατώ στο αυτονόητο και
στο νομοτελειακό? Από την μια, θέλω να πω πως δεν θα σας κάνω το χατίρι και από
την άλλη, ξέρω πως και να μην κάνω το χατίρι στους κατηγόρους μου, όπως το
έκανα κόβοντας το αλκοόλ 7 ½ χρόνια πριν, θα το κάνω τελικά, στο δρεπανηφόρο
γέροντα, θέλοντας και μη. Αλλά όπως είπαμε μπορεί το μήνυμα να μην είναι τόσο cool
όσο ο Dylan, υπαινίσσεται στο It Ain't Me Babe• όμως μπορεί να ανευρεθεί μεγαλύτερο νόημα στην
αυταπάρνηση του it aint about
me babe που διδάσκει ο old
one στον Dr. Strange…. Η αυταπάρνηση είναι η
έμπρακτη ερμηνεία της νουθεσίας του Αρχαίου, το mantle δηλ. του αλτρουιστικού υπέρ
– ήρωα. Δεν είναι μόνο η ταπεινότητα που υπογραμμίζει την σπουδαιότητα της
αυταπάρνησης• άλλωστε η ταπεινότητα έχει υπάρξει προκάλυμμα πολλών ματαιόδοξων.
Δεν είναι ο ιερός πόλεμος εξαφάνισης του εγώ υπέρ του εμείς. Είναι η επίγνωση πως οι πράξεις, δεν
καλύπτουν ούτε στο ελάχιστο τα θέλω σου, τον παιδικό εγωισμό σου, πολύ απλά γιατί
δεν σε αφορούν. Δεν αφορούν στο πως θα καβαντζωθείς εσύ, φίλε Ευρωπαίε/α, αφορούν
στο τι θα εξασφαλίσουν οι πράξεις σου καβαντζωμένο για να προασπίσουν οι μετά
από εσένα. Γιατί η ανθρωπότητα οφείλει να επιδείξει διοικητική συνέχεια• εδώ
όφειλε η κυβέρνηση «Πρώτη φορά Αριστερά», δεν οφείλει το γένος των Ανθρώπων? Επομένως φίλε Bruce «it’s not only what you do that defines you; but for whom you do it for
that ultimately defines you», που λένε και στο χωριό μου. Αν είναι
να το κάνεις για την πάρτη σου θέλω να σου πω πως ούτε το αιδοίο / φαλλός, ούτε
και τον χρυσό θα τον κρατήσεις όταν περάσεις την πόρτα του φυσικού τέλους και η
Ιστορία θα γράψει ό,τι θέλουν οι νικητές να γράψουν και θα θυμάται όσα, αυτοί
που σ’ αγαπούν θυμούνται για σένα. Γιατί δεν είναι μόνο πως θα χρησιμοποιήσεις
αυτό που έχτισες στο μυαλό σου για ταλέντο (και αυτό που η κοινωνία στην
καλύτερη, πλασματικά το αποδέχθηκε μισθοδοτώντας το), αλλά και για ποιους θα το
χρησιμοποιήσεις• και μάλλον αυτό έχει και μεγαλύτερη σημασία, αν θες να το δεις
λίγο σφαιρικότερα βρε αδερφέ, μια που διατείνεσαι πως δουλειά σου, αν όχι
προορισμός σου, είναι να καταλαβαίνεις. Με λίγα λόγια, λίγη σημασία έχει, πόσο
φωτεινός μπορεί να γίνεις• σημασία έχει πόσα σκοτάδια μπορείς να φωτίσεις γύρω
σου, άπαξ και λαμπρύνεις το είναι σου. Και δεδομένου ότι είναι πιο εύκολο να
σκοταδίσεις το φως μέσα σου, από το να φωτίσεις το σκοτάδι έξω σου, ήδη μιλούμε
για ανεπανάληπτο άθλο, αν κάποια στιγμή νιώσεις τόσο φωτεινός• και αν τότε μπορείς,
δηλαδή θες, να είσαι το παράδειγμα (γιατί στην περίπτωση των ανθρώπων, δεν
υπάρχει πρακτικά και άλλος δρόμος)• αν τότε έχεις, στέργεις και εξακολουθείς να
διαθέτεις το φως που απαιτείται. Και τότε, δεν θα είναι οι αριθμοί που θα καθορίσουν
τον βαθμό της επιτυχίας σου, ούτε η επιτυχής ολοκλήρωση• θα είναι η ίδια η προσπάθεια,
θα είναι το ίδιο το ταξίδι. Επομένως
πρέπει να μάθω κάτι που μέχρι τώρα δεν είχα σκεφτεί (ίσως γιατί είμαι κ ολίγον
παρτάκιας, ε?). Πως πρέπει να περνώ καλά αν όχι για μένα, για τους άλλους γύρω
μου, που δεν συναισθάνονται (είτε επειδή δεν μπορούν, είτε επειδή δεν θέλουν)
σώνει ντε και καλά, το δικό μου Γολγοθά, που στην τελική, στην περίπτωση μου,
μάλλον θα ομοίαζε με κατηφορικό πλακόστρωτο που πάει στη μάγισσα του Μπλαίρ,
παρά με δύσβατο ανήφορο που καταλήγει σε σταυροφορεμένο, κρανίου τόπο. Και όταν
λέω για τους άλλους δεν εννοώ απαραίτητα να βάλω τον οιονδήποτε «βιτρίνα» στη ζωή μου. Άλλωστε επιδιώκω να μην γίνω τέτοιος άνθρωπος από τότε που κατάλαβα
πως έκλεινε το Μινιόν και οι κούκλες των βιτρινών του θα έμεναν στα αζήτητα, ή
θα απέμεναν έρμαια στις ορέξεις των έκφυλων μοναχικών ανδρών που τους αρέσει να
συγχρωτίζονται με μουγκές, αιθέριες όμως, υπάρξεις. Από τότε που είδα πως όσο
καλές και αν είναι οι βιτρίνες δεν προσφέρουν τίποτα παραπάνω από μια ευκαιρία
να χαζέψεις, αντί για μια πρόκληση να ξοδέψεις. Και αν αποφύγουμε την αρά του
ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι δέσμια της μοιραιότητας, αναπόδραστα να
μετατρέπεται σε αυτό που πολεμά να αποφύγει, τότε η παραπάνω συμπερασματική
κατάληξη ενέχει περισσότερα μαργαριτάρια σοφίας από αυτό που η υπερ – ηρωική
της καταγωγή ευκρινώς προβάλλει, το mantle δλδ του αλτρουιστικού
ήρωα. Τέλος θέλω να πω ότι αρνούμαι πεισματικά να δεχτώ τον ρεαλισμό και ουχί
τον κυνισμό στην αντίληψη, ως «κρίση μέσης ηλικίας»• αντιθέτως θεωρώ πως η
έλλειψή του είναι αυτή που ακριβώς μας καθιστά αενάως μετέφηβους, με ό,τι και
αν αυτό συνεπάγεται και υποδηλώνει για τον γράφοντα.
Και μια που λέμε για κρίση μέσης ηλικίας ας
σχολιάσουμε και λίγο αυτό το «Και αυτό θα περάσει»….
Γιατί αν το δούμε αλλιώς δεν γίνεται να μην
επαναστατούμε αφού θα περιμένουμε υπομονετικά να τελειώσει, αυτό που δεν
διαλέξαμε εμείς ν’ αρχινίσει και σαν να μην έχουμε καταλάβει, κάνουμε
υπομονή…..και αυτό να περάσει….
Μα θέλοντας και μη, θα περάσει• επομένως κρατάτε
γερά και θα τελειώσει, όσοι αυτό επιθυμείτε, όσοι όχι, μην παραμείνετε ήσυχοι
στον θάνατο του φωτός, όχι για να διαρκέσει αυτό, επάνω σας, περισσότερο, παρά
για να υπάρχει πιότερο για όλους• επομένως, και αυτό να περάσει?
Άιντε και του χρόνου
Άιντε και καλό άσπρισμα!!
Υ.Γ. Επειδή περισσότερα αποφθέγματα μπορούν να βγουν
σε μια στιγμή παρά κατόπιν διαδικασιών ωρίμου σκέψεως οι μη καλοκαιρινές
επισκέψεις μας στον Κομό είναι αυτές που τελικώς και δια στόματος Statler
μας έδωσαν
και ένα αυθεντικό «κομίσιο» απόφθεγμα που ακόμη ελέγχεται για την ορθότητα του
με μη υποκειμενικούς παράγοντες (δλδ στο test της αντιπαραβολής με α)
τον ρεαλισμό όπως τον αντιλαμβάνεσαι και β) την υποκειμενικότητα των
υπολοίπων), δίδεται όμως στις μάζες σαν τροφή για σκέψη: Think Less - Live More... Με αυτή τη προτροπή για
μινιμαλισμό ενός παραγνωρισμένου, ως φαίνεται, όπλου του Ανθρώπου, ευελπιστούμε
πως θα δοθεί απενοχοποιημένα, η απαιτούμενη ώθηση για συνειδητή πράξη και όχι
απαραίτητα για πράξη κατόπιν ωρίμου σκέψεως, που ποσοτικά τουλάχιστον είναι
αρκετά μικρότερη στην ανθρώπινη εφαρμογή. Επομένως και, σε θεωρητική έστω,
κατάσταση, έχουμε προσεγγίσει τα 2/3 του ανέφικτου – μέχρι σήμερα θεωρούσαμε –
σχήματος αυτοδιάθεσης που έθεσε κάποτε ο Νίκος• αφού γνωρίζοντας κάτι δεν το
φοβόμαστε, όπως θα κάναμε, αν δεν το γνωρίζαμε (α, ρε Θουκυδίδη με τους επιταφίους σου) στεκόμαστε, με όση αξιοπρέπεια διαθέτουμε, απέναντι στην αναπόδραστη
φυσική φθορά και δεν τρέχουμε εμπρός της, πανικόβλητοι, «μήπως και…»• και αφού περιορίζουμε
την σκέψη (κ όχι την κρίση), δεν ελπίζουμε και σε τίποτα, με την έννοια π.χ. του
πονταρίσματος σε ένα άλογο ιπποδρομιών για να «σωθούμε» και άρα, δεν
λειτουργούμε αναθέτοντας αλλού την σωτηρία, τότε… είπαμε, σε θεωρητικό επίπεδο,
είμαστε ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ (?!) να ζήσουμε όπως μπορούμε καλύτερα… και αυτό, όσο δύσκολο
και αν ακούγεται, δεν μπορεί παρά να είναι,
ΚΑΛΟ!
Related Posts
Related Posts
The completion of the Trilogy
And dont forget All Ramblings HERE
We Will Be Back |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου