Σαν σήμερα, στις 18 Μάρτη 1871, ξεσπά στο Παρίσι η εργατική εξέγερση και
η προσπάθεια εγκαθίδρυσης της Παρισινής Κομμούνας. Η αστική τάξη τελικά
θα χτυπήσει άγρια τους εργάτες, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο, και 72
μέρες μετά η Κομμούνα είχε κατασταλεί. .....
Άρθρο του Άκη Τζάρα, που το βρήκαμε στο φιλικό blog «βαθύ κόκκινο», που όμως κ εκείνο το αναδημοσιεύει από το avantgarde2009.wordpress.com. Πάντως αξίζει -και με το παραπάνω- το χρόνο που θα του αφιερώσετε:
Παρισινή κομμούνα 1871: η έφοδος στον ουρανό
και η επίδρασή της στη μαρξιστική σκέψη
Άρθρο του Άκη Τζάρα, που το βρήκαμε στο φιλικό blog «βαθύ κόκκινο», που όμως κ εκείνο το αναδημοσιεύει από το avantgarde2009.wordpress.com. Πάντως αξίζει -και με το παραπάνω- το χρόνο που θα του αφιερώσετε:
«το πνεύμα δεν
βρίσκεται ποτέ σε ηρεμία, αλλά τελεί σε μια διαρκή προχωρητική κίνηση… το
πνεύμα στην πορεία της διαμόρφωσης του ωριμάζει αργά και σιωπηρά, ώσπου να
φθάσει στη νέα του μορφή, διαλύει τμηματικά το οικοδόμημα του προγενέστερου
κόσμου του, τα τραντάγματα του οποίου παρεμφαίνονται μόνο από σποραδικά
συμπτώματα»
Χέγκελ,
Φαινομενολογία του Πνεύματος
Οδοφράγματα |
«Η ιστορία όλων
των ως τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος,
πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια
λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε αδιάκοπη αντίθεση μεταξύ
τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό, έναν αγώνα που
τελείωνε κάθε φορά με έναν επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας
ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν» (1)
Το παραπάνω
απόσπασμα προέρχεται από το περίφημο σύγγραμμα των Μαρξ-Ενγκελς, γραμμένο στα
1848, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Κείμενο με απίστευτη δύναμη που παρ’ όλο το
μικρό του μέγεθος συμπυκνώνει τις βασικές συνιστώσες του μαρξιστικού
υποδείγματος στο πεδίο της ιστορίας, γνωστότερο και ως ιστορικός υλισμός.
Με μια σύντομη καταγραφή και ανάλυση των βασικών κοινωνικών σχηματισμών που έχει η ανθρωπότητα γνωρίσει, οι συγγραφείς εισάγουν την πάλη των τάξεων ως τον τρόπο που οι κοινωνίες αρθρώνονται και εισάγουν την κίνηση και τη μεταβολή σε αντιδιαστολή με την κυρίαρχη αντίληψη ενός ανιστορικού χρόνου.
Η κινητήρια δύναμη είναι λοιπόν η ταξική πάλη, πάλη που εκδηλώνεται τόσο στη λεγόμενη βάση (παραγωγή-οικονομία), όσο και στο εποικοδόμημα (πολιτική, κουλτούρα, θρησκεία). Ουσιαστικά σύμφωνα με τη μαρξιστική προσέγγιση οι τάξεις υπάρχουν και αποκτούν συνείδηση των διακριτών τους συμφερόντων, μόνο μέσα από τις σχέσεις τους. Με αυτόν τον τρόπο η ιστορία υψώνεται στο πεδίο της επιστήμης και τα διάφορα γεγονότα δεν ερμηνεύονται από τα προσωπικά κίνητρα των ατόμων, ούτε από κάποια χαρίσματα των μεγάλων προσωπικοτήτων. Αντίθετα είναι τα ασυμφιλίωτα συμφέροντα των ανταγωνιζόμενων τάξεων και ο αγώνας για την κυριαρχία που ορίζει το πεδίο της ιστορίας ως το πεδίο της σύγκρουσης, προκαλώντας τα λεγόμενα ιστορικά γεγονότα.
Οι Μαρξ-Ένγκελς θεωρούν πως η αστική κοινωνία και ο καπιταλισμός είναι η συγκεκριμένη μορφή ταξικής κοινωνίας που αφήνει αυτές τις αντιθέσεις να εκδηλωθούν με τον πιο ανάγλυφο και καθαρό τρόπο σε αντίθεση με τη φεουδαρχία που όριζε την κυρίαρχη τάξη ελέω θεού. «Η αστική τάξη έπνιξε στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού τα ιερά ρίγη του ευλαβικού ρεμβασμού, του ιπποτικού ενθουσιασμού, της μικροαστικής μελαγχολίας. Μετέτρεψε την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία και στη θέση των απειράριθμων γραφιάδων και των έντιμα αποκτημένων ελευθεριών έβαλε τη μοναδική ασυνείδητη ελευθερία του εμπορίου. Με μια λέξη στη θέση της καλυμμένης με θρησκευτικές και πολιτικές αυταπάτες εκμετάλλευση, έβαλε την ανοιχτή, ξεδιάντροπη, άμεση, σκληρή εκμετάλλευση». Ουσιαστικά η αστική τάξη «δεν άφησε κανέναν άλλο δεσμό ανάμεσα σε άνθρωπο και σε άνθρωπο, εκτός από το γυμνό συμφέρον, από την αναίσθητη πληρωμή τοις μετρητοίς»
Με μια σύντομη καταγραφή και ανάλυση των βασικών κοινωνικών σχηματισμών που έχει η ανθρωπότητα γνωρίσει, οι συγγραφείς εισάγουν την πάλη των τάξεων ως τον τρόπο που οι κοινωνίες αρθρώνονται και εισάγουν την κίνηση και τη μεταβολή σε αντιδιαστολή με την κυρίαρχη αντίληψη ενός ανιστορικού χρόνου.
Η κινητήρια δύναμη είναι λοιπόν η ταξική πάλη, πάλη που εκδηλώνεται τόσο στη λεγόμενη βάση (παραγωγή-οικονομία), όσο και στο εποικοδόμημα (πολιτική, κουλτούρα, θρησκεία). Ουσιαστικά σύμφωνα με τη μαρξιστική προσέγγιση οι τάξεις υπάρχουν και αποκτούν συνείδηση των διακριτών τους συμφερόντων, μόνο μέσα από τις σχέσεις τους. Με αυτόν τον τρόπο η ιστορία υψώνεται στο πεδίο της επιστήμης και τα διάφορα γεγονότα δεν ερμηνεύονται από τα προσωπικά κίνητρα των ατόμων, ούτε από κάποια χαρίσματα των μεγάλων προσωπικοτήτων. Αντίθετα είναι τα ασυμφιλίωτα συμφέροντα των ανταγωνιζόμενων τάξεων και ο αγώνας για την κυριαρχία που ορίζει το πεδίο της ιστορίας ως το πεδίο της σύγκρουσης, προκαλώντας τα λεγόμενα ιστορικά γεγονότα.
Οι Μαρξ-Ένγκελς θεωρούν πως η αστική κοινωνία και ο καπιταλισμός είναι η συγκεκριμένη μορφή ταξικής κοινωνίας που αφήνει αυτές τις αντιθέσεις να εκδηλωθούν με τον πιο ανάγλυφο και καθαρό τρόπο σε αντίθεση με τη φεουδαρχία που όριζε την κυρίαρχη τάξη ελέω θεού. «Η αστική τάξη έπνιξε στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού τα ιερά ρίγη του ευλαβικού ρεμβασμού, του ιπποτικού ενθουσιασμού, της μικροαστικής μελαγχολίας. Μετέτρεψε την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία και στη θέση των απειράριθμων γραφιάδων και των έντιμα αποκτημένων ελευθεριών έβαλε τη μοναδική ασυνείδητη ελευθερία του εμπορίου. Με μια λέξη στη θέση της καλυμμένης με θρησκευτικές και πολιτικές αυταπάτες εκμετάλλευση, έβαλε την ανοιχτή, ξεδιάντροπη, άμεση, σκληρή εκμετάλλευση». Ουσιαστικά η αστική τάξη «δεν άφησε κανέναν άλλο δεσμό ανάμεσα σε άνθρωπο και σε άνθρωπο, εκτός από το γυμνό συμφέρον, από την αναίσθητη πληρωμή τοις μετρητοίς»
Μαρξ-Ένγκελς, Μανιφέστο
του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 28
Αν όμως στον
καπιταλισμό κυρίαρχη τάξη είναι η αστική, ποιος είναι ο βασικός ανταγωνιστής
της; «Στο βαθμό που αναπτύσσεται η αστική τάξη, δηλαδή το κεφάλαιο, στον
ίδιο βαθμό αναπτύσσεται και το προλεταριάτο, η τάξη των σύγχρονων εργατών που
ζουν μονάχα, όσο βρίσκουν δουλειά, και που βρίσκουν τόσο δουλειά, όσο η δουλειά
τους αυξάνει το κεφάλαιο… Το προλεταριάτο περνά από διάφορα στάδια ανάπτυξης. Η
πάλη του ενάντια στην αστική τάξη αρχίζει από τη μέρα που αρχίζει να υπάρχει.»
(Μαρξ-Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή,
σελ 33-35)
Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η βασική διαφορά της μαρξιστικής θεωρίας από τις προγενέστερες απόπειρες ανάλυσης του καπιταλισμού των ουτοπικών σοσιαλιστών. Για τους Μαρξ-Ένγκελς η εξαθλίωση των προλετάριων που έκανε τις ευαίσθητες ψυχές των ουτοπικών να εξεγείρονται δεν είναι κάποια παρεξήγηση μεταξύ των τάξεων, ούτε-μόνο-ένδειξη της ανθρώπινης απληστίας. Αντίθετα αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της καπιταλιστικής παραγωγής, που είναι η ολοένα και μεγαλύτερη απόσπαση υπεραξίας στην παραγωγή. Αυτή είναι και η αιτία που το προλεταριάτο είναι η άλλη πλευρά της διπολικής σχέσης με το κεφάλαιο και μάλιστα η καταστροφική. Ακριβώς από τη θέση του στην παραγωγή πηγάζει και ο επαναστατικός του ρόλος, αυτή η ορμητική δύναμη που το ωθεί να σπάσει τα δεσμά του και που αν αποκτήσει συνείδηση και από τάξη καθεαυτή μετατραπεί σε τάξη για τον εαυτό της, αν δηλαδή από αντικείμενο εκμετάλλευσης μετατραπεί σε συνειδητό υποκείμενο, θα απελευθερώσει όλη την κοινωνία από την καπιταλιστική αλλοτρίωση. Οι Μαρξ-Ενγκελς δε βλέπουν στους προλετάριους τα θύματα αυτής της κοινωνίας αλλά τους εν δυνάμει νεκροθάφτες της.
Είναι γνωστό πως η μαρξιστική σκέψη και μεθοδολογία βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον εξελικτικισμό έχοντας ενσωματώσει τη χεγκελιανή διαλεκτική ανεστραμμένη:
“Η διαλεκτική μου μέθοδος στη βάση της δεν είναι μόνο διαφορετική από τη χεγκελιανή μα είναι το ακριβώς αντίθετο της. Για το Χέγκελ η κίνηση της νόησης, την οποία με το όνομα της ιδέας μετατρέπει σε αυθυπόστατο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός της πραγματικότητας, που αποτελεί τη φαινομενική μορφή της ιδέας. Για μένα αντίθετα η κίνηση της νόησης δεν είναι παρά η αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης μεταφερμένη στον ανθρώπινο εγκέφαλο”. (Μαρξ, Το Κεφάλαιο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος πρώτος σελ 25-26)
Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η βασική διαφορά της μαρξιστικής θεωρίας από τις προγενέστερες απόπειρες ανάλυσης του καπιταλισμού των ουτοπικών σοσιαλιστών. Για τους Μαρξ-Ένγκελς η εξαθλίωση των προλετάριων που έκανε τις ευαίσθητες ψυχές των ουτοπικών να εξεγείρονται δεν είναι κάποια παρεξήγηση μεταξύ των τάξεων, ούτε-μόνο-ένδειξη της ανθρώπινης απληστίας. Αντίθετα αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της καπιταλιστικής παραγωγής, που είναι η ολοένα και μεγαλύτερη απόσπαση υπεραξίας στην παραγωγή. Αυτή είναι και η αιτία που το προλεταριάτο είναι η άλλη πλευρά της διπολικής σχέσης με το κεφάλαιο και μάλιστα η καταστροφική. Ακριβώς από τη θέση του στην παραγωγή πηγάζει και ο επαναστατικός του ρόλος, αυτή η ορμητική δύναμη που το ωθεί να σπάσει τα δεσμά του και που αν αποκτήσει συνείδηση και από τάξη καθεαυτή μετατραπεί σε τάξη για τον εαυτό της, αν δηλαδή από αντικείμενο εκμετάλλευσης μετατραπεί σε συνειδητό υποκείμενο, θα απελευθερώσει όλη την κοινωνία από την καπιταλιστική αλλοτρίωση. Οι Μαρξ-Ενγκελς δε βλέπουν στους προλετάριους τα θύματα αυτής της κοινωνίας αλλά τους εν δυνάμει νεκροθάφτες της.
Είναι γνωστό πως η μαρξιστική σκέψη και μεθοδολογία βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον εξελικτικισμό έχοντας ενσωματώσει τη χεγκελιανή διαλεκτική ανεστραμμένη:
“Η διαλεκτική μου μέθοδος στη βάση της δεν είναι μόνο διαφορετική από τη χεγκελιανή μα είναι το ακριβώς αντίθετο της. Για το Χέγκελ η κίνηση της νόησης, την οποία με το όνομα της ιδέας μετατρέπει σε αυθυπόστατο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός της πραγματικότητας, που αποτελεί τη φαινομενική μορφή της ιδέας. Για μένα αντίθετα η κίνηση της νόησης δεν είναι παρά η αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης μεταφερμένη στον ανθρώπινο εγκέφαλο”. (Μαρξ, Το Κεφάλαιο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος πρώτος σελ 25-26)
Επομένως και
στην ιστορία η εξέλιξη δε συντελείται ακριβώς σταδιακά, αλλά μέσω αλμάτων και
καταστροφών, για αυτό εξάλλου οι επαναστάσεις είναι οι ατμομηχανές της
ιστορίας. Ο ιστορικός χρόνος επιταχύνει, όταν οι αντιφάσεις της προηγούμενης
περιόδου έχουν φτάσει στο απόγειο τους και ο κοινωνικός σχηματισμός, νοούμενος
ως πολύπλοκο σύστημα, αναζητά ένα νέο σημείο ισορροπίας. Τότε είναι που ο
ανταγωνισμός μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης παίρνει έναν αποφασιστικό
χαρακτήρα, τότε είναι που αναδύεται και το ουσιαστικό διακύβευμα της πάλης, η
κατάκτηση της εξουσίας. Η κατάκτηση όμως της εξουσίας φέρνει στο προσκήνιο το
ζήτημα του κράτους, στο βαθμό που είναι ο θεματοφύλακας της αστικής εξουσίας. Ο
μαρξισμός θεωρώντας κυρίαρχη τάξη αυτή που καταφέρνει να ενοποιεί- και δια της
βίας- υπό την κυριαρχία της την υπόλοιπη κοινωνία, θεωρεί και «τη σύγχρονη
κρατική εξουσία μια επιτροπή που διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις της αστικής
τάξης στο σύνολο της». Μαρξ-Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος,
εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 28 Α
Aν λοιπόν
ανεξάρτητα από τις όποιες μορφές του, το περιεχόμενο του κράτους είναι η
κυριαρχία της εκάστοτε άρχουσας τάξης, τότε το αστικό κράτος είναι η δικτατορία
της αστικής τάξης. Όταν όμως αυτή η κυριαρχία τίθεται υπό αμφισβήτηση, «όταν
οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο τον παραγωγικών σχέσεων, φέρνουν
σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής
ιδιοκτησίας.» (Μαρξ-Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος,
εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 32)
Μια τέτοια
στιγμή καθολικής αμφισβήτησης της αστικής κυριαρχίας και ανοιχτής αντιπαράθεσης
αστικής και εργατικής τάξης είναι και η Παρισινή Κομμούνα του 1871. Στη μακρά
ιστορία των επαναστάσεων η Κομμούνα παραμένει ένα κομβικό σημείο, μια τομή, όχι
τόσο για τον αναμφισβήτητο ηρωισμό των κομμουνάρων, μιας και οι πρώιμοι
κομμουνιστές της Γαλλικής Επανάστασης, Μπαμπέφ και Μπουανορρότι, είχαν ήδη γράψει
κυριολεκτικά με το αίμα τους ηρωικές σελίδες, για να περιοριστούμε στο γαλλικό
έδαφος. Η Κομμούνα είναι ένα καθοριστικής σημασίας γεγονός γιατί αποτελεί την
πρώτη συνειδητή απόπειρα της εργατικής τάξης, να καταλάβει την εξουσία και να
οργανώσει την κοινωνία με έναν καινούριο τρόπο, υπό την ηγεμονίας της. Αποτελεί
την πρώτη προσπάθεια καταστροφής του αστικού κράτους και την αντικατάσταση του
με ένα κράτος με απόλυτα διαφορετικό περιεχόμενο και συνεπώς με πρωτόγνωρες
μορφές θέσμισης. Κατανοώντας το μαρξισμό ως μια ανοιχτή κοσμοαντίληψη και ένα
ενεργητικό μεθοδολογικό εργαλείο και όχι ως αποστεωμένο κλειστό σύστημα
εννοιών, η Πράξη και το Γεγονός αποτελούν την ανατροφοδότηση της θεωρίας, την
πραγματική αφετηρία κάθε θεωρησιακής αφαίρεσης.
Θα παραθέσουμε συνοπτικά τα γεγονότα των 73 ημερών που διήρκεσε η Κομμούνα καθώς και το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων της. Ταυτόχρονα μελετώντας κλασσικά μαρξιστικά κείμενα, θα αποπειραθούμε να αναδείξουμε την επίδραση του πραγματικού γεγονότος στη θεωρία, είτε μέσω της αναθεώρησης κάποιων παραδοχών της, είτε μέσω της επιβεβαίωσης της. Επιπλέον θα θέσουμε το ερώτημα κατά πόσο μέσα στο ευρύτερο επιστημονικό υπόδειγμα του μαρξισμού, ανιχνεύονται στοιχεία για μια θεωρία του κράτους που σίγουρα δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένη, όσο οι φιλοσοφικές και φυσικά οι οικονομικές διαστάσεις του μαρξικού και μαρξιστικού έργου.
Θα παραθέσουμε συνοπτικά τα γεγονότα των 73 ημερών που διήρκεσε η Κομμούνα καθώς και το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων της. Ταυτόχρονα μελετώντας κλασσικά μαρξιστικά κείμενα, θα αποπειραθούμε να αναδείξουμε την επίδραση του πραγματικού γεγονότος στη θεωρία, είτε μέσω της αναθεώρησης κάποιων παραδοχών της, είτε μέσω της επιβεβαίωσης της. Επιπλέον θα θέσουμε το ερώτημα κατά πόσο μέσα στο ευρύτερο επιστημονικό υπόδειγμα του μαρξισμού, ανιχνεύονται στοιχεία για μια θεωρία του κράτους που σίγουρα δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένη, όσο οι φιλοσοφικές και φυσικά οι οικονομικές διαστάσεις του μαρξικού και μαρξιστικού έργου.
Πολιτική κρίση, στρατιωτική ήττα και η
ανακήρυξη της δημοκρατίας
Όπως και κάθε
ιστορικό γεγονός έτσι και η Κομμούνα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, ούτε απόρροια
μόνο της επαναστατικής βούλησης των μαζών, ούτε φυσικά κάποια συνωμοσία της
Διεθνούς όπως ισχυρίστηκε η καθεστωτική Ευρώπη. Τις βαθύτερες αιτίες της θα
πρέπει να τις αναζητήσουμε στην έκβαση του γαλλογερμανικού πολέμου (υπό πρωσική
ηγεσία) και στην πολιτική κρίση του δικτατορικού καθεστώτος του Λουδοβίκου
Βοναπάρτη (1852-1870). Στις 19 Ιουλίου του 1870 ξεκινά ο πόλεμος. Ο Βίσμαρκ
προσπαθεί να ενοποιήσει υπό πρωσική κυριαρχία, όλα τα γερμανικά κρατίδια και να
επεκτείνει έτσι την πρωσική κυριαρχία στο ζωτικό χώρο της γαλλικής
αυτοκρατορίας. Από την άλλη μεριά ο Βοναπάρτης είχε επιβάλλει τη δικτατορία
του, στηριζόμενος στους καθυστερημένους χωρικούς και με την επιδοκιμασία της
αστικής τάξης.
«..η δυναστεία
του Βοναπάρτη δεν αντιπροσωπεύει το διαφωτισμό, αλλά τη δεισιδεμονία του
αγρότη, δεν αντιπροσωπεύει την κρίση του, αλλά την πρόληψη του, δεν
αντιπροσωπεύει το μέλλον του, αλλά το παρελθόν του, δεν αντιπροσωπεύει τη
σύγχρονη Σεβέν αλλά τη σύγχρονη Βανδέα του.» (Μαρξ, Η 18η
Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 272).
Όσο όμως κι αν
ο βοναπαρτικός αυταρχισμός επέβαλλε μια ταφόπλακα στην κοινωνική δυναμική,
εκείνη συνέχιζε υπό ασφυκτική πίεση την κίνηση της. Η οικονομική χρεοκοπία της
δεύτερης αυτοκρατορίας και η εντεινόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια ανάγκασαν το
Βοναπάρτη να προσπαθήσει να εξάγει την πίεση αυτή και να ανακόψει την πρωσική
επέκταση, επιβεβαιώνοντας εκ νέου την γαλλική κυριαρχία στην Ευρώπη. Ο πόλεμος
έμοιαζε να είναι μια κάποια λύση, αφού θα συνένωνε κάτω από τον πατριωτικό
μανδύα όλες τις ταξικές αντιθέσεις.
«Όλοι οι Γάλλοι
πρέπει να ενωθούν για τον εθνικό πόλεμο» ήταν η ιαχή που έβγαινε από τα στόματα
του αυτοκράτορα, των στρατηγών, των υπουργών, της αντιπολίτευσης. Η ταχύτητα
των γεγονότων έκανε τα λόγια αυτά συντρίμμια στα πεδία των μαχών. Μέσα σε οκτώ
ημέρες οι γαλλικές μεραρχίες της Αλσατίας και της Λωραίνης είχαν συντριβεί. Το
κύκνειο άσμα του πολέμου, αλλά και του βοναπαρτικού καθεστώτος ήταν η μάχη του
Σεντάν, που κατέληξε με την συνθηκολόγηση και την παράδοση του ίδιου του Λουδοβίκου
Βοναπάρτη και 83 χιλιάδων αντρών του. Η παράδοση του αυτοκρατορικού ξίφους, ο
σχηματισμός κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας και η ανακήρυξη της δημοκρατίας στις 4
Σεπτεμβρίου από τους εργάτες του Παρισιού επιβεβαίωσαν την πρόβλεψη του Μαρξ: «η
λατρεία του αγίου χιτώνα του Τριλέρ επαναλαμβάνεται στο Παρίσι με τη μορφή της
λατρείας του ναπολεόντειου αυτοκρατορικού μανδύα: όταν όμως ο αυτοκρατορικός
μανδύας καλύψει επιτέλους τους ώμους του Λουδοβίκου Βοναπάρτη θα γκρεμιστεί από
το ύψος της στήλης της Βαντόμ ο ορειχάλκινος ανδριάντας του Ναπολέοντα.»
Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 283
Το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε έφερε στην επιφάνεια τις πραγματικές
αντιθέσεις της γαλλικής κοινωνίας, χωρίζοντας την ουσιαστικά σε δύο στρατόπεδα.
Από τη μια μεριά ήταν οι οπαδοί του κόμματος της Τάξης-δηλαδή οι νοσταλγοί των
δύο δυναστειών, μαζί με τους εναπομείναντες βοναπαρτικούς και τους αστούς
δημοκράτες, Με ηγέτη τον Αδόλφο Θιέρσο συσπειρώθηκαν πίσω από την κυβέρνηση της
Εθνικής Άμυνας, μια κυβέρνηση που αρχικά έγινε δεκτή και από τους εργάτες με
επιφυλάξεις, για το κατά πόσο θα αγωνιζόταν για την άμυνα εναντίον των πρωσικών
στρατευμάτων. Κοινωνικά το στρατόπεδο αυτό εξέφραζε το σύνολο της αστικής
τάξης, τους γαιοκτήμονες και είχε ερείσματα στην καθυστερημένη αγροτική βάση
της επαρχίας. Η αστική τάξη από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησε πως η συνέχιση
του πολέμου, σήμαινε οπλισμένους εργάτες και άρα «μια νίκη του Παρισιού
ενάντια στον Πρώσο επιδρομέα θα ήταν μια νίκη του γάλλου εργάτη ενάντια στο
γάλλο κεφαλαιοκράτη και στα κρατικά του παράσιτα. Μπρος στο δίλημμα να διαλέξει
ανάμεσα στο εθνικό καθήκον και στο ταξικό συμφέρον, η κυβέρνηση της εθνικής
άμυνας δε δίστασε ούτε στιγμή-μετατράπηκε σε κυβέρνηση εθνικής προδοσίας». Μαρξ,
ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 286
Ο Θιέρσος άρχισε περιοδεία στην Ευρώπη, ζητώντας διαιτησία, προσφέροντας σε
αντάλλαγμα τη δημοκρατία, ενώ το Παρίσι βρισκόταν υπό ασφυκτική πρωσική
πολιορκία από τις 18 Σεπτεμβρίου 1870. Σύσσωμη η αστική τάξη εγκαταλείπει το
Παρίσι και αφήνει πίσω της τους νόμιμους πια υπερασπιστές του, το άλλο
στρατόπεδο της βαθιά πολωμένης γαλλικής κοινωνίας. Εργάτες, μικρομαγαζάτορες,
άντρες και γυναίκες οργανώνουν την άμυνα τους με όλο το βάρος της να πέφτει στα
χέρια της Εθνοφρουράς. Με λαϊκό έρανο η εθνοφρουρά εξοπλίζεται με κανόνια και
έτσι η εργατική τάξη του Παρισιού δίπλα στον εθνικό πόλεμο ενάντια στον Πρώσο
εισβολέα, που διεξάγει αποκλειστικά εκείνη, βάζει και ριζοσπαστικά αιτήματα. Οι
παραδόσεις του 1848, κυρίως του Ιούνη είναι ακόμα νωπές και μαζί με την
αυτοπεποίθηση των προλεταρίων, ενισχύεται και το μίσος για την προδοτική κλίκα
του Θιέρσου και για το στρατηγό του, σφαγέα του 1848 Μακ Μαόν.
Στις 28 Ιανουαρίου η κυβέρνηση «Εθνικής Άμυνας» συνθηκολογεί με την Πρωσία,
παραδίδοντας όχι μόνο το Παρίσι, αλλά ολόκληρη τη Γαλλία, και έτσι ουσιαστικά «αυτή
η συνθηκολόγηση εγκαινίασε τον εμφύλιο πόλεμο που τώρα έκαναν με τη βοήθεια της
Πρωσίας ενάντια στη δημοκρατία και το Παρίσι.» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος
στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 294)
Η συνθηκολόγηση έπρεπε να επικυρωθεί από κάποια εθνοσυνέλευση μέσα σε οκτώ
ημέρες και για αυτό το λόγο συνήλθε στο Μπορντώ η λεγόμενη συνέλευση των
γαιοκτημόνων με πλειοψηφία τους μοναρχικούς. Με ιδιαίτερο κυνισμό ο Θιέρσος
ξεκαθάρισε πως η υπογραφή της συνθηκολόγησης ήταν ο απαραίτητος όρος για να
επιτρέψει ο Βίσμαρκ να ξεκινήσουν τον πόλεμο ενάντια στο εξεγερμένο Παρίσι, με
το χρόνο να μετρά εναντίον τους.
Το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε έφερε στην επιφάνεια τις πραγματικές αντιθέσεις της γαλλικής κοινωνίας, χωρίζοντας την ουσιαστικά σε δύο στρατόπεδα. Από τη μια μεριά ήταν οι οπαδοί του κόμματος της Τάξης-δηλαδή οι νοσταλγοί των δύο δυναστειών, μαζί με τους εναπομείναντες βοναπαρτικούς και τους αστούς δημοκράτες, Με ηγέτη τον Αδόλφο Θιέρσο συσπειρώθηκαν πίσω από την κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας, μια κυβέρνηση που αρχικά έγινε δεκτή και από τους εργάτες με επιφυλάξεις, για το κατά πόσο θα αγωνιζόταν για την άμυνα εναντίον των πρωσικών στρατευμάτων. Κοινωνικά το στρατόπεδο αυτό εξέφραζε το σύνολο της αστικής τάξης, τους γαιοκτήμονες και είχε ερείσματα στην καθυστερημένη αγροτική βάση της επαρχίας. Η αστική τάξη από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησε πως η συνέχιση του πολέμου, σήμαινε οπλισμένους εργάτες και άρα «μια νίκη του Παρισιού ενάντια στον Πρώσο επιδρομέα θα ήταν μια νίκη του γάλλου εργάτη ενάντια στο γάλλο κεφαλαιοκράτη και στα κρατικά του παράσιτα. Μπρος στο δίλημμα να διαλέξει ανάμεσα στο εθνικό καθήκον και στο ταξικό συμφέρον, η κυβέρνηση της εθνικής άμυνας δε δίστασε ούτε στιγμή-μετατράπηκε σε κυβέρνηση εθνικής προδοσίας». Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 286
Ο Θιέρσος άρχισε περιοδεία στην Ευρώπη, ζητώντας διαιτησία, προσφέροντας σε αντάλλαγμα τη δημοκρατία, ενώ το Παρίσι βρισκόταν υπό ασφυκτική πρωσική πολιορκία από τις 18 Σεπτεμβρίου 1870. Σύσσωμη η αστική τάξη εγκαταλείπει το Παρίσι και αφήνει πίσω της τους νόμιμους πια υπερασπιστές του, το άλλο στρατόπεδο της βαθιά πολωμένης γαλλικής κοινωνίας. Εργάτες, μικρομαγαζάτορες, άντρες και γυναίκες οργανώνουν την άμυνα τους με όλο το βάρος της να πέφτει στα χέρια της Εθνοφρουράς. Με λαϊκό έρανο η εθνοφρουρά εξοπλίζεται με κανόνια και έτσι η εργατική τάξη του Παρισιού δίπλα στον εθνικό πόλεμο ενάντια στον Πρώσο εισβολέα, που διεξάγει αποκλειστικά εκείνη, βάζει και ριζοσπαστικά αιτήματα. Οι παραδόσεις του 1848, κυρίως του Ιούνη είναι ακόμα νωπές και μαζί με την αυτοπεποίθηση των προλεταρίων, ενισχύεται και το μίσος για την προδοτική κλίκα του Θιέρσου και για το στρατηγό του, σφαγέα του 1848 Μακ Μαόν.
Στις 28 Ιανουαρίου η κυβέρνηση «Εθνικής Άμυνας» συνθηκολογεί με την Πρωσία, παραδίδοντας όχι μόνο το Παρίσι, αλλά ολόκληρη τη Γαλλία, και έτσι ουσιαστικά «αυτή η συνθηκολόγηση εγκαινίασε τον εμφύλιο πόλεμο που τώρα έκαναν με τη βοήθεια της Πρωσίας ενάντια στη δημοκρατία και το Παρίσι.» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 294)
Η συνθηκολόγηση έπρεπε να επικυρωθεί από κάποια εθνοσυνέλευση μέσα σε οκτώ ημέρες και για αυτό το λόγο συνήλθε στο Μπορντώ η λεγόμενη συνέλευση των γαιοκτημόνων με πλειοψηφία τους μοναρχικούς. Με ιδιαίτερο κυνισμό ο Θιέρσος ξεκαθάρισε πως η υπογραφή της συνθηκολόγησης ήταν ο απαραίτητος όρος για να επιτρέψει ο Βίσμαρκ να ξεκινήσουν τον πόλεμο ενάντια στο εξεγερμένο Παρίσι, με το χρόνο να μετρά εναντίον τους.
Ο εμφύλιος πόλεμος και η γέννηση της
Κομμούνας
Ενώ οι οπαδοί
της τάξης οργανώνονται με τη βοήθεια των Πρώσων για να καταλάβουν το Παρίσι το
εργατικό πια Παρίσι βρίσκεται σε επιφυλακή. Ο οπλισμένος λαός με όργανο του την
Εθνοφρουρά ανασυντάσσεται για να προφυλάξει τη δημοκρατία της 4ης Σεπτεμβρίου. «Το
Παρίσι είτε έπρεπε να καταθέσει τα όπλα..και να παραδεχτεί πως η επανάσταση της
4ης Σεπτεμβρίου σήμαινε απλά τη μεταβίβαση της κρατικής εξουσίας από το
Λουδοβίκο Βοναπάρτη στους βασιλικούς του αντιπάλους, είτε έπρεπε να εμφανιστεί
σαν ο γεμάτος αυτοθυσία πρόμαχος της Γαλλίας που ήταν αδύνατο να σωθεί από την
καταστροφή και να αναγεννηθεί χωρίς να ανατραπούν επαναστατικά οι πολιτικοί και
κοινωνικοί όροι που είχαν γεννήσει τη δεύτερη αυτοκρατορία και που κάτω από τη
στοργική της προστασία είχαν ωριμάσει ως το ολοκληρωτικό σάπισμα τους…το Παρίσι
αποφάσισε ηρωικά να υπομείνει όλους τους κινδύνους της αντίστασης ενάντια στους
γάλλους συνωμότες παρ’ όλο που τα πρωσικά κανόνια έχασκαν κατ΄ απάνω του από τα
ίδια τα δικά του φρούρια.» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις
Αναγνωστίδη, σελ 299)
Η απόπειρα του Θιέρσου τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου να αφοπλίσει την
Εθνοφρουρά, διεκδικώντας τα κανόνια-που τυπικά είχαν εξαιρεθεί από το κείμενο
της συνθηκολόγησης- κατέληξε σε σύγκρουση και ήττα των πιστών στο Θιέρσο
δυνάμεων. Ήδη στο κάλεσμα του προς τους εθνοφρουρούς να συνταχθούν μαζί του
είχαν ανταποκριθεί ελάχιστοι. Το ίδιο πρωί χιλιάδες λαού διαδήλωσαν στην
πλατεία Πιγκάλ. Το 81ο σύνταγμα πεζικού, η μόνη δύναμη τακτικού στρατού στο
Παρίσι, πήρε εντολή να τους πυροβολήσει. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν, ενώθηκαν με
το λαό και εκτέλεσαν τους αρχηγούς τους, στρατηγούς Κλεμάν Τομά και Λεκόντ.
Πλέον η μόνη εξουσία στο Παρίσι είναι η κεντρική επιτροπή της Εθνοφρουράς και
μια κραυγή ακούγεται στους δρόμους της πόλης «Ζήτω η Κομμούνα!».
Oδοφράγματα
της Εθνοφρουράς
Η απόπειρα του Θιέρσου τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου να αφοπλίσει την Εθνοφρουρά, διεκδικώντας τα κανόνια-που τυπικά είχαν εξαιρεθεί από το κείμενο της συνθηκολόγησης- κατέληξε σε σύγκρουση και ήττα των πιστών στο Θιέρσο δυνάμεων. Ήδη στο κάλεσμα του προς τους εθνοφρουρούς να συνταχθούν μαζί του είχαν ανταποκριθεί ελάχιστοι. Το ίδιο πρωί χιλιάδες λαού διαδήλωσαν στην πλατεία Πιγκάλ. Το 81ο σύνταγμα πεζικού, η μόνη δύναμη τακτικού στρατού στο Παρίσι, πήρε εντολή να τους πυροβολήσει. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν, ενώθηκαν με το λαό και εκτέλεσαν τους αρχηγούς τους, στρατηγούς Κλεμάν Τομά και Λεκόντ. Πλέον η μόνη εξουσία στο Παρίσι είναι η κεντρική επιτροπή της Εθνοφρουράς και μια κραυγή ακούγεται στους δρόμους της πόλης «Ζήτω η Κομμούνα!».
Αμέσως η Κ.Ε
της εθνοφρουράς άρει την κατάσταση πολιορκίας και αποφασίζει να προκηρύξει
εκλογές για να νομιμοποιήσει την εξουσία της. Εδώ εκδηλώνεται και η πρώτη
αντίθεση ανάμεσα στην Εθνοφρουρά (κυρίως προυντονιστές) και στους αντιπροσώπους
των Είκοσι Δημοτικών Διαμερισμάτων του Παρισιού (μπλανκιστές), που στη διάρκεια
της πολιορκίας ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα. Η δεύτερη αυτή τάση είχε
προτείνει ένα ψήφισμα στις 23 Φεβρουαρίου στη Γενική Συνέλευση των Επιτροπών
Επαγρύπνησης όπου απομάκρυνε όσα στοιχεία δεν είχαν επαρκή σοσιαλιστικό
χαρακτήρα και έπρεπε όλοι να υπογράψουν τη Διακήρυξη Αρχών. «σε κάθε
Διαμέρισμα θα ανασυσταθούν αμέσως οι Επιτροπές Επαγρύπνησης, αλλά δε θα
περιλαμβάνουν στοιχεία που δεν έχουν σαφή επαναστατικό-σοσιαλιστικό χαρακτήρα.»
(Λισαγκαρέ, η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμος δεύτερος, εκδόσεις
Ελεύθερος Τύπος, σελ 29)
Παρά τις αντιθέσεις αυτές (που ποτέ δεν πήραν τη μορφή ανοιχτής αντιπαλότητας και έμειναν σε συντροφικά πλαίσια) ανάμεσα σε μια δημοκρατική και μια πιο συγκεντρωτική αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας, οι εκλογές πραγματοποιούνται στις 26 Μαρτίου και αναδεικνύεται πανηγυρικά το Συμβούλιο της Κομμούνας. Η πρώτη εργατική κυβέρνηση είναι γεγονός και η Κ.Ε της Εθνοφρουράς τη χαιρετίζει: «Εκλεγμένοι πολίτες του Παρισιού η Κ.Ε. σας παραδίδει τις επαναστατικές εξουσίες της. Επανερχόμαστε στα καθήκοντα που ορίζονται από τον κανονισμό μας. Η Κ.Ε. δεν πρόκειται να αναμιχθεί στις πράξεις της Κομμούνας, της μόνης νόμιμης εξουσίας. Θα τις κάνει σεβαστές και θα περιορισθεί στην αναδιοργάνωση της Εθνοφρουράς» (Παππά Έλλη, Η Κομμούνα του 1871, εκδόσεις Άγρα, σελ 48-49)
Παρά τις αντιθέσεις αυτές (που ποτέ δεν πήραν τη μορφή ανοιχτής αντιπαλότητας και έμειναν σε συντροφικά πλαίσια) ανάμεσα σε μια δημοκρατική και μια πιο συγκεντρωτική αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας, οι εκλογές πραγματοποιούνται στις 26 Μαρτίου και αναδεικνύεται πανηγυρικά το Συμβούλιο της Κομμούνας. Η πρώτη εργατική κυβέρνηση είναι γεγονός και η Κ.Ε της Εθνοφρουράς τη χαιρετίζει: «Εκλεγμένοι πολίτες του Παρισιού η Κ.Ε. σας παραδίδει τις επαναστατικές εξουσίες της. Επανερχόμαστε στα καθήκοντα που ορίζονται από τον κανονισμό μας. Η Κ.Ε. δεν πρόκειται να αναμιχθεί στις πράξεις της Κομμούνας, της μόνης νόμιμης εξουσίας. Θα τις κάνει σεβαστές και θα περιορισθεί στην αναδιοργάνωση της Εθνοφρουράς» (Παππά Έλλη, Η Κομμούνα του 1871, εκδόσεις Άγρα, σελ 48-49)
Η υλοποίηση της ουτοπίας και η αντίδραση
των Βερσαλλιών
Από την πρώτη
κιόλας μέρα η Κομμούνα παίρνει μέτρα που καταδεικνύουν το χαρακτήρα της ως
προλεταριακή εξουσία και ως εξουσία που αρνείται τον εαυτό της. Η υιοθέτηση της
κόκκινης σημαίας (28 Μαρτίου), αν και καθαρά συμβολικό μέτρο, σπέρνει
ανατριχίλα στις Βερσαλλίες, αλλά και στην καθεστωτική Ευρώπη. Η επαναφορά του
επαναστατικού ημερολογίου, η απόφαση για την καταστροφή της στήλης Βαντόμ (12
Απριλίου), η δήμευση της περιουσίας του Θιέρσου, η επαναφορά της προσφώνησης
πολίτη και σύντροφε, αποδεικνύουν πως οι κομμουνάροι πιάνουν το νήμα της
Γαλλικής Επανάστασης και πηγαίνουν ως τις έσχατες συνέπειες του τον αστικό
διαφωτισμό.
Η
πτώση της στήλης Βαντόμ, σύμβολο του γαλλικού ιμπεριαλισμού
Στις 29 Μαρτίου
η Κομμούνα εκδίδει το πρώτο της διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού,
και της αστυνομίας και την αντικατάσταση τους από τον ένοπλο λαό, την
Εθνοφρουρά.
Στις 73 ημέρες της ύπαρξης της η Κομμούνα πραγματοποιεί πρωτόγνωρες
μεταρρυθμίσεις που ως τότε έμεναν στη σφαίρα της θεωρίας και κάνει φανερό και
στον πιο αδαή παρατηρητή, πως το περιεχόμενο της εξουσίας της είναι ολότελα
διαφορετικό απ΄ ό,τι είχε γνωρίσει ως τότε η ανθρωπότητα.
Όλες οι εξουσίες συγχωνεύονται και η Κομμούνα είναι ταυτόχρονα νομοθετικό και
εκτελεστικό όργανο. Όλα της τα μέλη είναι άμεσα αιρετά και ανακλητά και
αμείβονται όσο και ένας εργάτης, ενώ καταργούνται όλες οι θέσεις και τα
προνόμια των αξιωματούχων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν είναι πια μια ξεκομμένη
από την κοινωνία γραφειοκρατία, αλλά υπηρέτες του λαού. (La Commune, Georges
Bourgin, collection Que-sais-je?, PUF)
Ακολουθεί ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους (2 Απριλίου) και η απαλλοτρίωση
της εκκλησιαστικής περιουσίας, κυρίως των μοναστηριών. Καθιερώνεται η δημόσια
και δωρεάν παιδεία και «έτσι όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους,
μα και η ίδια η επιστήμη ελευθερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η
ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη
Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 311). Επίσης ιδρύεται η Δημοκρατική Ένωση Σχολείων
και ενισχύεται ο συνδικαλισμός στα Πανεπιστήμια.
Τα δικαστήρια αναδιοργανώνονται πλήρως με βάση την καθολική ψήφο και
δημιουργούνται λαϊκά δικαστήρια και επομένως, «οι δικαστικοί λειτουργοί έχασαν
εκείνη τη φαινομενική τους ανεξαρτησία, που χρησίμευε μόνο και μόνο για να
σκεπάζει τη χαμερπή τους υποταγή σε όλες τις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις» (Μαρξ,
ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 311)
Με πυρετώδη
ρυθμό η Κομμούνα παίρνει μέτρα για την ανακούφιση των μεσαίων στρωμάτων, αποδεικνύοντας
πως η εργατική τάξη μπορεί να συνάψει συμμαχίες με άλλα κοινωνικά στρώματα υπό
την ηγεμονία της και πως η εργατική εξουσία μπορεί να ανακουφίσει τους
μικροαστούς από την ομηρία των τοκογλύφων και να τους προσφέρει έτσι μια
κοινωνική εναλλακτική. Αναστέλλονται όλα τα χρέη που οφείλονταν σε βιομηχάνους,
τράπεζες και εμπόρους για τουλάχιστον τρία χρόνια, απαγορεύεται η υποθήκευση,
αποσβένονται οι οφειλές των ενοικιαστών και επιτάσσονται αρκετά άδεια
διαμερίσματα προς όφελος των αστέγων από τις βομβαρδισμένες περιοχές.
Με διάταγμα στις 20 Απριλίου καταργείται η νυχτερινή δουλειά στους φούρνους,
ενώ καταργείται και η επιβολή προστίμων από τους εργοδότες με τη μορφή μειώσεων
του ημερομίσθιου. Στις 16 Απριλίου όλα τα εγκαταλελειμμένα εργαστήρια
παραδίδονται στους εργάτες και λειτουργούν σε συνεταιριστική βάση . (Λισαγκαρέ,
η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος,
σελ 308-309)
Επίσης καθιερώνεται η δεκάωρη ημερήσια εργασία.
Είναι προφανές πως τα μέτρα αυτά πρέπει να ιδωθούν μέσα στο πλαίσιο τους,
εκείνο δηλαδή μιας πόλης που βρίσκεται κάτω από πολιορκία. Ακόμα κι έτσι όμως
διατηρούν ατόφια τη δυναμική τους. Σίγουρα η απομόνωση του Παρισιού από την
επαρχία έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την συντριβή του. Είναι βέβαιο πως ο στόχος
ήταν η Κομμούνα να επεκταθεί σε όλη τη Γαλλία και «θα αποτελούσε την πολιτική
μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού» . (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία,
εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 312)
Εξάλλου τόσο στη Λυόν, όσο και στη Μασσαλία οι κομμουνιστικές απόπειρες είχαν
κατασταλεί βίαια από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Αντίθετα η επαρχία παρέμεινε
ταλαντευόμενη, χωρίς όμως να στηρίζει την αντεπανάσταση του Θιέρσου. Αυτή
ακριβώς η ουδετερότητα της και η βεβαιότητα πως όσο το Παρίσι συνέχιζε το
κοινωνικό του πείραμα, οι χωρικοί πνιγμένοι από τα χρέη, τους φόρους και την
καταπίεση του παπά και του χωροφύλακα, θα στρέφονταν προς την Κομμούνα,
επιτάχυναν τις εξελίξεις.
Ο Θιέρσος από το βήμα της Εθνοσυνέλευσης προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο και να
παρουσιαστεί ως εθνικός συμφιλιωτής. Έτσι δήλωνε πως δεν πρόκειται να εισβάλει
στο Παρίσι, ενώ ταυτόχρονα προκηρύχθηκαν δημοτικές εκλογές για την υπόλοιπη
γαλλική επικράτεια στις 30 Απριλίου. Για να αποσπάσει τη συναίνεση της επαρχίας
δήλωνε στις 29 Απριλίου: «Η μόνη συνωμοσία που υπάρχει ενάντια στη δημοκρατία
είναι η συνωμοσία του Παρισιού που μας αναγκάζει να χύνουμε γαλλικό αίμα. Το
λέω και το επαναλαμβάνω: φροντίστε να πέσουν τα ανόσια αυτά όπλα από τα χέρια
που τα κρατούν και η τιμωρία θα σταματήσει αμέσως με μια πράξη ειρηνική, απ΄
την οποία θα αποκλειστεί μόνο ο μικρός αριθμός των εγκληματιών» (Μαρξ, ο
Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 329)
Το εκλογικό αποτέλεσμα όμως ήταν μια πανωλεθρία για τη συνέλευση των
γαιοκτημόνων, που όχι μόνο δεν άντλησε από την επαρχία τη νομιμοποίηση που
επιθυμούσε, αλλά αντίθετα φανερώθηκε πως η επιρροή της περιοριζόταν στις
Βερσαλλίες.
Ο Βίσμαρκ αξίωσε τότε την οριστική υπογραφή της ειρήνης με ακόμα πιο απεχθείς
όρους, προσφέροντας ως αντάλλαγμα τον αιχμάλωτο γαλλικό στρατό και πρωσικές
ενισχύσεις για την καταστολή των εξεγερμένων. Ήταν η φυσική κατάληξη της
προδοσίας της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας που παρέδωσε και τα τελευταία
απομεινάρια της αξιοπρέπειας της μπροστά στο φόβο της εξάπλωσης του «μιάσματος»
της παρισινής Κομμούνας. Στις 10 του Μάη υπογράφεται η νέα συνθήκη και στις 21
του Μάη επικυρώθηκε από την Εθνοσυνέλευση. Ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για την
εισβολή των στρατευμάτων στο Παρίσι. Όταν ο Μακ-Μαόν ενημέρωσε το Θιέρσο πως ο
στρατός είναι σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα, τότε ο Θιέρσος δήλωσε στους
αγανακτισμένους γαιοκτήμονες πως θα είναι ανελέητος. (La Commune de 1871, C.
Talés (Spartacus)
Στις 21 του Μάη με προδοσία ο στρατηγός Ντουαί εισβάλει στο Παρίσι και ο
Θιέρσος απροκάλυπτα δηλώνει: «η νίκη της τάξης, της δικαιοσύνης και του
πολιτισμού κερδήθηκε επιτέλους.» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις
Αναγνωστίδη, σελ 332)
Η Κομμούνα που από την 1η του Μάη είχε παραχωρήσει αρκετές από τις εξουσίες
στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας αμύνθηκε μέχρις εσχάτων. Ύστερα από μία εβδομάδα
σφοδρών συγκρούσεων τα κυβερνητικά στρατεύματα επικράτησαν πλήρως. Η εβδομάδα
του αίματος όπως ονομάστηκε (semaine sanglante) άφησε πίσω της 30 χιλιάδες
νεκρούς κομμουνάρους. Η βαρβαρότητα των κυβερνητικών κατά των αμάχων δεν μπορεί
να ισοσκελιστεί με τις καταστροφές των κτιρίων-πολλά από αυτά καταστράφηκαν
εξάλλου από τα κυβερνητικά κανόνια-, ούτε από την ετεροχρονισμένη εκτέλεση των
αιχμαλώτων της Κομμούνας στις 24 του Μάη. Οι διώξεις που ακολούθησαν
συνεχίστηκαν ως το 1876, όπου έπαψε να ισχύει ο στρατιωτικός νόμος. Το ότι το
75% των συλληφθέντων ήταν εργάτες, πιστοποιεί την ταξική φύση της Κομμούνας,
αποδεικνύοντας πως το θνησιγενές πείραμα ήταν πραγματικά μια εργατική
κυβέρνηση. Ακόμα κι αν η Κομμούνα ηττήθηκε επειδή άργησε να βαδίσει κατά των
Βερσαλλιών, όπως υποστηρίζουν διάφοροι συγγραφείς, το σύντομο έργο της επηρέασε
καταλυτικά τη μαρξιστική σκέψη, άσχετα αν οι μαρξιστές δεν ήταν πλειοψηφία
στους κόλπους της. Η Α΄ Διεθνής στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό της
Κομμούνας, ενώ ο ίδιος ο Μαρξ πέρα από τη δεδομένη αλληλεγγύη, μελέτησε με
ιδιαίτερο ενδιαφέρον την πρώτη απόπειρα της εργατικής τάξης να καταλάβει την
εξουσία. Σε αυτά του τα συμπεράσματα θα σταθούμε αμέσως παρακάτω.
Στις 73 ημέρες της ύπαρξης της η Κομμούνα πραγματοποιεί πρωτόγνωρες μεταρρυθμίσεις που ως τότε έμεναν στη σφαίρα της θεωρίας και κάνει φανερό και στον πιο αδαή παρατηρητή, πως το περιεχόμενο της εξουσίας της είναι ολότελα διαφορετικό απ΄ ό,τι είχε γνωρίσει ως τότε η ανθρωπότητα.
Όλες οι εξουσίες συγχωνεύονται και η Κομμούνα είναι ταυτόχρονα νομοθετικό και εκτελεστικό όργανο. Όλα της τα μέλη είναι άμεσα αιρετά και ανακλητά και αμείβονται όσο και ένας εργάτης, ενώ καταργούνται όλες οι θέσεις και τα προνόμια των αξιωματούχων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν είναι πια μια ξεκομμένη από την κοινωνία γραφειοκρατία, αλλά υπηρέτες του λαού. (La Commune, Georges Bourgin, collection Que-sais-je?, PUF)
Ακολουθεί ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους (2 Απριλίου) και η απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, κυρίως των μοναστηριών. Καθιερώνεται η δημόσια και δωρεάν παιδεία και «έτσι όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, μα και η ίδια η επιστήμη ελευθερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 311). Επίσης ιδρύεται η Δημοκρατική Ένωση Σχολείων και ενισχύεται ο συνδικαλισμός στα Πανεπιστήμια.
Τα δικαστήρια αναδιοργανώνονται πλήρως με βάση την καθολική ψήφο και δημιουργούνται λαϊκά δικαστήρια και επομένως, «οι δικαστικοί λειτουργοί έχασαν εκείνη τη φαινομενική τους ανεξαρτησία, που χρησίμευε μόνο και μόνο για να σκεπάζει τη χαμερπή τους υποταγή σε όλες τις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 311)
Με διάταγμα στις 20 Απριλίου καταργείται η νυχτερινή δουλειά στους φούρνους, ενώ καταργείται και η επιβολή προστίμων από τους εργοδότες με τη μορφή μειώσεων του ημερομίσθιου. Στις 16 Απριλίου όλα τα εγκαταλελειμμένα εργαστήρια παραδίδονται στους εργάτες και λειτουργούν σε συνεταιριστική βάση . (Λισαγκαρέ, η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, σελ 308-309)
Επίσης καθιερώνεται η δεκάωρη ημερήσια εργασία.
Είναι προφανές πως τα μέτρα αυτά πρέπει να ιδωθούν μέσα στο πλαίσιο τους, εκείνο δηλαδή μιας πόλης που βρίσκεται κάτω από πολιορκία. Ακόμα κι έτσι όμως διατηρούν ατόφια τη δυναμική τους. Σίγουρα η απομόνωση του Παρισιού από την επαρχία έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την συντριβή του. Είναι βέβαιο πως ο στόχος ήταν η Κομμούνα να επεκταθεί σε όλη τη Γαλλία και «θα αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού» . (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 312)
Εξάλλου τόσο στη Λυόν, όσο και στη Μασσαλία οι κομμουνιστικές απόπειρες είχαν κατασταλεί βίαια από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Αντίθετα η επαρχία παρέμεινε ταλαντευόμενη, χωρίς όμως να στηρίζει την αντεπανάσταση του Θιέρσου. Αυτή ακριβώς η ουδετερότητα της και η βεβαιότητα πως όσο το Παρίσι συνέχιζε το κοινωνικό του πείραμα, οι χωρικοί πνιγμένοι από τα χρέη, τους φόρους και την καταπίεση του παπά και του χωροφύλακα, θα στρέφονταν προς την Κομμούνα, επιτάχυναν τις εξελίξεις.
Ο Θιέρσος από το βήμα της Εθνοσυνέλευσης προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο και να παρουσιαστεί ως εθνικός συμφιλιωτής. Έτσι δήλωνε πως δεν πρόκειται να εισβάλει στο Παρίσι, ενώ ταυτόχρονα προκηρύχθηκαν δημοτικές εκλογές για την υπόλοιπη γαλλική επικράτεια στις 30 Απριλίου. Για να αποσπάσει τη συναίνεση της επαρχίας δήλωνε στις 29 Απριλίου: «Η μόνη συνωμοσία που υπάρχει ενάντια στη δημοκρατία είναι η συνωμοσία του Παρισιού που μας αναγκάζει να χύνουμε γαλλικό αίμα. Το λέω και το επαναλαμβάνω: φροντίστε να πέσουν τα ανόσια αυτά όπλα από τα χέρια που τα κρατούν και η τιμωρία θα σταματήσει αμέσως με μια πράξη ειρηνική, απ΄ την οποία θα αποκλειστεί μόνο ο μικρός αριθμός των εγκληματιών» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 329)
Το εκλογικό αποτέλεσμα όμως ήταν μια πανωλεθρία για τη συνέλευση των γαιοκτημόνων, που όχι μόνο δεν άντλησε από την επαρχία τη νομιμοποίηση που επιθυμούσε, αλλά αντίθετα φανερώθηκε πως η επιρροή της περιοριζόταν στις Βερσαλλίες.
Ο Βίσμαρκ αξίωσε τότε την οριστική υπογραφή της ειρήνης με ακόμα πιο απεχθείς όρους, προσφέροντας ως αντάλλαγμα τον αιχμάλωτο γαλλικό στρατό και πρωσικές ενισχύσεις για την καταστολή των εξεγερμένων. Ήταν η φυσική κατάληξη της προδοσίας της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας που παρέδωσε και τα τελευταία απομεινάρια της αξιοπρέπειας της μπροστά στο φόβο της εξάπλωσης του «μιάσματος» της παρισινής Κομμούνας. Στις 10 του Μάη υπογράφεται η νέα συνθήκη και στις 21 του Μάη επικυρώθηκε από την Εθνοσυνέλευση. Ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για την εισβολή των στρατευμάτων στο Παρίσι. Όταν ο Μακ-Μαόν ενημέρωσε το Θιέρσο πως ο στρατός είναι σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα, τότε ο Θιέρσος δήλωσε στους αγανακτισμένους γαιοκτήμονες πως θα είναι ανελέητος. (La Commune de 1871, C. Talés (Spartacus)
Στις 21 του Μάη με προδοσία ο στρατηγός Ντουαί εισβάλει στο Παρίσι και ο Θιέρσος απροκάλυπτα δηλώνει: «η νίκη της τάξης, της δικαιοσύνης και του πολιτισμού κερδήθηκε επιτέλους.» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 332)
Η Κομμούνα που από την 1η του Μάη είχε παραχωρήσει αρκετές από τις εξουσίες στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας αμύνθηκε μέχρις εσχάτων. Ύστερα από μία εβδομάδα σφοδρών συγκρούσεων τα κυβερνητικά στρατεύματα επικράτησαν πλήρως. Η εβδομάδα του αίματος όπως ονομάστηκε (semaine sanglante) άφησε πίσω της 30 χιλιάδες νεκρούς κομμουνάρους. Η βαρβαρότητα των κυβερνητικών κατά των αμάχων δεν μπορεί να ισοσκελιστεί με τις καταστροφές των κτιρίων-πολλά από αυτά καταστράφηκαν εξάλλου από τα κυβερνητικά κανόνια-, ούτε από την ετεροχρονισμένη εκτέλεση των αιχμαλώτων της Κομμούνας στις 24 του Μάη. Οι διώξεις που ακολούθησαν συνεχίστηκαν ως το 1876, όπου έπαψε να ισχύει ο στρατιωτικός νόμος. Το ότι το 75% των συλληφθέντων ήταν εργάτες, πιστοποιεί την ταξική φύση της Κομμούνας, αποδεικνύοντας πως το θνησιγενές πείραμα ήταν πραγματικά μια εργατική κυβέρνηση. Ακόμα κι αν η Κομμούνα ηττήθηκε επειδή άργησε να βαδίσει κατά των Βερσαλλιών, όπως υποστηρίζουν διάφοροι συγγραφείς, το σύντομο έργο της επηρέασε καταλυτικά τη μαρξιστική σκέψη, άσχετα αν οι μαρξιστές δεν ήταν πλειοψηφία στους κόλπους της. Η Α΄ Διεθνής στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό της Κομμούνας, ενώ ο ίδιος ο Μαρξ πέρα από τη δεδομένη αλληλεγγύη, μελέτησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την πρώτη απόπειρα της εργατικής τάξης να καταλάβει την εξουσία. Σε αυτά του τα συμπεράσματα θα σταθούμε αμέσως παρακάτω.
Στρατιωτικό Δικαστήριο, 8 Σεπτεμβρίου 1871 |
Ο Μαρξ πριν την Κομμούνα
«H Γαλλία είναι
η χώρα όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού οι ταξικοί αγώνες έφταναν κάθε
φορά ως την αποφασιστική μάχη και όπου, συνεπώς, διαγράφονταν με τον πιο
ανάγλυφο τρόπο οι μεταβαλλόμενες πολιτικές μορφές που μέσα τους κινούνται οι
ταξικοί αγώνες και όπου συνοψίζονται τ΄ αποτελέσματα τους» (Ένγκελς, πρόλογος στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις
Αναγνωστίδη, σελ)
Πραγματικά ο Μαρξ, εκτός από τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία, που έγραψε
εξουσιοδοτημένος από το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς, έχει ασχοληθεί με τη
γαλλική ιστορία της εποχής του αναλυτικά, σε δύο ακόμα κείμενα: τη 18η Μπρυμαίρ
του Λουδοβίκου Βοναπάρτη και το Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το
1850. Ο λόγος αυτής της αναφοράς έγκειται στο ότι σπέρματα των ιδεών που ο Μαρξ
παραθέτει στον Εμφύλιο Πόλεμο, εντοπίζονται στα προγενέστερα κείμενα.
Πιο συγκεκριμένα στους Ταξικούς Αγώνες ο Μαρξ περιγράφει την προλεταριακή
εξέγερση του Ιούνη του 1848, ως την πρώτη απόπειρα της εργατικής τάξης να
αποσπαστεί από την αστική ηγεμονία Ύστερα από την «κοινή» επανάσταση του
Φλεβάρη, ενάντια στη βασιλική παλινόρθωση και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας,
το προλεταριάτο αντιλήφθηκε τα όρια της αστικής δημοκρατίας. και
συνειδητοποίησε πως η αστική δημοκρατία στρέφεται εναντίον του στο έσχατο όριο
της, με την καταστολή της εξέγερσης του τον Ιούνιο. «οι εργάτες κατέκτησαν
τις μέρες του Φλεβάρη την αστική δημοκρατία… και η δημοκρατία του Φλεβάρη
υποχρεώθηκε να ανακηρύξει τον εαυτό της δημοκρατία περιστοιχισμένη από κοινωνικούς
θεσμούς…εκείνο που το προλεταριάτο κατέκτησε ήταν το έδαφος του αγώνα για την
επαναστατική του χειραφέτηση, σε καμιά όμως περίπτωση αυτή την ίδια τη
χειραφέτηση» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ
40)
Ο Μαρξ στέκεται πάνω στις αυταπάτες του προλεταριάτου μπροστά στη δίχως
περιεχόμενο έννοια της αδελφότητας και στη ψευδαίσθηση πως η αλλαγή της
πολιτικής μορφής της αστικής κυριαρχίας, μπορεί να αμβλύνει ή και να εξαφανίσει
τις ταξικές αντιθέσεις. Αυταπάτες που, κατά τον Μαρξ, πηγάζουν από το
αντικειμενικό γεγονός ότι το προλεταριάτο δε έχει ακόμα κατορθώσει να επιβάλλει
το συμφέρον του, ως γενικό κοινωνικό συμφέρον και άρα να ανταγωνιστεί επί ίσοις
όροις με την αστική τάξη. Κάτι που θα καταφέρει με την Παρισινή Κομμούνα. «Η
λέξη που ανταποκρινόταν σ΄ αυτή τη φανταστική κατάργηση των ταξικών σχέσεων
ήταν η Fraternite, η γενική συναδέλφωση και αδερφοσύνη» (Μαρξ, Ταξικοί
Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 44)
Στην πορεία προς τη συνειδητοποίηση των διακριτών του συμφερόντων το
προλεταριάτο έπρεπε να αντιμετωπίσει τις μεταφυσικές αφαιρέσεις των διαφόρων
εννοιών της δημοκρατίας και να τις αντικρίσει στο πραγματικό τους πλαίσιο, με
τη μόνη δηλαδή μορφή που υπάρχουν, εκείνη της αστικής δημοκρατίας. «η
δημοκρατία που ανακηρύχτηκε από την εθνοσυνέλευση, η μόνη νόμιμη δημοκρατία,
είναι η δημοκρατία που δεν αποτελεί επαναστατικό όπλο ενάντια στο αστικό
καθεστώς, αλλά που, αντίθετα, αποτελεί την πολιτική του ανασυγκρότηση, με μια
λέξη είναι η αστική δημοκρατία» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις
Αναγνωστίδη, σελ 55)
Ενώ λοιπόν το προλεταριάτο, μεθυσμένο από τη επανάσταση του Φεβρουαρίου,
κινούταν στο χώρο του συμβολικού, η αστική τάξη είχε απόλυτη επίγνωση πως «οι
εργάτες έπρεπε να νικηθούν στους δρόμους, έπρεπε να τους δείξουν ότι ήταν
καταδικασμένοι σε ήττα, μόλις θα πολεμούσαν όχι με την αστική τάξη, αλλά
ενάντια στην αστική τάξη.» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις
Αναγνωστίδη, σελ 56) Ουσιαστικά η ήττα αυτή, εγκαινιάζει μια νέα εποχή, όπου
πλέον οι δυο βασικές ανταγωνιστικές τάξεις, δεν καλύπτουν τις διαφορές τους
μπροστά στα φεουδαρχικά κατάλοιπα, αλλά αντίθετα καθιστούν το ανανεωμένο
πολιτικό πλαίσιο το πεδίο της αντιπαράθεσης τους. Δεν προσδιορίζονται πια από
το παρελθόν, αλλά οι σχέσεις τους πηγάζουν από το μέλλον. «η αστική τάξη
έπρεπε να αποκρούσει με το όπλο στο χέρι, τις διεκδικήσεις του προλεταριάτου.
Και το πραγματικό λίκνο της αστικής δημοκρατίας δεν είναι η νίκη του Φλεβάρη,
είναι η ήττα του Ιούνη» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις
Αναγνωστίδη, σελ 57)
Επομένως η νέα κοινωνική ισορροπία, επιφέρει την αποκάλυψη όλων των αντιθέσεων,
που ο αστικός διαφωτισμός κάλυψε κάτω από τις πανανθρώπινες αλήθειες, είναι η
άνθηση των σπόρων που έσπειραν οι πρώιμοι κομμουνιστές, είναι τελικά η
ολοκλήρωση των αστικών επαναστάσεων. Από δω και πέρα στην αστική δημοκρατία,
κάθε επανάσταση θα είναι εργατική. «Μόνο αφού βουτήχτηκε στο αίμα των
εξεγερμένων του Ιούνη η τρίχρωμη σημαία έγινε η σημαία της ευρωπαϊκής
επανάστασης, η κόκκινη σημαία!» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις
Αναγνωστίδη, σελ 61)
Στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ο Μαρξ συνεχίζει να αναλύει τις
διάφορες μορφές που παίρνει το αστικό πολιτικό εποικοδόμημα, ως απόρροια των
ταξικών συσχετισμών και ως εμπέδωση τελικά της κυριαρχίας της αστικής τάξης επί
του προλεταριάτου. Μελετά δηλαδή την «αντικειμενική» ιστορική κίνηση που
μορφοποιεί κάθε φορά τις κρατικές μορφές αναπαραγωγής του καπιταλισμού. «οι
άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως
τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες
που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν.
Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών.»
(Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ
165)
Ουσιαστικά την
αστική μοναρχία διαδέχεται η αστική δημοκρατία, το Φλεβάρη του 1848 κι έτσι
πίσω από το ιδεολόγημα του λαού κυβερνά το σύνολο της αστικής τάξης. Η εργατική
εξέγερση του Ιουνίου έδειξε τα όρια αυτής της δημοκρατίας και μάλιστα ανάγκασε
το πολιτικό εποικοδόμημα να αντιδράσει σε αυτή την κοινωνική δυναμική και να
αυτό-αναιρεθεί με το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη(Δεκέμβρης 1851). «Αντί
η κοινωνία να έχει κατακτήσει ένα καινούριο περιεχόμενο για τον εαυτό της,
φαίνεται μόνο πως το κράτος ξαναγύρισε στην αρχαιότατη μορφή του, στην
αδιάντροπη απλή κυριαρχία του σπαθιού και του ράσου.» (Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ
του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 169
Με αυτό τον τρόπο αποδείχτηκε πως το αστικό κράτος, στην προσπάθεια θωράκισης
του από τον ταξικό αντίπαλο και όταν η ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης βρίσκεται
σε κρίση, έχει τη δυνατότητα να αναιρέσει τη δημοκρατική του μορφή και να
μετασχηματιστεί ακόμα και σε ένα βοναπαρτικό αντικοινοβουλευτικό καθεστώς. Έτσι
«ο αυταρχικός κρατισμός συνδέεται μέσα από τις μεταβολές των σχέσεων
παραγωγής, τις διαδικασίες και τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, με
σημαντικές αλλαγές στις ταξικές σχέσεις». (Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία,
ο σοσιαλισμός, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ 302)
Ο Μαρξ συμπεραίνει όχι μόνο πως η αστική δημοκρατία είναι μια μορφή της
δικτατορίας της αστικής τάξης, αλλά πως εμπεριέχει εντός της τις υλικές και
κοινωνικές δυνατότητες για την αναίρεση της. Σχεδόν έναν αιώνα πριν την
εμφάνιση των φασιστικών καθεστώτων, ο Μαρξ έχει αντιληφθεί τη διαλεκτική σχέση
ανάμεσα σε αυτά και τη δημοκρατία. «..αν το σύνταγμα εξαφανίστηκε από τον
κόσμο με τις ξιφολόγχες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χρειάστηκε να το
προστατεύσουν το ίδιο, όταν βρισκόταν ακόμα στην κοιλιά της μάνας του, με
ξιφολόγχες που ήταν στραμμένες ενάντια στο λαό και ότι χρειάστηκαν αυτές για να
το φέρουν στον κόσμο.» (Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη,
εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 184)
Το κράτος
επομένως μπορεί να υψωθεί πάνω από την κοινωνία και αυτονομημένο να επιβάλλει
εκ νέου την αστική κυριαρχία «ο στρατώνας και ο καταυλισμός, που τους
φορτώναν κατά περιόδους πάνω στο κεφάλι της γαλλικής κοινωνίας για να της
ζουλήξουν το μυαλό και να την κάνουν να κάτσει φρόνιμα… μήπως δε θα έπρεπε
τελικά ο στρατώνας και ο καταυλισμός, το σπαθί και το μουσκέτο, το μουστάκι και
η στρατιωτική στολή, να σκεφτούν να λυτρώσουν μια για πάντα την κοινωνία
ανακηρύσσοντας το δικό τους καθεστώς σαν το ανώτατο καθεστώς και να απαλλάξουν
ολότελα την αστική κοινωνία από την έγνοια να κυβερνάει τον ίδιο της τον
εαυτό;» (Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις
Αναγνωστίδη, σελ 184)
Επειδή ακριβώς το αστικό κράτος είναι ο συλλογικός εκφραστής της αστικής τάξης,
μπορεί να κηρύσσει την κοινωνία σε κατάσταση πολιορκίας, να ακυρώνει τις
συνταγματικές ελευθερίες και να αποκρυσταλλώνει νέες αποκρουστικές μορφές
οργάνωσης και διοίκησης. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν το Μαρξ να στοχαστεί πως δεν
αρκεί η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, γιατί θα βρεθεί να
ελέγχει ένα σύνολο δομών και θεσμών με περιεχόμενο και μορφές ολότελα αντίθετες
προς το σκοπό της επαναστατικής χειραφέτησης του προλεταριάτου και κατ΄
επέκταση της απελευθέρωσης της κοινωνίας. Σε αντίθεση λοιπόν με το Μανιφέστο
του 1848 όπου ο Μαρξ θεωρούσε πως «το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του
κυριαρχία για να αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, να
συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου
που είναι οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη» , ύστερα από την εμπειρία
των πραγματικών γεγονότων, ο Μαρξ θεωρεί πως η εργατική τάξη οφείλει να
συντρίψει τον κρατικό μηχανισμό, ορίζοντας έτσι θεωρητικά την επερχόμενο
αυθόρμητο ξεσηκωμό που δημιούργησε την Κομμούνα και οριοθετώντας τις εργατικές
επαναστάσεις από όσες προηγήθηκαν: «όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν την κρατική συγκεντρωτική
μηχανή αντί να την τσακίζουν»
Πραγματικά ο Μαρξ, εκτός από τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία, που έγραψε εξουσιοδοτημένος από το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς, έχει ασχοληθεί με τη γαλλική ιστορία της εποχής του αναλυτικά, σε δύο ακόμα κείμενα: τη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη και το Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850. Ο λόγος αυτής της αναφοράς έγκειται στο ότι σπέρματα των ιδεών που ο Μαρξ παραθέτει στον Εμφύλιο Πόλεμο, εντοπίζονται στα προγενέστερα κείμενα.
Πιο συγκεκριμένα στους Ταξικούς Αγώνες ο Μαρξ περιγράφει την προλεταριακή εξέγερση του Ιούνη του 1848, ως την πρώτη απόπειρα της εργατικής τάξης να αποσπαστεί από την αστική ηγεμονία Ύστερα από την «κοινή» επανάσταση του Φλεβάρη, ενάντια στη βασιλική παλινόρθωση και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, το προλεταριάτο αντιλήφθηκε τα όρια της αστικής δημοκρατίας. και συνειδητοποίησε πως η αστική δημοκρατία στρέφεται εναντίον του στο έσχατο όριο της, με την καταστολή της εξέγερσης του τον Ιούνιο. «οι εργάτες κατέκτησαν τις μέρες του Φλεβάρη την αστική δημοκρατία… και η δημοκρατία του Φλεβάρη υποχρεώθηκε να ανακηρύξει τον εαυτό της δημοκρατία περιστοιχισμένη από κοινωνικούς θεσμούς…εκείνο που το προλεταριάτο κατέκτησε ήταν το έδαφος του αγώνα για την επαναστατική του χειραφέτηση, σε καμιά όμως περίπτωση αυτή την ίδια τη χειραφέτηση» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 40)
Ο Μαρξ στέκεται πάνω στις αυταπάτες του προλεταριάτου μπροστά στη δίχως περιεχόμενο έννοια της αδελφότητας και στη ψευδαίσθηση πως η αλλαγή της πολιτικής μορφής της αστικής κυριαρχίας, μπορεί να αμβλύνει ή και να εξαφανίσει τις ταξικές αντιθέσεις. Αυταπάτες που, κατά τον Μαρξ, πηγάζουν από το αντικειμενικό γεγονός ότι το προλεταριάτο δε έχει ακόμα κατορθώσει να επιβάλλει το συμφέρον του, ως γενικό κοινωνικό συμφέρον και άρα να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις με την αστική τάξη. Κάτι που θα καταφέρει με την Παρισινή Κομμούνα. «Η λέξη που ανταποκρινόταν σ΄ αυτή τη φανταστική κατάργηση των ταξικών σχέσεων ήταν η Fraternite, η γενική συναδέλφωση και αδερφοσύνη» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 44)
Στην πορεία προς τη συνειδητοποίηση των διακριτών του συμφερόντων το προλεταριάτο έπρεπε να αντιμετωπίσει τις μεταφυσικές αφαιρέσεις των διαφόρων εννοιών της δημοκρατίας και να τις αντικρίσει στο πραγματικό τους πλαίσιο, με τη μόνη δηλαδή μορφή που υπάρχουν, εκείνη της αστικής δημοκρατίας. «η δημοκρατία που ανακηρύχτηκε από την εθνοσυνέλευση, η μόνη νόμιμη δημοκρατία, είναι η δημοκρατία που δεν αποτελεί επαναστατικό όπλο ενάντια στο αστικό καθεστώς, αλλά που, αντίθετα, αποτελεί την πολιτική του ανασυγκρότηση, με μια λέξη είναι η αστική δημοκρατία» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 55)
Ενώ λοιπόν το προλεταριάτο, μεθυσμένο από τη επανάσταση του Φεβρουαρίου, κινούταν στο χώρο του συμβολικού, η αστική τάξη είχε απόλυτη επίγνωση πως «οι εργάτες έπρεπε να νικηθούν στους δρόμους, έπρεπε να τους δείξουν ότι ήταν καταδικασμένοι σε ήττα, μόλις θα πολεμούσαν όχι με την αστική τάξη, αλλά ενάντια στην αστική τάξη.» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 56) Ουσιαστικά η ήττα αυτή, εγκαινιάζει μια νέα εποχή, όπου πλέον οι δυο βασικές ανταγωνιστικές τάξεις, δεν καλύπτουν τις διαφορές τους μπροστά στα φεουδαρχικά κατάλοιπα, αλλά αντίθετα καθιστούν το ανανεωμένο πολιτικό πλαίσιο το πεδίο της αντιπαράθεσης τους. Δεν προσδιορίζονται πια από το παρελθόν, αλλά οι σχέσεις τους πηγάζουν από το μέλλον. «η αστική τάξη έπρεπε να αποκρούσει με το όπλο στο χέρι, τις διεκδικήσεις του προλεταριάτου. Και το πραγματικό λίκνο της αστικής δημοκρατίας δεν είναι η νίκη του Φλεβάρη, είναι η ήττα του Ιούνη» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 57)
Επομένως η νέα κοινωνική ισορροπία, επιφέρει την αποκάλυψη όλων των αντιθέσεων, που ο αστικός διαφωτισμός κάλυψε κάτω από τις πανανθρώπινες αλήθειες, είναι η άνθηση των σπόρων που έσπειραν οι πρώιμοι κομμουνιστές, είναι τελικά η ολοκλήρωση των αστικών επαναστάσεων. Από δω και πέρα στην αστική δημοκρατία, κάθε επανάσταση θα είναι εργατική. «Μόνο αφού βουτήχτηκε στο αίμα των εξεγερμένων του Ιούνη η τρίχρωμη σημαία έγινε η σημαία της ευρωπαϊκής επανάστασης, η κόκκινη σημαία!» (Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 61)
Στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ο Μαρξ συνεχίζει να αναλύει τις διάφορες μορφές που παίρνει το αστικό πολιτικό εποικοδόμημα, ως απόρροια των ταξικών συσχετισμών και ως εμπέδωση τελικά της κυριαρχίας της αστικής τάξης επί του προλεταριάτου. Μελετά δηλαδή την «αντικειμενική» ιστορική κίνηση που μορφοποιεί κάθε φορά τις κρατικές μορφές αναπαραγωγής του καπιταλισμού. «οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών.» (Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 165)
Με αυτό τον τρόπο αποδείχτηκε πως το αστικό κράτος, στην προσπάθεια θωράκισης του από τον ταξικό αντίπαλο και όταν η ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης βρίσκεται σε κρίση, έχει τη δυνατότητα να αναιρέσει τη δημοκρατική του μορφή και να μετασχηματιστεί ακόμα και σε ένα βοναπαρτικό αντικοινοβουλευτικό καθεστώς. Έτσι «ο αυταρχικός κρατισμός συνδέεται μέσα από τις μεταβολές των σχέσεων παραγωγής, τις διαδικασίες και τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, με σημαντικές αλλαγές στις ταξικές σχέσεις». (Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ 302)
Ο Μαρξ συμπεραίνει όχι μόνο πως η αστική δημοκρατία είναι μια μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης, αλλά πως εμπεριέχει εντός της τις υλικές και κοινωνικές δυνατότητες για την αναίρεση της. Σχεδόν έναν αιώνα πριν την εμφάνιση των φασιστικών καθεστώτων, ο Μαρξ έχει αντιληφθεί τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε αυτά και τη δημοκρατία. «..αν το σύνταγμα εξαφανίστηκε από τον κόσμο με τις ξιφολόγχες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χρειάστηκε να το προστατεύσουν το ίδιο, όταν βρισκόταν ακόμα στην κοιλιά της μάνας του, με ξιφολόγχες που ήταν στραμμένες ενάντια στο λαό και ότι χρειάστηκαν αυτές για να το φέρουν στον κόσμο.» (Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 184)
Επειδή ακριβώς το αστικό κράτος είναι ο συλλογικός εκφραστής της αστικής τάξης, μπορεί να κηρύσσει την κοινωνία σε κατάσταση πολιορκίας, να ακυρώνει τις συνταγματικές ελευθερίες και να αποκρυσταλλώνει νέες αποκρουστικές μορφές οργάνωσης και διοίκησης. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν το Μαρξ να στοχαστεί πως δεν αρκεί η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, γιατί θα βρεθεί να ελέγχει ένα σύνολο δομών και θεσμών με περιεχόμενο και μορφές ολότελα αντίθετες προς το σκοπό της επαναστατικής χειραφέτησης του προλεταριάτου και κατ΄ επέκταση της απελευθέρωσης της κοινωνίας. Σε αντίθεση λοιπόν με το Μανιφέστο του 1848 όπου ο Μαρξ θεωρούσε πως «το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για να αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου που είναι οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη» , ύστερα από την εμπειρία των πραγματικών γεγονότων, ο Μαρξ θεωρεί πως η εργατική τάξη οφείλει να συντρίψει τον κρατικό μηχανισμό, ορίζοντας έτσι θεωρητικά την επερχόμενο αυθόρμητο ξεσηκωμό που δημιούργησε την Κομμούνα και οριοθετώντας τις εργατικές επαναστάσεις από όσες προηγήθηκαν: «όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν την κρατική συγκεντρωτική μηχανή αντί να την τσακίζουν»
Η κριτική του Μαρξ
Όταν, λοιπόν, η
Κομμούνα είναι γεγονός, ο Μαρξ, παρ΄ όλες τις επιφυλάξεις για το εφικτό της
νίκης της, θα τη χαιρετίσει και θα μελετήσει τις μορφές που η κινητοποίηση των
μαζών έδωσε, ως απόπειρα θεμελίωσης ενός ποιοτικά διαφορετικού κράτους, της
δικτατορίας του προλεταριάτου. Είναι προφανές πως κάθε συζήτηση γύρω από τη
δικτατορία του προλεταριάτου, πρέπει να έχει ως αφετηρία το πρόβλημα της
κρατικής εξουσίας, κάτι που όπως είδαμε απασχόλησε τη μαρξική σκέψη στα
παραπάνω ιστορικά έργα. Ο νόμος δεν υπάρχει πριν από τις τάξεις, αλλά αντίθετα
αποκρυσταλλώνει έναν συσχετισμό ανάμεσα τους, επικυρώνοντας την κυριαρχία μιας
τάξης.
Στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία ο Μαρξ ξεκινά από μια λεπτομερή ανάλυση του
συγκεκριμένου πολιτικού εποικοδομήματος και της αδυναμίας της αστικής τάξης να
προσφέρει μια αξιόπιστη πρόταση στην κοινωνία, στέκεται στην ανικανότητα της να
αναδείξει πολιτικά στελέχη, αφού όλοι οι αστοί πολιτικοί της εποχής είναι
οριακά άτομα του κοινού ποινικού δικαίου, και επομένως στη βαθιά ανικανότητα
της αστικής τάξης να επιβάλλει τη θέληση της. Αυτό ακριβώς το κενό άνοιξε το
δρόμο στο προλεταριάτο και του επέτρεψε να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων
και την εξουσία. «Ο Ερνέστ Πικάρ της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας, που
αυτοδιορίστηκε υπουργός εσωτερικών… είναι αδερφός κάποιου Αρτούρ Πικάρ, που τον
έδιωξαν σαν απατεώνα από το χρηματιστήριο του Παρισιού… και πηγαινοερχόταν
ανάμεσα σε υπουργείο και χρηματιστήριο, για να μετατρέπει σε μετρητό χρήμα τις
ήττες των γαλλικών στρατιών». «ο Ζυλ Φερύ, απένταρος δικηγόρος πριν τις 4
του Σεπτέμβρη, κατάφερε σαν δήμαρχος του Παρισιού τον καιρό της πολιορκίας να
δημιουργήσει μια ολόκληρη περιουσία από την πείνα του λαού».. «Ο Θιέρσος
αυτός ο τερατώδης νάνος, επί μισό και πάνω αιώνα, κρατούσε κάτω από τη γοητεία
του τη γαλλική αστική τάξη, γιατί αποτελεί την πιο τέλεια διανοητική έκφραση
της ταξικής διαφθοράς.» Ο Μαρξ, σε αντίθεση με πολλούς
μαρξιστές, αντιλαμβάνεται πως η παλλόμενη, αντιφατική πραγματικότητα, είναι η
αφετηρία κάθε αφαίρεσης και ανάλυσης, πως το Συγκεκριμένο είναι τελικά πολύ πιο
πλούσιο σε προσδιορισμούς από τις κούφιες αφαιρέσεις: «η ιδέα η οποία είναι αναμφίβολα αληθής για τον εαυτό της,
στην πραγματικότητα παραμένει πάντα στην αρχική της κατάσταση, αν η ανάπτυξή
της συνίσταται μόνο και μόνο σε μια τέτοια επανάληψη της φόρμουλας.»
Στη συνέχεια ο Μαρξ μελετά τις δομές που γέννησε η Κομμούνα, επιβεβαιώνοντας το
συμπέρασμα του, ότι δηλαδή «η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την
έτοιμη κρατική μηχανή και να την βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς.»
Είναι λογικό πως η Κομμούνα δε θα μπορούσε παρά να βρίσκεται σε ευθεία
αντίθεση, τόσο με την αστική δημοκρατία, όσο και με την εκφυλισμένη
αυτοκρατορική-πραξικοπηματική εκδοχή της. Στο βαθμό που η Κομμούνα ήταν η
εργατική τάξη, οργανωμένη σε κυρίαρχη τάξη, στο βαθμό που ο σκοπός της ήταν η
απελευθέρωση της εργασίας και της κοινωνίας από τα δεσμά του κεφαλαίου, τότε τα
μέσα για την επίτευξη αυτών των στόχων και ο τρόπος άρθρωσης της θα
σηματοδοτούσαν μία τομή στην πορεία της ανθρωπότητας. «..η αυτοκρατορία ήταν η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης σε
μια εποχή, που η αστική τάξη έχει χάσει πια την ικανότητα να κυβερνά το έθνος
και η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα αποκτήσει αυτή την ικανότητα…. η άμεση
αντίθεση της αυτοκρατορίας ήταν η Κομμούνα… η φωνή για κοινωνική δημοκρατία με
την οποία το προλεταριάτο του Παρισιού είχε ξεκινήσει την επανάσταση του
Φλεβάρη (1848), εξέφραζε μόνο τον ακαθόριστο πόθο για μια δημοκρατία που δε θα
παραμέριζε μόνο τη μοναρχική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, μα κι αυτή την ίδια
την ταξική κυριαρχία. Η Κομμούνα ήταν η καθορισμένη μορφή αυτής της
δημοκρατίας».
Ως άρνηση του αστικού κράτους η Κομμούνα καταργεί το μόνιμο στρατό και την
αστυνομία και τα αντικαθιστά με τον ένοπλο λαό, καταστρέφοντας έτσι τις
κατασταλτικές δομές του κράτους. Όπως γράφει ο Πουλαντζάς: «με καταστολή πρέπει να εννοούμε πριν απ΄ όλα την οργανωμένη
φυσική βία, με την πιο υλική σημασία του όρου, τη βία πάνω στα σώματα. Μία από
τις πιο ουσιώδεις πλευρές της εξουσίας, προϋπόθεση της εγκαθίδρυσης και της
διατήρησης της, είναι πάντα ο σωματικός καταναγκασμός, αλλά και η απειλή πάνω
στα σώματα, η απειλή της θανάτωσης.» Σίγουρα το αστικό κράτος
έχει και ιδεολογικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυριαρχίας, όμως το
μονοπώλιο της βίας είναι ένα από τα πιο βασικά του χαρακτηριστικά. Με αυτό τον
τρόπο η Κομμούνα ως μεταβατική μορφή, ορίζεται ως κράτος που βαίνει προς την
αυτοαναίρεση του, κράτος που αρνείται τον εαυτό του.
Ποια είναι όμως η διοικητική μορφή της προλεταριακής δικτατορίας; Με υπεύθυνους
εκλεγμένους με βάση το γενικό δικαίωμα ψήφου, άμεσα ανακλητούς, που συστήνουν
ένα σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα, τσακίζοντας τον αστικό
διαχωρισμό των εξουσιών, η Κομμούνα υλοποιεί την άμεση δημοκρατία. Με την
εξίσωση των μισθών τους με εκείνους των εργατών, το Κράτος υποτάσσεται στην
κοινωνία. Το κράτος δεν είναι πια η παρασιτική απόφυση μιας ταξικής κοινωνίας,
ο επίπλαστος διαιτητής ανάμεσα στις τάξεις. Η ίδια η πολιτική κρίση είχε
αποδείξει στην εργατική τάξη, πως το κράτος καταργεί τη διάκριση των εξουσιών
και κάθε συνταγματικό δικαίωμα, προκειμένου να υπερασπιστεί το αστικό δίκαιο.
Ήταν αναμενόμενο, σκοπός της επανάστασης, το περιεχόμενο της, να είναι ακριβώς
η καταστροφή ενός τέτοιου κράτους. «Η Κομμούνα έκανε πραγματικότητα το σύνθημα όλων των αστικών
επαναστάσεων, το σύνθημα για φτηνή κυβέρνηση, καταργώντας τις δύο μεγαλύτερες
πηγές εξόδων-τον τακτικό στρατό και την υπαλληλοκρατία… Η Κομμούνα έδωσε στη
δημοκρατία τη βάση πραγματικών δημοκρατικών θεσμών. Όμως ο τελικός της σκοπός
δεν ήταν ούτε η “φτηνή κυβέρνηση”, ούτε η “αληθινή δημοκρατία”. Και τα δύο
υπήρξαν απλά συνακόλουθα της.» Πρόκειται για πολύ σημαντικό
συμπέρασμα που πιστοποιεί τη διαλεκτική μέσων και σκοπών. Μια εργατική
κυβέρνηση, μια εξουσία που πηγάζει και ελέγχεται από το λαό, δεν μπορεί παρά να
προσφέρει ένα απείρως πιο δημοκρατικό πλαίσιο, από κάθε αστική δημοκρατία γιατί
τελικά η Κομμούνα «ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης… η
ανοιχτή πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική
απελευθέρωση της εργασίας», ήταν το πολιτικό εποικοδόμημα που
αντιστοιχεί σε μια κοινωνία που προσπαθεί να ανατρέψει τους υλικούς όρους της
ταξικής κυριαρχίας, που αγωνίζεται δηλαδή να καταστρέψει το αστικό κράτος και
μακροπρόθεσμα να καταργήσει τις τάξεις. Ως το ανώτατο στάδιο της ταξικής πάλης,
η δικτατορία του προλεταριάτου πραγματώνει το τέλος της δικτατορίας της αστικής
τάξης και ανοίγει το δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Επιπλέον η Κομμούνα έκανε πράξη, τσακίζοντας την κρατική εξουσία, την πιο
ουσιαστική αποκέντρωση. Σκοπός ήταν η δημιουργία τοπικών κοινοτήτων που θα
συνενώνονταν κεντρικά σε μια κυβέρνηση, μέσω αντιπροσώπων, καταργώντας την
αντίθεση ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά, κάνοντας πράξη την πιο ουσιαστική
δημοκρατία και επιτρέποντας έτσι την ανάδυση από τις νέες μορφές θέσμισης του
νέου περιεχομένου εξουσίας, δίχως να καταργεί το συγκεντρωτισμό, αλλά
αποκεντρώνοντας τον στη βάση του. «αντί να αποφασίζει μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια, ποιο
μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαβουτά το λαό στη βουλή, το
γενικό εκλογικό δικαίωμα, θα εξυπηρετούσε τον οργανωμένο σε κομμούνες λαό.»
Αυτός ο αποκεντρωτικός συγκεντρωτισμός θα ήταν η απαραίτητη πολιτική μορφή, για
μια διαφορετική οργάνωση της παραγωγής, σύμφωνα με ένα σχέδιο και ενάντια στην
οικονομική αναρχία και την υποδούλωση της εργασίας στο κεφάλαιο, σε μια
κομμουνιστική προοπτική και τότε «τί άλλο θα ήταν αυτό, κύριοι μου, εκτός από κομμουνισμός,
από κατορθωτός κομμουνισμός» . Για τον Μαρξ είναι ξεκάθαρο πως η
πραγματικότητα δεν προηγείται της συνείδησης κι έτσι η Κομμούνα δεν υλοποιούσε
κάποιο δοσμένο από τα πριν σχέδιο, αλλά αντίθετα, ξεκινώντας από τις αντιφάσεις
της πραγματικότητας, προσπαθούσε να βρει σχέδια ουσιαστικής διεξόδου, προς
όφελος φυσικά της εργατικής τάξης. Σε συνθήκες παρακμής αποδεικνύεται πως η
εργατική τάξη είναι «η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία»
και μπορεί να συμπαρασύρει και τα μεσαία στρώματα σε μια νέα κοινωνική
ηγεμονία.
Σε αυτό το σημείο ο Μαρξ αναλύει και τις σχέσεις της Κομμούνας με την ύπαιθρο
και επομένως τη σχέση της εργατικής τάξης με τους χωρικούς, ένα θέμα που
πυροδότησε μεγάλες διαμάχες ανάμεσα στους μαρξιστές της επόμενης γενιάς, κυρίως
τους Ρώσους. Για το Μαρξ είναι ξεκάθαρο πως η συμμαχία με την αγροτική τάξη
προϋποθέτει την προλεταριακή ηγεμονία κι όχι μια επί ίσοις όροις συμμαχία. «η Κομμούνα θα του έδινε (του χωρικού) μια φτηνή κυβέρνηση
και θα μετέτρεπε τις τωρινές του βδέλλες, το συμβολαιογράφο, το δικηγόρο, το
δικαστικό κλητήρα και τους άλλους δικαστικούς του βρυκόλακες σε μισθωτούς
κοινοτικούς υπαλλήλους που θα τους εξέλεγε ο ίδιος και που θα ήταν υπεύθυνοι
απέναντι του»
Ο Μαρξ επικεντρώνει την κριτική του στην Κομμούνα πάνω στο ζήτημα της βίας,
αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ηθική ανωτερότητα της εργατικής τάξης απέναντι
στη βαρβαρότητα των Βερσαλλιών. Χωρίς ο Μαρξ να αποδίδει την ήττα της Κομμούνας
αποκλειστικά σε αυτόν τον παράγοντα κάνει κάποιες αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις,
θέλοντας να δείξει πως το βασικό περιεχόμενο της δικτατορίας του προλεταριάτου
είναι το μονοπώλιο της βίας από την εργατική τάξη και πως οι μορφές άσκησης της
κρίνονται από την αστική αντίδραση. Έτσι όταν ο Θιέρσος δολοφονούσε
αιχμαλώτους, η Κομμούνα αν και ψήφισε για αντίποινα δεν τα υλοποίησε ποτέ,
αποθρασύνοντας περισσότερο τις Βερσαλλίες που επέδειξαν φοβερή βαρβαρότητα. Σε
μια ταξική σύγκρουση, το πλαίσιο ορίζεται από τον αντίπαλο σε μεγάλο βαθμό και
η συμμετρία των αντιδράσεων είναι απαράβατος όρος της σύγκρουσης. Με αυτή την
έννοια δεν μπορεί η Κομμούνα να επιτρέπει την ελευθερία του Τύπου, όταν ο
Θιέρσος απαγόρευε κάθε διακίνηση ιδεών στην υπόλοιπη γαλλική επικράτεια. Επίσης
ο Μαρξ, επικρίνει την Κομμούνα γιατί δε βάδισε αμέσως κατά των Βερσαλλιών,
δίνοντας πολύτιμο χρόνο στις δυνάμεις του Θιέρσου να ανασυγκροτηθούν. Για τον
Μαρξ, η δικτατορία του προλεταριάτου, εκτός από την εσωτερική της διάσταση, που
είναι η θέσμιση της νέας κοινωνίας, έχει και μια εξωτερική, που είναι η
οργάνωση της αντιπαράθεσης με την αστική τάξη. Σε γράμμα του στον Λήμπνεχτ στις
6 Απριλίου και προβλέποντας την ήττα, χρησιμοποιεί σκληρά λόγια: «η Κ.Ε κι έπειτα η Κομμούνα άφησαν σε αυτό το άθλιο έκτρωμα,
το Θιέρσο, το χρόνο να συγκεντρώσει τις εχθρικές δυνάμεις, 1) γιατί, από
βλακεία, δε θέλησαν να αρχίσουν τον εμφύλιο πόλεμο, λες και δεν τον είχε
αρχίσει πρώτος ο Θιέρσος όταν πήγε να αφοπλίσει με τη βία το Παρίσι, λες και η
Εθνοσυνέλευση, που κλήθηκε να αποφασίσει για πόλεμο ή ειρήνη με τους Πρώσους,
δεν είχε κιόλας κηρύξει τον πόλεμο στη δημοκρατία 2) για να μην κατηγορηθούν
ότι σφετερίσθηκαν την εξουσία έχασαν πολύτιμο χρόνο με τις εκλογές της
Κομμούνας, αντί να βαδίσουν στις Βερσαλλίες αμέσως μετά την ήττα της αντίδρασης
στο Παρίσι». Σε γράμμα του στις 17 Απριλίου στον Κούγκελμαν,
επαναλαμβάνει την ίδια κριτική, αλλά με διαφορετικό ύφος, όπου η βλακεία ονομάζεται
ψυχική καλοσύνη ή ευαισθησία σε ζητήματα τιμής αλλά αναγνωρίζει πως: «η εξέγερση του Παρισιού, ακόμη κι αν την κατασπαράξουν οι
λύκοι, τα γουρούνια και τα σκυλιά της παλιάς κοινωνίας είναι το πιο δοξασμένο
κατόρθωμα του κόμματός μας ύστερα από την εξέγερση του Παρισιού τον Ιούνιο».
Ουσιαστικά η κριτική που ασκεί ο Μαρξ, δεν έχει να κάνει με την αθέτηση κάποιων
αναλλοίωτων επαναστατικών αρχών, αλλά με την υποτίμηση του αντιπάλου κι ίσως
πως στη μέθη της κοινωνικής απελευθέρωσης το προλεταριάτο αγνόησε τον
χωροταξικό περιορισμό της εξέγερσης και την πρωσική παρουσία, που εξασφάλισε
τελικά τις απαραίτητες εφεδρείες στον αντίπαλο.
Τελικά ο Μαρξ τείνει να θεωρεί σχεδόν καταδικασμένη την Κομμούνα, αλλά ως
έφοδος στον ουρανό, αφήνει ένα διακριτό στίγμα, μία νέα σκέδαση, ώστε στην
ασυνέχεια της ιστορίας «όποια και να είναι η έκβαση, έχουμε ένα καινούριο σημείο
εκκίνησης με παγκόσμια ιστορική αξία» .
Για το Μαρξ η Κομμούνα εγκαινιάζει μια νέα εποχή, στην οποία κάθε πόλεμος είναι
ανοιχτά πλέον ταξικός και όπου οι διαφορές των εθνικών ελίτ, παραμερίζουν
μπροστά στην απειλή του εξεγερμένου προλεταριάτου. Μια εποχή όπου ο αστικός
πολιτισμός βυθίζεται στη βαρβαρότητα όταν αντιμετωπίζει σύσσωμος την εργατική
τάξη δείχνοντας το όριο τελικά του αστικού διαφωτισμού. «Η ταξική κυριαρχία δεν μπορεί να κρύβεται πια κάτω από την
εθνική στολή, οι εθνικές κυβερνήσεις γίνονται μια και μόνη ενάντια στο
προλεταριάτο… το γεγονός πως ύστερα από τον πιο τρομερό πόλεμο των νεότερων
χρόνων ο νικητής και ο νικημένος στρατός συμφιλιώνονται για να σφάξουν από
κοινού το προλεταριάτο, δείχνει όχι, όπως νομίζει ο Βίσμαρκ, την οριστική
καταστολή της νέας κοινωνίας που ανοίγει το δρόμο της, μα το καταθρυμάτισμα της
παλιάς αστικής κοινωνίας.»
Στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία ο Μαρξ ξεκινά από μια λεπτομερή ανάλυση του συγκεκριμένου πολιτικού εποικοδομήματος και της αδυναμίας της αστικής τάξης να προσφέρει μια αξιόπιστη πρόταση στην κοινωνία, στέκεται στην ανικανότητα της να αναδείξει πολιτικά στελέχη, αφού όλοι οι αστοί πολιτικοί της εποχής είναι οριακά άτομα του κοινού ποινικού δικαίου, και επομένως στη βαθιά ανικανότητα της αστικής τάξης να επιβάλλει τη θέληση της. Αυτό ακριβώς το κενό άνοιξε το δρόμο στο προλεταριάτο και του επέτρεψε να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και την εξουσία. «Ο Ερνέστ Πικάρ της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας, που αυτοδιορίστηκε υπουργός εσωτερικών… είναι αδερφός κάποιου Αρτούρ Πικάρ, που τον έδιωξαν σαν απατεώνα από το χρηματιστήριο του Παρισιού… και πηγαινοερχόταν ανάμεσα σε υπουργείο και χρηματιστήριο, για να μετατρέπει σε μετρητό χρήμα τις ήττες των γαλλικών στρατιών». «ο Ζυλ Φερύ, απένταρος δικηγόρος πριν τις 4 του Σεπτέμβρη, κατάφερε σαν δήμαρχος του Παρισιού τον καιρό της πολιορκίας να δημιουργήσει μια ολόκληρη περιουσία από την πείνα του λαού».. «Ο Θιέρσος αυτός ο τερατώδης νάνος, επί μισό και πάνω αιώνα, κρατούσε κάτω από τη γοητεία του τη γαλλική αστική τάξη, γιατί αποτελεί την πιο τέλεια διανοητική έκφραση της ταξικής διαφθοράς.» Ο Μαρξ, σε αντίθεση με πολλούς μαρξιστές, αντιλαμβάνεται πως η παλλόμενη, αντιφατική πραγματικότητα, είναι η αφετηρία κάθε αφαίρεσης και ανάλυσης, πως το Συγκεκριμένο είναι τελικά πολύ πιο πλούσιο σε προσδιορισμούς από τις κούφιες αφαιρέσεις: «η ιδέα η οποία είναι αναμφίβολα αληθής για τον εαυτό της, στην πραγματικότητα παραμένει πάντα στην αρχική της κατάσταση, αν η ανάπτυξή της συνίσταται μόνο και μόνο σε μια τέτοια επανάληψη της φόρμουλας.»
Στη συνέχεια ο Μαρξ μελετά τις δομές που γέννησε η Κομμούνα, επιβεβαιώνοντας το συμπέρασμα του, ότι δηλαδή «η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να την βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς.» Είναι λογικό πως η Κομμούνα δε θα μπορούσε παρά να βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση, τόσο με την αστική δημοκρατία, όσο και με την εκφυλισμένη αυτοκρατορική-πραξικοπηματική εκδοχή της. Στο βαθμό που η Κομμούνα ήταν η εργατική τάξη, οργανωμένη σε κυρίαρχη τάξη, στο βαθμό που ο σκοπός της ήταν η απελευθέρωση της εργασίας και της κοινωνίας από τα δεσμά του κεφαλαίου, τότε τα μέσα για την επίτευξη αυτών των στόχων και ο τρόπος άρθρωσης της θα σηματοδοτούσαν μία τομή στην πορεία της ανθρωπότητας. «..η αυτοκρατορία ήταν η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης σε μια εποχή, που η αστική τάξη έχει χάσει πια την ικανότητα να κυβερνά το έθνος και η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα αποκτήσει αυτή την ικανότητα…. η άμεση αντίθεση της αυτοκρατορίας ήταν η Κομμούνα… η φωνή για κοινωνική δημοκρατία με την οποία το προλεταριάτο του Παρισιού είχε ξεκινήσει την επανάσταση του Φλεβάρη (1848), εξέφραζε μόνο τον ακαθόριστο πόθο για μια δημοκρατία που δε θα παραμέριζε μόνο τη μοναρχική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, μα κι αυτή την ίδια την ταξική κυριαρχία. Η Κομμούνα ήταν η καθορισμένη μορφή αυτής της δημοκρατίας».
Ως άρνηση του αστικού κράτους η Κομμούνα καταργεί το μόνιμο στρατό και την αστυνομία και τα αντικαθιστά με τον ένοπλο λαό, καταστρέφοντας έτσι τις κατασταλτικές δομές του κράτους. Όπως γράφει ο Πουλαντζάς: «με καταστολή πρέπει να εννοούμε πριν απ΄ όλα την οργανωμένη φυσική βία, με την πιο υλική σημασία του όρου, τη βία πάνω στα σώματα. Μία από τις πιο ουσιώδεις πλευρές της εξουσίας, προϋπόθεση της εγκαθίδρυσης και της διατήρησης της, είναι πάντα ο σωματικός καταναγκασμός, αλλά και η απειλή πάνω στα σώματα, η απειλή της θανάτωσης.» Σίγουρα το αστικό κράτος έχει και ιδεολογικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυριαρχίας, όμως το μονοπώλιο της βίας είναι ένα από τα πιο βασικά του χαρακτηριστικά. Με αυτό τον τρόπο η Κομμούνα ως μεταβατική μορφή, ορίζεται ως κράτος που βαίνει προς την αυτοαναίρεση του, κράτος που αρνείται τον εαυτό του.
Ποια είναι όμως η διοικητική μορφή της προλεταριακής δικτατορίας; Με υπεύθυνους εκλεγμένους με βάση το γενικό δικαίωμα ψήφου, άμεσα ανακλητούς, που συστήνουν ένα σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα, τσακίζοντας τον αστικό διαχωρισμό των εξουσιών, η Κομμούνα υλοποιεί την άμεση δημοκρατία. Με την εξίσωση των μισθών τους με εκείνους των εργατών, το Κράτος υποτάσσεται στην κοινωνία. Το κράτος δεν είναι πια η παρασιτική απόφυση μιας ταξικής κοινωνίας, ο επίπλαστος διαιτητής ανάμεσα στις τάξεις. Η ίδια η πολιτική κρίση είχε αποδείξει στην εργατική τάξη, πως το κράτος καταργεί τη διάκριση των εξουσιών και κάθε συνταγματικό δικαίωμα, προκειμένου να υπερασπιστεί το αστικό δίκαιο. Ήταν αναμενόμενο, σκοπός της επανάστασης, το περιεχόμενο της, να είναι ακριβώς η καταστροφή ενός τέτοιου κράτους. «Η Κομμούνα έκανε πραγματικότητα το σύνθημα όλων των αστικών επαναστάσεων, το σύνθημα για φτηνή κυβέρνηση, καταργώντας τις δύο μεγαλύτερες πηγές εξόδων-τον τακτικό στρατό και την υπαλληλοκρατία… Η Κομμούνα έδωσε στη δημοκρατία τη βάση πραγματικών δημοκρατικών θεσμών. Όμως ο τελικός της σκοπός δεν ήταν ούτε η “φτηνή κυβέρνηση”, ούτε η “αληθινή δημοκρατία”. Και τα δύο υπήρξαν απλά συνακόλουθα της.» Πρόκειται για πολύ σημαντικό συμπέρασμα που πιστοποιεί τη διαλεκτική μέσων και σκοπών. Μια εργατική κυβέρνηση, μια εξουσία που πηγάζει και ελέγχεται από το λαό, δεν μπορεί παρά να προσφέρει ένα απείρως πιο δημοκρατικό πλαίσιο, από κάθε αστική δημοκρατία γιατί τελικά η Κομμούνα «ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης… η ανοιχτή πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας», ήταν το πολιτικό εποικοδόμημα που αντιστοιχεί σε μια κοινωνία που προσπαθεί να ανατρέψει τους υλικούς όρους της ταξικής κυριαρχίας, που αγωνίζεται δηλαδή να καταστρέψει το αστικό κράτος και μακροπρόθεσμα να καταργήσει τις τάξεις. Ως το ανώτατο στάδιο της ταξικής πάλης, η δικτατορία του προλεταριάτου πραγματώνει το τέλος της δικτατορίας της αστικής τάξης και ανοίγει το δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Επιπλέον η Κομμούνα έκανε πράξη, τσακίζοντας την κρατική εξουσία, την πιο ουσιαστική αποκέντρωση. Σκοπός ήταν η δημιουργία τοπικών κοινοτήτων που θα συνενώνονταν κεντρικά σε μια κυβέρνηση, μέσω αντιπροσώπων, καταργώντας την αντίθεση ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά, κάνοντας πράξη την πιο ουσιαστική δημοκρατία και επιτρέποντας έτσι την ανάδυση από τις νέες μορφές θέσμισης του νέου περιεχομένου εξουσίας, δίχως να καταργεί το συγκεντρωτισμό, αλλά αποκεντρώνοντας τον στη βάση του. «αντί να αποφασίζει μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια, ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαβουτά το λαό στη βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα, θα εξυπηρετούσε τον οργανωμένο σε κομμούνες λαό.»
Αυτός ο αποκεντρωτικός συγκεντρωτισμός θα ήταν η απαραίτητη πολιτική μορφή, για μια διαφορετική οργάνωση της παραγωγής, σύμφωνα με ένα σχέδιο και ενάντια στην οικονομική αναρχία και την υποδούλωση της εργασίας στο κεφάλαιο, σε μια κομμουνιστική προοπτική και τότε «τί άλλο θα ήταν αυτό, κύριοι μου, εκτός από κομμουνισμός, από κατορθωτός κομμουνισμός» . Για τον Μαρξ είναι ξεκάθαρο πως η πραγματικότητα δεν προηγείται της συνείδησης κι έτσι η Κομμούνα δεν υλοποιούσε κάποιο δοσμένο από τα πριν σχέδιο, αλλά αντίθετα, ξεκινώντας από τις αντιφάσεις της πραγματικότητας, προσπαθούσε να βρει σχέδια ουσιαστικής διεξόδου, προς όφελος φυσικά της εργατικής τάξης. Σε συνθήκες παρακμής αποδεικνύεται πως η εργατική τάξη είναι «η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία» και μπορεί να συμπαρασύρει και τα μεσαία στρώματα σε μια νέα κοινωνική ηγεμονία.
Σε αυτό το σημείο ο Μαρξ αναλύει και τις σχέσεις της Κομμούνας με την ύπαιθρο και επομένως τη σχέση της εργατικής τάξης με τους χωρικούς, ένα θέμα που πυροδότησε μεγάλες διαμάχες ανάμεσα στους μαρξιστές της επόμενης γενιάς, κυρίως τους Ρώσους. Για το Μαρξ είναι ξεκάθαρο πως η συμμαχία με την αγροτική τάξη προϋποθέτει την προλεταριακή ηγεμονία κι όχι μια επί ίσοις όροις συμμαχία. «η Κομμούνα θα του έδινε (του χωρικού) μια φτηνή κυβέρνηση και θα μετέτρεπε τις τωρινές του βδέλλες, το συμβολαιογράφο, το δικηγόρο, το δικαστικό κλητήρα και τους άλλους δικαστικούς του βρυκόλακες σε μισθωτούς κοινοτικούς υπαλλήλους που θα τους εξέλεγε ο ίδιος και που θα ήταν υπεύθυνοι απέναντι του»
Ο Μαρξ επικεντρώνει την κριτική του στην Κομμούνα πάνω στο ζήτημα της βίας, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ηθική ανωτερότητα της εργατικής τάξης απέναντι στη βαρβαρότητα των Βερσαλλιών. Χωρίς ο Μαρξ να αποδίδει την ήττα της Κομμούνας αποκλειστικά σε αυτόν τον παράγοντα κάνει κάποιες αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις, θέλοντας να δείξει πως το βασικό περιεχόμενο της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι το μονοπώλιο της βίας από την εργατική τάξη και πως οι μορφές άσκησης της κρίνονται από την αστική αντίδραση. Έτσι όταν ο Θιέρσος δολοφονούσε αιχμαλώτους, η Κομμούνα αν και ψήφισε για αντίποινα δεν τα υλοποίησε ποτέ, αποθρασύνοντας περισσότερο τις Βερσαλλίες που επέδειξαν φοβερή βαρβαρότητα. Σε μια ταξική σύγκρουση, το πλαίσιο ορίζεται από τον αντίπαλο σε μεγάλο βαθμό και η συμμετρία των αντιδράσεων είναι απαράβατος όρος της σύγκρουσης. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί η Κομμούνα να επιτρέπει την ελευθερία του Τύπου, όταν ο Θιέρσος απαγόρευε κάθε διακίνηση ιδεών στην υπόλοιπη γαλλική επικράτεια. Επίσης ο Μαρξ, επικρίνει την Κομμούνα γιατί δε βάδισε αμέσως κατά των Βερσαλλιών, δίνοντας πολύτιμο χρόνο στις δυνάμεις του Θιέρσου να ανασυγκροτηθούν. Για τον Μαρξ, η δικτατορία του προλεταριάτου, εκτός από την εσωτερική της διάσταση, που είναι η θέσμιση της νέας κοινωνίας, έχει και μια εξωτερική, που είναι η οργάνωση της αντιπαράθεσης με την αστική τάξη. Σε γράμμα του στον Λήμπνεχτ στις 6 Απριλίου και προβλέποντας την ήττα, χρησιμοποιεί σκληρά λόγια: «η Κ.Ε κι έπειτα η Κομμούνα άφησαν σε αυτό το άθλιο έκτρωμα, το Θιέρσο, το χρόνο να συγκεντρώσει τις εχθρικές δυνάμεις, 1) γιατί, από βλακεία, δε θέλησαν να αρχίσουν τον εμφύλιο πόλεμο, λες και δεν τον είχε αρχίσει πρώτος ο Θιέρσος όταν πήγε να αφοπλίσει με τη βία το Παρίσι, λες και η Εθνοσυνέλευση, που κλήθηκε να αποφασίσει για πόλεμο ή ειρήνη με τους Πρώσους, δεν είχε κιόλας κηρύξει τον πόλεμο στη δημοκρατία 2) για να μην κατηγορηθούν ότι σφετερίσθηκαν την εξουσία έχασαν πολύτιμο χρόνο με τις εκλογές της Κομμούνας, αντί να βαδίσουν στις Βερσαλλίες αμέσως μετά την ήττα της αντίδρασης στο Παρίσι». Σε γράμμα του στις 17 Απριλίου στον Κούγκελμαν, επαναλαμβάνει την ίδια κριτική, αλλά με διαφορετικό ύφος, όπου η βλακεία ονομάζεται ψυχική καλοσύνη ή ευαισθησία σε ζητήματα τιμής αλλά αναγνωρίζει πως: «η εξέγερση του Παρισιού, ακόμη κι αν την κατασπαράξουν οι λύκοι, τα γουρούνια και τα σκυλιά της παλιάς κοινωνίας είναι το πιο δοξασμένο κατόρθωμα του κόμματός μας ύστερα από την εξέγερση του Παρισιού τον Ιούνιο». Ουσιαστικά η κριτική που ασκεί ο Μαρξ, δεν έχει να κάνει με την αθέτηση κάποιων αναλλοίωτων επαναστατικών αρχών, αλλά με την υποτίμηση του αντιπάλου κι ίσως πως στη μέθη της κοινωνικής απελευθέρωσης το προλεταριάτο αγνόησε τον χωροταξικό περιορισμό της εξέγερσης και την πρωσική παρουσία, που εξασφάλισε τελικά τις απαραίτητες εφεδρείες στον αντίπαλο.
Τελικά ο Μαρξ τείνει να θεωρεί σχεδόν καταδικασμένη την Κομμούνα, αλλά ως έφοδος στον ουρανό, αφήνει ένα διακριτό στίγμα, μία νέα σκέδαση, ώστε στην ασυνέχεια της ιστορίας «όποια και να είναι η έκβαση, έχουμε ένα καινούριο σημείο εκκίνησης με παγκόσμια ιστορική αξία» .
Για το Μαρξ η Κομμούνα εγκαινιάζει μια νέα εποχή, στην οποία κάθε πόλεμος είναι ανοιχτά πλέον ταξικός και όπου οι διαφορές των εθνικών ελίτ, παραμερίζουν μπροστά στην απειλή του εξεγερμένου προλεταριάτου. Μια εποχή όπου ο αστικός πολιτισμός βυθίζεται στη βαρβαρότητα όταν αντιμετωπίζει σύσσωμος την εργατική τάξη δείχνοντας το όριο τελικά του αστικού διαφωτισμού. «Η ταξική κυριαρχία δεν μπορεί να κρύβεται πια κάτω από την εθνική στολή, οι εθνικές κυβερνήσεις γίνονται μια και μόνη ενάντια στο προλεταριάτο… το γεγονός πως ύστερα από τον πιο τρομερό πόλεμο των νεότερων χρόνων ο νικητής και ο νικημένος στρατός συμφιλιώνονται για να σφάξουν από κοινού το προλεταριάτο, δείχνει όχι, όπως νομίζει ο Βίσμαρκ, την οριστική καταστολή της νέας κοινωνίας που ανοίγει το δρόμο της, μα το καταθρυμάτισμα της παλιάς αστικής κοινωνίας.»
Η προσθήκη του Ένγκελς στην μαρξική
κριτική
Πριν προχωρήσουμε
στις διαπιστώσεις του Ένγκελς, αξίζει να αναφερθεί το εξής γεγονός: η Κομμούνα
είναι το πρώτο ιστορικό γεγονός που απεικονίστηκε φωτογραφικά. Το πλούσιο
φωτογραφικό υλικό, με εικόνες οδοφραγμάτων, μαχητών, κατεστραμμένων κτιρίων και
πτωμάτων αποτελεί ένα πολύτιμο ιστορικό ντοκουμέντο. Το ενδιαφέρον είναι πως
ταυτόχρονα με τη φωτογραφική καταγραφή, εμφανίζονται και τα πρώτα φωτομοντάζ.
Πιο συγκεκριμένα, οι φωτογραφίες της σύγκρουσης στην πλατεία Βαντόμ, τις πρώτες
μέρες της Κομμούνας, και της εκτέλεσης των ομήρων στις 24 Μαΐου, μεταξύ των
οποίων και ο αρχιεπίσκοπος Νταρμουά, έχουν υποστεί επεξεργασία ώστε τα θύματα
να φαντάζουν αγρίως σφαγιασθέντα και περισσότερα. Για τον έμπειρο και
εξοικειωμένο με τη σύγχρονη φωτογραφική τεχνική, θεατή του 21ου αιώνα, η
παραποίηση είναι εμφανής με μια πιο προσεκτική ματιά. Το γεγονός αυτό
καταδεικνύει πως οι εφευρέσεις δεν αναπτύσσονται σε κάποιο ουδέτερο πλαίσιο,
ξεκομμένο από τις κοινωνικές αντιθέσεις, αλλά αντίθετα ορίζονται από αυτό.
Επιπλέον, αν η Ιστορία μπορεί να φωτογραφηθεί, τότε η φωτογραφία είναι πια ένα
μέσο αφήγησης της Ιστορίας και ουσιαστικά μια διαμεσολάβηση της
πραγματικότητας. Για το Θιέρσο και την αντίδραση οι Κομμουνάροι δεν ήταν
άνθρωποι, αλλά τέρατα εφόσον ήθελαν να ανατρέψουν τη «φυσική» καπιταλιστική
τάξη πραγμάτων. Ως τέτοια τέρατα λοιπόν έπρεπε να απεικονιστούν και η
φωτογραφία προσέφερε αυτή τη δυνατότητα, μετατρεπόμενη έτσι σ’ ένα ισχυρότατο
όπλο προπαγάνδας.
Φέρετρα εκτελεσμένων κομμουνάρων
Φέρετρα εκτελεσμένων κομμουνάρων
Επιστρέφοντας στον Ένγκελς, παρατηρούμε πως η
προσέγγιση του κινείται εντός της μαρξικής αντίληψης για την Κομμούνα, ως τη
μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου και ως το αποτέλεσμα μια επανάστασης,
που περιεχόμενο της είναι η κατάργηση του κράτους. Εκτός από την κριτική του
Μαρξ για την απροθυμία της Κομμούνας να απαντήσει στην κλιμάκωση της βίας των
Βερσαλλιών με αντίστοιχα μέτρα, ο Ένγκελς επικρίνει τον ανεξήγητο σεβασμό των
κομμουνάρων απέναντι στα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Γαλλίας. Η άρνηση τους
να τα παραβιάσουν και να απαλλοτριώσουν τα 4,6 εκ. φράγκα που περιείχαν,
στέρησε από την Κομμούνα, τόσο ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, όσο και τους
επαρκείς πόρους για να αντιμετωπίσει το λιμό. Στην εισαγωγή του στη γερμανική
έκδοση του έργου του Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ο Ένγκελς
υποστηρίζει: «…Αυτό όμως που είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε είναι το
γεγονός ότι η Κομμούνα στάθηκε με ιερό δέος μπροστά στην πόρτα της Τράπεζας της
Γαλλίας. Αυτό ήταν επίσης ένα σοβαρό πολιτικό σφάλμα. Η Τράπεζα στα χέρια της
Κομμούνας θα άξιζε περισσότερο από 10000 ομήρους. Θα σήμαινε την άσκηση πιέσεων
εκ μέρους ολόκληρης της γαλλικής αστικής τάξης επί της κυβέρνησης των Βερσαλλιών
να συνάψει ειρήνη με την Κομμούνα.»
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επισημάνσεις γύρω από τη σχέση θεωρίας και πράξης και η βαθιά πεποίθηση του Ένγκελς πως η θεωρία επεξεργάζεται την πραγματική κοινωνική κίνηση κι επομένως η επανάσταση δεν είναι κάποιο δοσμένο από τα πριν νοητικό σχέδιο, αλλά η διαλεκτική της αυτενέργειας των μαζών και της πρωτοπορίας τους. Περιγράφει αναλυτικά πως ο αποκεντρωτικός συγκεντρωτισμός της Κομμούνας διέψευσε τα προυντονικά ιδεολογήματα και τις μπλανκιστικές προσταγές για πραξικοπηματική διοίκηση. Ουσιαστικό ο Ένγκελς κρίνει την Κομμούνα παίρνοντας ως δεδομένο τον πειραματικό, ζωντανό χαρακτήρα της και δεν ψάχνει να βρει τις αποκλίσεις της από κάποια αλάνθαστη θεωρία. Αφού «το ασυνείδητο προηγείται του συνειδητού και η λογική της αντικειμενικής ιστορικής διαδικασίας προηγείται της υποκειμενικής λογικής των πρωταγωνιστών της», είναι λογικό ότι «η εργατική τάξη δεν περίμενε θαύματα από την Κομμούνα. Δεν πρόκειται να εφαρμόσει με απόφαση του λαού επεξεργασμένες ουτοπίες… δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ιδανικά μα να απελευθερώσει μονάχα τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που αναπτύχθηκαν πια στους κόλπους της αστικής κοινωνίας που καταρρέει.»
Κάθε επαναστατικό σχέδιο εκκινεί από το δοσμένο επίπεδο συνείδησης των μαζών, βλασταίνει στο έδαφος αυτό και προσπαθεί να ωθήσει τη συνείδηση σε ένα ανώτερο επίπεδο, όχι όμως να εκβιάσει αυτήν την ανάπτυξη. Αν δεν ήταν έτσι τότε δε θα ίσχυε πως η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας.
Το κράτος είναι η αντανάκλαση στο πολιτικό πεδίο της πάλης των τάξεων. Εκτός από το να ενοποιεί τις αντιμαχόμενες μερίδες της αστικής τάξης, προσφέροντας τους μια συλλογική ηγεσία, το αστικό κράτος οργανώνει το σύνολο της κοινωνικής ζωής υπό αστική κυριαρχία. Αυτές οι ιδιαίτερες αρμοδιότητες του είναι και η αιτία της απαραίτητης αυτονομίας του απέναντι στις τάξεις. Πιο απλά για να είναι λειτουργικό το κράτος πρέπει να αποκοπεί από την κοινωνία. Στο βαθμό που η Κομμούνα εξέφραζε ως κράτος μια άλλη κοινωνική αποκρυστάλλωση, αυτή της προλεταριακής εξουσίας, έπρεπε το κράτος της, ως θεσμός καταπίεσης της πλειοψηφίας ενάντια στην μειοψηφία και όχι το αντίθετο, να «απαλλαγεί από όλο τον παλιό τον παλιό καταπιεστικό μηχανισμό που χρησιμοποιούταν προηγουμένως εναντίον της (της εργατικής τάξης σ.σ.) και αφ΄ ετέρου να διασφαλιστεί απέναντι στους δικούς της βουλευτές και υπαλλήλους, ορίζοντας ότι όλοι ανεξαιρέτως είναι ανακλητοί ανά πάσα στιγμή», τσακίζοντας έτσι την εξουσία του κράτους πάνω στην κοινωνία. Η εργατική τάξη θα οργανωθεί σε κράτος για να επιβάλλει και να διατηρήσει την εξουσία της, «το κράτος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μηχανή καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα αυτό ισχύει τόσο για την αστική δημοκρατία, όσο και για την μοναρχία! Στην καλύτερη περίπτωση, το κράτος είναι ένα κακό το οποίο θα κληρονομήσει το προλεταριάτο μετά την νικηφόρα πάλη του για ταξική κυριαρχία, και που τις χειρότερες όψεις του, όπως το έκανε η Κομμούνα, δεν μπορεί να μην τις περιορίσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, έως ότου μια, γαλουχημένη μέσα σε νέες, ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, γενιά, να μπορέσει να πετάξει στον σκουπιδοτενεκέ όλη αυτή τη σαβούρα που αποτελεί το κράτος»
Ο Ένγκελς διατυπώνει με επιστημονικό τρόπο τις προϋποθέσεις απονέκρωσης του κράτους, τις δικλείδες ασφαλείας απέναντι σε μια τυχόν αυταρχική αυτονόμηση της νεοσύστατης εξουσίας από την κοινωνία και ξεκαθαρίζει απέναντι στους ιδεολογικούς αντιπάλους της εποχής, την συστημική πλέον σοσιαλδημοκρατία του 19ου αιώνα: «ο σοσιαλδημοκράτης φιλισταίος κυριεύεται ξαφνικά από ιερό τρόμο στο άκουσμα των λέξεων «δικτατορία του προλεταριάτου». Ε, λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι είναι αυτή η δικτατορία; Κοιτάξτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου!»
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επισημάνσεις γύρω από τη σχέση θεωρίας και πράξης και η βαθιά πεποίθηση του Ένγκελς πως η θεωρία επεξεργάζεται την πραγματική κοινωνική κίνηση κι επομένως η επανάσταση δεν είναι κάποιο δοσμένο από τα πριν νοητικό σχέδιο, αλλά η διαλεκτική της αυτενέργειας των μαζών και της πρωτοπορίας τους. Περιγράφει αναλυτικά πως ο αποκεντρωτικός συγκεντρωτισμός της Κομμούνας διέψευσε τα προυντονικά ιδεολογήματα και τις μπλανκιστικές προσταγές για πραξικοπηματική διοίκηση. Ουσιαστικό ο Ένγκελς κρίνει την Κομμούνα παίρνοντας ως δεδομένο τον πειραματικό, ζωντανό χαρακτήρα της και δεν ψάχνει να βρει τις αποκλίσεις της από κάποια αλάνθαστη θεωρία. Αφού «το ασυνείδητο προηγείται του συνειδητού και η λογική της αντικειμενικής ιστορικής διαδικασίας προηγείται της υποκειμενικής λογικής των πρωταγωνιστών της», είναι λογικό ότι «η εργατική τάξη δεν περίμενε θαύματα από την Κομμούνα. Δεν πρόκειται να εφαρμόσει με απόφαση του λαού επεξεργασμένες ουτοπίες… δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ιδανικά μα να απελευθερώσει μονάχα τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που αναπτύχθηκαν πια στους κόλπους της αστικής κοινωνίας που καταρρέει.»
Κάθε επαναστατικό σχέδιο εκκινεί από το δοσμένο επίπεδο συνείδησης των μαζών, βλασταίνει στο έδαφος αυτό και προσπαθεί να ωθήσει τη συνείδηση σε ένα ανώτερο επίπεδο, όχι όμως να εκβιάσει αυτήν την ανάπτυξη. Αν δεν ήταν έτσι τότε δε θα ίσχυε πως η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας.
Το κράτος είναι η αντανάκλαση στο πολιτικό πεδίο της πάλης των τάξεων. Εκτός από το να ενοποιεί τις αντιμαχόμενες μερίδες της αστικής τάξης, προσφέροντας τους μια συλλογική ηγεσία, το αστικό κράτος οργανώνει το σύνολο της κοινωνικής ζωής υπό αστική κυριαρχία. Αυτές οι ιδιαίτερες αρμοδιότητες του είναι και η αιτία της απαραίτητης αυτονομίας του απέναντι στις τάξεις. Πιο απλά για να είναι λειτουργικό το κράτος πρέπει να αποκοπεί από την κοινωνία. Στο βαθμό που η Κομμούνα εξέφραζε ως κράτος μια άλλη κοινωνική αποκρυστάλλωση, αυτή της προλεταριακής εξουσίας, έπρεπε το κράτος της, ως θεσμός καταπίεσης της πλειοψηφίας ενάντια στην μειοψηφία και όχι το αντίθετο, να «απαλλαγεί από όλο τον παλιό τον παλιό καταπιεστικό μηχανισμό που χρησιμοποιούταν προηγουμένως εναντίον της (της εργατικής τάξης σ.σ.) και αφ΄ ετέρου να διασφαλιστεί απέναντι στους δικούς της βουλευτές και υπαλλήλους, ορίζοντας ότι όλοι ανεξαιρέτως είναι ανακλητοί ανά πάσα στιγμή», τσακίζοντας έτσι την εξουσία του κράτους πάνω στην κοινωνία. Η εργατική τάξη θα οργανωθεί σε κράτος για να επιβάλλει και να διατηρήσει την εξουσία της, «το κράτος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μηχανή καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα αυτό ισχύει τόσο για την αστική δημοκρατία, όσο και για την μοναρχία! Στην καλύτερη περίπτωση, το κράτος είναι ένα κακό το οποίο θα κληρονομήσει το προλεταριάτο μετά την νικηφόρα πάλη του για ταξική κυριαρχία, και που τις χειρότερες όψεις του, όπως το έκανε η Κομμούνα, δεν μπορεί να μην τις περιορίσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, έως ότου μια, γαλουχημένη μέσα σε νέες, ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, γενιά, να μπορέσει να πετάξει στον σκουπιδοτενεκέ όλη αυτή τη σαβούρα που αποτελεί το κράτος»
Ο Ένγκελς διατυπώνει με επιστημονικό τρόπο τις προϋποθέσεις απονέκρωσης του κράτους, τις δικλείδες ασφαλείας απέναντι σε μια τυχόν αυταρχική αυτονόμηση της νεοσύστατης εξουσίας από την κοινωνία και ξεκαθαρίζει απέναντι στους ιδεολογικούς αντιπάλους της εποχής, την συστημική πλέον σοσιαλδημοκρατία του 19ου αιώνα: «ο σοσιαλδημοκράτης φιλισταίος κυριεύεται ξαφνικά από ιερό τρόμο στο άκουσμα των λέξεων «δικτατορία του προλεταριάτου». Ε, λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι είναι αυτή η δικτατορία; Κοιτάξτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου!»
Ερείπια από την εβδομάδα των συγκρούσεων
|
Η κριτική του Λένιν
Ο Λένιν
πραγματεύεται την εμπειρία της Κομμούνας στο πλαίσιο της απόπειρας του να
θεμελιώσει μια μαρξιστική θεωρία για το κράτος, στο περίφημο έργο του Κράτος και
Επανάσταση. Στο βαθμό που προσεγγίσουμε το Λένιν, ως κορυφαίο μαρξιστή της
εποχής του που δρα εντός του μαρξιστικού υποδείγματος και όχι ως θεμελιωτή
κάποιου ανύπαρκτου λενινισμού, η πολεμική διάσταση του έργου του έχει να κάνει
με τις σφοδρές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των μαρξιστών της εποχής, αλλά
και των ρεφορμιστών σοσιαλδημοκρατών γύρω από τα ζητήματα της εξουσίας και του
κράτους.
Ο Λένιν έχει ως βάση του εκτός από τα κείμενα των Μαρξ-Ένγκελς για την Κομμούνα, την κριτική των προγραμμάτων της Γκότα και της Ερφούρτης. Εκεί διατυπώνεται ρητά πως: «ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στην άλλη. Και σε αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, όπου το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου»
Το 1917, η ανθρωπότητα βιώνει το σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι επαναστάσεις είναι στο ξεκίνημα τους και η αστική κοινωνία απαξιώνεται στις συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων. Για το Λένιν, κρίνεται επιτακτικός ο στοχασμός πάνω στο ζήτημα του κράτους, της καταστροφής του και της αντικατάστασης του προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Δεν πρόκειται για μια απέλπιδα έφοδο στον ουρανό, αλλά για μια ρεαλιστική πρόταση επαναστατικής διεξόδου από την κρίση της εποχής. Αυτό το γεγονός καθιστά την κριτική του Λένιν, κομμάτι μιας πολεμικής προς τους πολεμοχαρείς σοσιαλδημοκράτες της εποχής που αρνούνταν πως το περιεχόμενο της επανάστασης είναι κυρίως η καταστροφή του κράτους. Ταυτόχρονα είναι μια θεωρητική και επιστημονική προσέγγιση των υλικών βάσεων ύπαρξης του κράτους.
Ο Λένιν ξεκινά από τη διατύπωση του Ένγκελς, πως η Κομμούνα δεν ήταν πια κράτος με την καθεαυτή έννοια της λέξης. Ο Λένιν, κινούμενος εντός του μαρξιστικού υποδείγματος, έχει αντιληφθεί τη δυναμική αυτού του συστήματος σκέψης και με αφετηρία την εμπειρία, στοχάζεται πάνω στο εννοιολογικό περιεχόμενο του κράτους ως το όριο της αυτό-αναίρεσης του. Αν το κράτος είναι το μέσο επιβολής της ταξικής κυριαρχίας, ποιο περιεχόμενο έχει το κράτος που επιβάλλει τη θέληση της πλειοψηφίας; Θεωρητικά η δικτατορία του προλεταριάτου αντικαθιστά με την πιο ολοκληρωμένη μορφή δημοκρατίας το σύνολο των θεσμών του αστικού κράτους. «σημαίνει αντικατάσταση σε γιγαντιαία κλίμακα ενός είδους θεσμών με θεσμούς θεμελιακά διαφορετικού είδους. Εδώ βλέπουμε όντως μια από τις περιπτώσεις «μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα»: η δημοκρατία εφαρμοσμένη σε μέγιστη γενικά νοητή πληρότητα και συνέπεια, μετατρέπεται από αστική δημοκρατία σε προλεταριακή, από κράτος (=ιδιαίτερη δύναμη για την καταπίεση μιας ορισμένης τάξης) σε κάτι που δεν είναι πια καθαυτό κράτος».
Αφού η Κομμούνα φιλοδοξούσε να εκφράσει πολιτικά το σύνολο του λαού κι αφού έφερε σε πέρας μια πραγματική λαϊκή επανάσταση, τότε «εφόσον η ίδια η πλειονότητα του λαού καταστέλλει τους καταπιεστές της δεν χρειάζεται πια “ιδιαίτερη δύναμη” καταστολής! Με αυτή την έννοια το κράτος αρχίζει να απονεκρώνεται». (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 54)
Ο Λένιν αναλύοντας την κοινωνική οργάνωση της Κομμούνας, παρατηρεί πως η ολοκλήρωση της δημοκρατίας, σημαίνει τη διάχυση της σε όλο το λαό και άρα την αντικατάσταση του κοινοβουλευτισμού από ένα σώμα εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα, με αιρετούς και ανακλητούς πραγματικούς εκπροσώπους κι όχι την επαγγελματική και ανεξάρτητη από την κοινωνία κάστα των βουλευτών. Η προλεταριακή δικτατορία αναδεικνύει τους δικούς της θεσμούς, κρατώντας την ουσία και τη λειτουργικότητα της αντιπροσώπευσης, αλλά όχι τη φενάκη του κοινοβουλευτισμού. «τον πουλημένο και σάπιο κοινοβουλευτισμό της αστικής κοινωνίας η Κομμούνα τον αντικαθιστά με θεσμούς, όπου η ελευθερία της γνώμης και της συζήτησης δεν εκφυλίζεται σε απάτη…οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί παραμένουν, όμως δεν υπάρχει εδώ κοινοβουλευτισμός σαν ιδιαίτερο σύστημα».
Στη συνέχεια, ο Λένιν υιοθετεί αυτούσια τη μαρξική κριτική στην Κομμούνα για την έλλειψη βίας απέναντι στην αστική τάξη, θεωρώντας την ως μία από τις αιτίες της ήττας. Ο Λένιν θεωρεί πως ανεξάρτητα από τις δημοκρατικές μορφές θέσμισης της δικτατορίας του προλεταριάτου, απέναντι στην αστική τάξη το προλεταριάτο δεν είναι δημοκρατικό, αλλά η κυρίαρχη τάξη, έχει γίνει δηλαδή εθνικό αφού, «το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ΄ όλα με τη δική του αστική τάξη».
Το προλεταριάτο οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη, χρησιμοποιεί τεχνικούς, λογιστές και κάθε είδους πνευματική εξειδικευμένη εργασία στην οργάνωση της παραγωγής. Κάτω από το σχεδιασμό και την επίβλεψη του, με κρατική μορφή, την Κομμούνα συντελείται η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας, η οικονομική βάση για την απονέκρωση του κράτους. Επειδή όμως, «το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερο από την οικονομική διαμόρφωση και την καθορισμένη από αυτήν πολιτιστική ανάπτυξη της κοινωνίας» , ο Λένιν αντιλαμβάνεται πως η δικτατορία του προλεταριάτου, εμπεριέχει εννοιολογικά, αφενός την παλιά κοινωνία, έστω ως άρνησή της, αφετέρου τους σπόρους μιας μελλοντικής κοινωνικής οργάνωσης που «θα βάλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί όπου θα είναι η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και το μπρούτζινο τσεκούρι.»
Αυτή η διαπίστωση οδηγεί το Λένιν στην αντίληψη της δικτατορίας του προλεταριάτου ως κινούμενη διαδικασία, που γεννά νέες μορφές διοίκησης που μορφοποιούν το νέο περιεχόμενο εξουσίας, μέχρι την κατάργηση και της πιο δημοκρατικά οργανωμένης εξουσίας, δηλαδή ως τον κομμουνισμό. Η αφετηρία της σκέψης του είναι οι θεσμοί της Κομμούνας, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί η ανάδυση νέων μορφών από τη ζωντανή πάλη πραγματικών ανθρώπων, όπως η δημιουργία συμβουλίων στη Ρωσία που ο Λένιν θεωρεί συνέχεια του έργου της Κομμούνας. Ουσιαστικά το περιεχόμενο μιας επερχόμενης επανάστασης μπορεί να αναλυθεί θεωρητικά κι αυτή η ανάλυση να είναι ένα όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης, αλλά οι μορφές εκδήλωσης και άρθρωσης αυτού του περιεχομένου, μπορούν να ανακαλυφθούν πειραματικά μόνο από το ίδιο το κίνημα σε μια διαλεκτική ενότητα θεωρίας και πράξης. Η μαρξική και μαρξιστική σκέψη, μελετά αυτές ακριβώς τις συγκεκριμένες μορφές (Κομμούνα) για να εξάγει πιο γενικά και αφηρημένα πολιτικά συμπεράσματα για τους τρόπους κατάργησης του κράτους. Δημιουργείται έτσι ένας σκληρός πυρήνας προτάσεων που οριοθετεί το μαρξισμό ως σύστημα ιδεών, τόσο από τους αναρχικούς που θέλουν εδώ και τώρα ακρατική κοινωνία, όσο και από τους σοσιαλδημοκράτες που αρνούνται τον κυριαρχικό χαρακτήρα του κράτους.
Για το Λένιν, το προλεταριάτο έχοντας την εμπειρία της εργοστασιακής πειθαρχίας κι εκμεταλλευόμενο τον συγκεντρωτισμό που κληροδοτεί στην κοινωνία ο καπιταλισμός, μπορεί πολύ απλά να επεκτείνει τις λειτουργίες ελέγχου και καταγραφής σε όλη την κοινωνική ζωή, ώστε «όταν όλοι μάθουν να διοικούν και πραγματικά θα διοικούν μόνοι τους την κοινωνική παραγωγή, μόνοι τους θα καταγράφουν και θα ελέγχουν τους χαραμοφάηδες, τα αρχοντόπουλα, τους απατεώνες και τους παρόμοιους θεματοφύλακες των παραδόσεων του καπιταλισμού-τότε αναπόφευκτα θα γίνει τόσο απίστευτα δύσκολο να ξεφύγει κανείς απ’ αυτή την παλλαϊκή καταγραφή και τον παλλαϊκό έλεγχο, θα γίνει τόσο πολύ σπάνια εξαίρεση και θα συνοδεύεται ασφαλώς από μια τόσο άμεση και αυστηρή τιμωρία (γιατί οι ένοπλοι εργάτες είναι άνθρωποι πρακτικοί και όχι συναισθηματικοί διανοούμενοι, και είναι ζήτημα αν θα αφήσουν κανένα να αστειεύεται μαζί τους), και η ανάγκη να τηρούνται οι απλοί, βασικοί κανόνες ανθρώπινης συμβίωσης θα γίνει πολύ γρήγορα συνήθεια. Και τότε θ’ ανοίξουν διάπλατα οι πύλες για τη μετάβαση από την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ανώτερη φάση της, και συγχρόνως στην ολοσχερή απονέκρωση του κράτους.». (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 122)
Ο Λένιν έχει ως βάση του εκτός από τα κείμενα των Μαρξ-Ένγκελς για την Κομμούνα, την κριτική των προγραμμάτων της Γκότα και της Ερφούρτης. Εκεί διατυπώνεται ρητά πως: «ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στην άλλη. Και σε αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, όπου το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου»
Το 1917, η ανθρωπότητα βιώνει το σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι επαναστάσεις είναι στο ξεκίνημα τους και η αστική κοινωνία απαξιώνεται στις συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων. Για το Λένιν, κρίνεται επιτακτικός ο στοχασμός πάνω στο ζήτημα του κράτους, της καταστροφής του και της αντικατάστασης του προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Δεν πρόκειται για μια απέλπιδα έφοδο στον ουρανό, αλλά για μια ρεαλιστική πρόταση επαναστατικής διεξόδου από την κρίση της εποχής. Αυτό το γεγονός καθιστά την κριτική του Λένιν, κομμάτι μιας πολεμικής προς τους πολεμοχαρείς σοσιαλδημοκράτες της εποχής που αρνούνταν πως το περιεχόμενο της επανάστασης είναι κυρίως η καταστροφή του κράτους. Ταυτόχρονα είναι μια θεωρητική και επιστημονική προσέγγιση των υλικών βάσεων ύπαρξης του κράτους.
Ο Λένιν ξεκινά από τη διατύπωση του Ένγκελς, πως η Κομμούνα δεν ήταν πια κράτος με την καθεαυτή έννοια της λέξης. Ο Λένιν, κινούμενος εντός του μαρξιστικού υποδείγματος, έχει αντιληφθεί τη δυναμική αυτού του συστήματος σκέψης και με αφετηρία την εμπειρία, στοχάζεται πάνω στο εννοιολογικό περιεχόμενο του κράτους ως το όριο της αυτό-αναίρεσης του. Αν το κράτος είναι το μέσο επιβολής της ταξικής κυριαρχίας, ποιο περιεχόμενο έχει το κράτος που επιβάλλει τη θέληση της πλειοψηφίας; Θεωρητικά η δικτατορία του προλεταριάτου αντικαθιστά με την πιο ολοκληρωμένη μορφή δημοκρατίας το σύνολο των θεσμών του αστικού κράτους. «σημαίνει αντικατάσταση σε γιγαντιαία κλίμακα ενός είδους θεσμών με θεσμούς θεμελιακά διαφορετικού είδους. Εδώ βλέπουμε όντως μια από τις περιπτώσεις «μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα»: η δημοκρατία εφαρμοσμένη σε μέγιστη γενικά νοητή πληρότητα και συνέπεια, μετατρέπεται από αστική δημοκρατία σε προλεταριακή, από κράτος (=ιδιαίτερη δύναμη για την καταπίεση μιας ορισμένης τάξης) σε κάτι που δεν είναι πια καθαυτό κράτος».
Αφού η Κομμούνα φιλοδοξούσε να εκφράσει πολιτικά το σύνολο του λαού κι αφού έφερε σε πέρας μια πραγματική λαϊκή επανάσταση, τότε «εφόσον η ίδια η πλειονότητα του λαού καταστέλλει τους καταπιεστές της δεν χρειάζεται πια “ιδιαίτερη δύναμη” καταστολής! Με αυτή την έννοια το κράτος αρχίζει να απονεκρώνεται». (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 54)
Ο Λένιν αναλύοντας την κοινωνική οργάνωση της Κομμούνας, παρατηρεί πως η ολοκλήρωση της δημοκρατίας, σημαίνει τη διάχυση της σε όλο το λαό και άρα την αντικατάσταση του κοινοβουλευτισμού από ένα σώμα εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα, με αιρετούς και ανακλητούς πραγματικούς εκπροσώπους κι όχι την επαγγελματική και ανεξάρτητη από την κοινωνία κάστα των βουλευτών. Η προλεταριακή δικτατορία αναδεικνύει τους δικούς της θεσμούς, κρατώντας την ουσία και τη λειτουργικότητα της αντιπροσώπευσης, αλλά όχι τη φενάκη του κοινοβουλευτισμού. «τον πουλημένο και σάπιο κοινοβουλευτισμό της αστικής κοινωνίας η Κομμούνα τον αντικαθιστά με θεσμούς, όπου η ελευθερία της γνώμης και της συζήτησης δεν εκφυλίζεται σε απάτη…οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί παραμένουν, όμως δεν υπάρχει εδώ κοινοβουλευτισμός σαν ιδιαίτερο σύστημα».
Στη συνέχεια, ο Λένιν υιοθετεί αυτούσια τη μαρξική κριτική στην Κομμούνα για την έλλειψη βίας απέναντι στην αστική τάξη, θεωρώντας την ως μία από τις αιτίες της ήττας. Ο Λένιν θεωρεί πως ανεξάρτητα από τις δημοκρατικές μορφές θέσμισης της δικτατορίας του προλεταριάτου, απέναντι στην αστική τάξη το προλεταριάτο δεν είναι δημοκρατικό, αλλά η κυρίαρχη τάξη, έχει γίνει δηλαδή εθνικό αφού, «το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ΄ όλα με τη δική του αστική τάξη».
Το προλεταριάτο οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη, χρησιμοποιεί τεχνικούς, λογιστές και κάθε είδους πνευματική εξειδικευμένη εργασία στην οργάνωση της παραγωγής. Κάτω από το σχεδιασμό και την επίβλεψη του, με κρατική μορφή, την Κομμούνα συντελείται η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας, η οικονομική βάση για την απονέκρωση του κράτους. Επειδή όμως, «το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερο από την οικονομική διαμόρφωση και την καθορισμένη από αυτήν πολιτιστική ανάπτυξη της κοινωνίας» , ο Λένιν αντιλαμβάνεται πως η δικτατορία του προλεταριάτου, εμπεριέχει εννοιολογικά, αφενός την παλιά κοινωνία, έστω ως άρνησή της, αφετέρου τους σπόρους μιας μελλοντικής κοινωνικής οργάνωσης που «θα βάλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί όπου θα είναι η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και το μπρούτζινο τσεκούρι.»
Αυτή η διαπίστωση οδηγεί το Λένιν στην αντίληψη της δικτατορίας του προλεταριάτου ως κινούμενη διαδικασία, που γεννά νέες μορφές διοίκησης που μορφοποιούν το νέο περιεχόμενο εξουσίας, μέχρι την κατάργηση και της πιο δημοκρατικά οργανωμένης εξουσίας, δηλαδή ως τον κομμουνισμό. Η αφετηρία της σκέψης του είναι οι θεσμοί της Κομμούνας, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί η ανάδυση νέων μορφών από τη ζωντανή πάλη πραγματικών ανθρώπων, όπως η δημιουργία συμβουλίων στη Ρωσία που ο Λένιν θεωρεί συνέχεια του έργου της Κομμούνας. Ουσιαστικά το περιεχόμενο μιας επερχόμενης επανάστασης μπορεί να αναλυθεί θεωρητικά κι αυτή η ανάλυση να είναι ένα όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης, αλλά οι μορφές εκδήλωσης και άρθρωσης αυτού του περιεχομένου, μπορούν να ανακαλυφθούν πειραματικά μόνο από το ίδιο το κίνημα σε μια διαλεκτική ενότητα θεωρίας και πράξης. Η μαρξική και μαρξιστική σκέψη, μελετά αυτές ακριβώς τις συγκεκριμένες μορφές (Κομμούνα) για να εξάγει πιο γενικά και αφηρημένα πολιτικά συμπεράσματα για τους τρόπους κατάργησης του κράτους. Δημιουργείται έτσι ένας σκληρός πυρήνας προτάσεων που οριοθετεί το μαρξισμό ως σύστημα ιδεών, τόσο από τους αναρχικούς που θέλουν εδώ και τώρα ακρατική κοινωνία, όσο και από τους σοσιαλδημοκράτες που αρνούνται τον κυριαρχικό χαρακτήρα του κράτους.
Για το Λένιν, το προλεταριάτο έχοντας την εμπειρία της εργοστασιακής πειθαρχίας κι εκμεταλλευόμενο τον συγκεντρωτισμό που κληροδοτεί στην κοινωνία ο καπιταλισμός, μπορεί πολύ απλά να επεκτείνει τις λειτουργίες ελέγχου και καταγραφής σε όλη την κοινωνική ζωή, ώστε «όταν όλοι μάθουν να διοικούν και πραγματικά θα διοικούν μόνοι τους την κοινωνική παραγωγή, μόνοι τους θα καταγράφουν και θα ελέγχουν τους χαραμοφάηδες, τα αρχοντόπουλα, τους απατεώνες και τους παρόμοιους θεματοφύλακες των παραδόσεων του καπιταλισμού-τότε αναπόφευκτα θα γίνει τόσο απίστευτα δύσκολο να ξεφύγει κανείς απ’ αυτή την παλλαϊκή καταγραφή και τον παλλαϊκό έλεγχο, θα γίνει τόσο πολύ σπάνια εξαίρεση και θα συνοδεύεται ασφαλώς από μια τόσο άμεση και αυστηρή τιμωρία (γιατί οι ένοπλοι εργάτες είναι άνθρωποι πρακτικοί και όχι συναισθηματικοί διανοούμενοι, και είναι ζήτημα αν θα αφήσουν κανένα να αστειεύεται μαζί τους), και η ανάγκη να τηρούνται οι απλοί, βασικοί κανόνες ανθρώπινης συμβίωσης θα γίνει πολύ γρήγορα συνήθεια. Και τότε θ’ ανοίξουν διάπλατα οι πύλες για τη μετάβαση από την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ανώτερη φάση της, και συγχρόνως στην ολοσχερή απονέκρωση του κράτους.». (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 122)
Ο γρίφος της δημοκρατίας και η κριτική
της Λούξεμπουργκ
Οι στοχαστές
που κινούνται στο μαρξιστικό υπόδειγμα, έχουν συμφωνήσει στο εννοιολογικό περιεχόμενο
της δικτατορίας του προλεταριάτου και στο μεταβατικό της χαρακτήρα. Η διαφωνία
έγκειται στις μορφές οργάνωσης της, ως εξουσία που αρνείται τον εαυτό της.
Σχηματικά μία αντίθεση διαπερνά το σύνολο των μαρξιστών στοχαστών,
αναπαράγοντας τον ίδιο διαχωρισμό που παρατηρήθηκε στην Κομμούνα, ανάμεσα στους
οπαδούς μιας συγκεντρωτικής αντίληψης για την εξουσία που την ασκεί η
πρωτοπορία(μπλανκιστές) και μιας δημοκρατικής αντίληψης που διαχέει την
εξουσία, ακόμα και με τίμημα την ήττα.(προυντονιστές)
Έτσι η κριτική στον «μπλανκιστή» Λένιν προέρχεται από την «δημοκρατική» Ρόζα. Η
αντίθεση εκφράζει και τις αντιλήψεις των δύο πόλων για τη σχέση των μαζών με τη
συνειδητή πρωτοπορία-κόμμα. Η Ρόζα αντιδρά στο γιακωβινισμό του Λένιν,
θεωρώντας πως εμπεριέχει τον κίνδυνο η δικτατορία του προλεταριάτου να
εκφυλιστεί σε μία πεφωτισμένη δικτατορία επί του προλεταριάτου, μια πρόβλεψη
που επιβεβαιώθηκε τελικά ιστορικά. Η Ρόζα θεωρεί επίσης πως η αστική
δημοκρατία, κληροδοτεί θεσμούς και μία δημοκρατική κουλτούρα, που το
προλεταριάτο οφείλει να συμπεριλάβει στην θέσμιση του ως κυρίαρχη τάξη και
αντιδρά στον συγκεντρωτισμό και αντικοινοβουλευτισμό του Λένιν που τον
αντιλαμβάνεται ως ρωσική και μόνο ιδιαιτερότητα. Βεβαίως και η δική της
πεποίθηση πως η πρωτοπορία ταυτίζεται με το κίνημα της εργατικής τάξης και
επομένως η δικτατορία του προλεταριάτου είναι το πανηγύρι του λαού στην
εξουσία, προκύπτει από τις συνθήκες ανάπτυξης των σοσιαλιστών στη Γερμανία και
τη μακρά παράδοση του κοινοβουλευτισμού. Για τη Λούξεμπουργκ η αυτοσυνείδηση
των μαζών και το ταξικό τους ένστικτο, είναι οι απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας
απέναντι στον εκφυλισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου σε μια γιακωβίνικου
τύπου δικτατορία που κυβερνά «υποκαθιστώντας απλώς την αυθεντία της αστικής τάξης με
εκείνη μιας σοσιαλιστικής κεντρικής επιτροπής»
Ουσιαστικά η Λούξεμπουργκ, θεωρεί την επανάσταση των μπολσεβίκων, όχι συνέχεια
της Κομμούνας σε πανεθνική κλίμακα, αλλά εν δυνάμει αναίρεση των βασικών της
κατακτήσεων. Ειδικότερα, αν και η κριτική της λαμβάνει ως δεδομένο τις αντίξοες
συνθήκες που επικρατούσαν στη Ρωσία, τα συγκεντρωτικά μέτρα των μπολσεβίκων
κατά των αντιπάλων τους και η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, θεωρούνται
μορφές που αλλοιώνουν το περιεχόμενο της προλεταριακής δικτατορίας και
συστήνουν αναποδογυρισμένο το ίδιο το αστικό κράτος. «χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και
των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή σβήνει μέσα σε όλους τους
δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία απομένει
το μόνο ενεργό στοιχείο… η διεύθυνση είναι στα χέρια μιας μόνο δωδεκάδας
εξαιρετικών εγκεφάλων…. υπάρχει λοιπόν στα βάθος μια κυβέρνηση κλίκας, μια
δικτατορία είναι αλήθεια, όχι όμως του προλεταριάτου, όχι: η δικτατορία μιας
χούφτας πολιτικών, δηλαδή μια δικτατορία με αστική έννοια, με την έννοια της
γιακωβίνικης κυριαρχίας». (Λούξεμπουργκ, Η Ρωσική Επανάσταση,
εκδόσεις Κορόντζη, σελ 82)
Τελικά για τη Ρόζα, το ζήτημα είναι ο συγκεντρωτισμός αυτός να θεωρηθεί
υποπροϊόν των περιστάσεων κι όχι κάποιο νέο πολιτικό δόγμα, γιατί «το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει
να είναι παρά μόνο ιστορικό προϊόν, γεννημένο από τη σχολή της εμπειρίας κατά
τη στιγμή των πραγματοποιήσεων… ο σοσιαλισμός από την ίδια του τη φύση δεν
μπορεί να παραχωρηθεί, δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί με διατάγματα.»
Η μεγαλοψυχία απέναντι στην αστική τάξη που τόσο ο Μαρξ, όσο και ο Λένιν
καταλόγισαν στην Κομμούνα, για τη Λούξεμπουργκ, είναι αντίθετα η απαραίτητη
προϋπόθεση για την κατάργηση των θεσμών εξουσίας «η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης και του
κόμματος δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για κείνον
που σκέφτεται διαφορετικά: όχι από δογματισμό για τη “δικαιοσύνη”, αλλά γιατί
από αυτό εξαρτάται κάθε τι που διδάσκει, εξυγιαίνει, ξεκαθαρίζει μέσα στην
πολιτική ελευθερία και γιατί η ελευθερία χάνει την αποτελεσματικότητα της όταν
καταντάει προνόμιο».
Τέλος, σημαντική προσφορά στη σύγχρονη ιστοριογραφία για την Κομμούνα αποτελεί
το έργο της Έλλης Παπά, που εντάσσεται στη σχολή της Λούξεμπουργκ. Εκεί η
συγγραφέας θεωρεί πως η πολύτιμη πείρα της Κομμούνας σπαταλήθηκε στον 20ο
αιώνα, πως το δημοκρατικό της πρόταγμα, αντικαταστάθηκε από έναν ιδιότυπο
μπλανκισμό, που τελικά αναστύλωσε με ολοκληρωτική μορφή το κράτος αντί να το
απονεκρώσει.«…πρέπει να επανεξετάσουμε όλο το πρόβλημα της σοσιαλιστικής
επανάστασης θέτοντας, έστω και ως υπόθεση εργασίας το ερώτημα αν η διεξαγωγή
και, προπαντός, η εξουσία που εγκαθίδρυσε η επανάσταση του Οχτώβρη είχαν την
Κομμούνα ως σημείο εκκίνησης». (Παππά Έλλη, Η Κομμούνα του 1871,
εκδόσεις Άγρα, σελ 67)
Έτσι η κριτική στον «μπλανκιστή» Λένιν προέρχεται από την «δημοκρατική» Ρόζα. Η αντίθεση εκφράζει και τις αντιλήψεις των δύο πόλων για τη σχέση των μαζών με τη συνειδητή πρωτοπορία-κόμμα. Η Ρόζα αντιδρά στο γιακωβινισμό του Λένιν, θεωρώντας πως εμπεριέχει τον κίνδυνο η δικτατορία του προλεταριάτου να εκφυλιστεί σε μία πεφωτισμένη δικτατορία επί του προλεταριάτου, μια πρόβλεψη που επιβεβαιώθηκε τελικά ιστορικά. Η Ρόζα θεωρεί επίσης πως η αστική δημοκρατία, κληροδοτεί θεσμούς και μία δημοκρατική κουλτούρα, που το προλεταριάτο οφείλει να συμπεριλάβει στην θέσμιση του ως κυρίαρχη τάξη και αντιδρά στον συγκεντρωτισμό και αντικοινοβουλευτισμό του Λένιν που τον αντιλαμβάνεται ως ρωσική και μόνο ιδιαιτερότητα. Βεβαίως και η δική της πεποίθηση πως η πρωτοπορία ταυτίζεται με το κίνημα της εργατικής τάξης και επομένως η δικτατορία του προλεταριάτου είναι το πανηγύρι του λαού στην εξουσία, προκύπτει από τις συνθήκες ανάπτυξης των σοσιαλιστών στη Γερμανία και τη μακρά παράδοση του κοινοβουλευτισμού. Για τη Λούξεμπουργκ η αυτοσυνείδηση των μαζών και το ταξικό τους ένστικτο, είναι οι απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας απέναντι στον εκφυλισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου σε μια γιακωβίνικου τύπου δικτατορία που κυβερνά «υποκαθιστώντας απλώς την αυθεντία της αστικής τάξης με εκείνη μιας σοσιαλιστικής κεντρικής επιτροπής»
Ουσιαστικά η Λούξεμπουργκ, θεωρεί την επανάσταση των μπολσεβίκων, όχι συνέχεια της Κομμούνας σε πανεθνική κλίμακα, αλλά εν δυνάμει αναίρεση των βασικών της κατακτήσεων. Ειδικότερα, αν και η κριτική της λαμβάνει ως δεδομένο τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν στη Ρωσία, τα συγκεντρωτικά μέτρα των μπολσεβίκων κατά των αντιπάλων τους και η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, θεωρούνται μορφές που αλλοιώνουν το περιεχόμενο της προλεταριακής δικτατορίας και συστήνουν αναποδογυρισμένο το ίδιο το αστικό κράτος. «χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή σβήνει μέσα σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία απομένει το μόνο ενεργό στοιχείο… η διεύθυνση είναι στα χέρια μιας μόνο δωδεκάδας εξαιρετικών εγκεφάλων…. υπάρχει λοιπόν στα βάθος μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία είναι αλήθεια, όχι όμως του προλεταριάτου, όχι: η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών, δηλαδή μια δικτατορία με αστική έννοια, με την έννοια της γιακωβίνικης κυριαρχίας». (Λούξεμπουργκ, Η Ρωσική Επανάσταση, εκδόσεις Κορόντζη, σελ 82)
Τελικά για τη Ρόζα, το ζήτημα είναι ο συγκεντρωτισμός αυτός να θεωρηθεί υποπροϊόν των περιστάσεων κι όχι κάποιο νέο πολιτικό δόγμα, γιατί «το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι παρά μόνο ιστορικό προϊόν, γεννημένο από τη σχολή της εμπειρίας κατά τη στιγμή των πραγματοποιήσεων… ο σοσιαλισμός από την ίδια του τη φύση δεν μπορεί να παραχωρηθεί, δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί με διατάγματα.» Η μεγαλοψυχία απέναντι στην αστική τάξη που τόσο ο Μαρξ, όσο και ο Λένιν καταλόγισαν στην Κομμούνα, για τη Λούξεμπουργκ, είναι αντίθετα η απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάργηση των θεσμών εξουσίας «η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης και του κόμματος δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για κείνον που σκέφτεται διαφορετικά: όχι από δογματισμό για τη “δικαιοσύνη”, αλλά γιατί από αυτό εξαρτάται κάθε τι που διδάσκει, εξυγιαίνει, ξεκαθαρίζει μέσα στην πολιτική ελευθερία και γιατί η ελευθερία χάνει την αποτελεσματικότητα της όταν καταντάει προνόμιο».
Τέλος, σημαντική προσφορά στη σύγχρονη ιστοριογραφία για την Κομμούνα αποτελεί το έργο της Έλλης Παπά, που εντάσσεται στη σχολή της Λούξεμπουργκ. Εκεί η συγγραφέας θεωρεί πως η πολύτιμη πείρα της Κομμούνας σπαταλήθηκε στον 20ο αιώνα, πως το δημοκρατικό της πρόταγμα, αντικαταστάθηκε από έναν ιδιότυπο μπλανκισμό, που τελικά αναστύλωσε με ολοκληρωτική μορφή το κράτος αντί να το απονεκρώσει.«…πρέπει να επανεξετάσουμε όλο το πρόβλημα της σοσιαλιστικής επανάστασης θέτοντας, έστω και ως υπόθεση εργασίας το ερώτημα αν η διεξαγωγή και, προπαντός, η εξουσία που εγκαθίδρυσε η επανάσταση του Οχτώβρη είχαν την Κομμούνα ως σημείο εκκίνησης». (Παππά Έλλη, Η Κομμούνα του 1871, εκδόσεις Άγρα, σελ 67)
Η Κομμούνα στον 21ο αιώνα
Όσο κι αν ο
μαρξισμός δε θεωρείται ένα κλειστό σύστημα ιδεών ,αλλά μια ανοιχτή
κοσμοαντίληψη, παραμένει ένα θεωρητικό υπόδειγμα με επιστημονικές εννοιολογικές
συνιστώσες. Ως εκ τούτου, στους κόλπους του συστήματος ανακύπτουν τα ίδια
θεμελιώδη ερωτήματα, οι ίδιοι γρίφοι, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε πραγματικές
μορφές που λαμβάνουν. Αυτή είναι και η αιτία που επανεμφανίζονται στην ιστορία
του μαρξισμού οι ίδιες διαμάχες που χαρακτήρισαν και την έφοδο στον ουρανό. Τα
ίδια στη βάση τους προβλήματα πιστοποιούν πως η ανθρωπότητα αναζητά ακόμα τη
λύση τους, ακόμα κι αν αυτή η αναζήτηση δεν περιορίζεται σε έτοιμες συνταγές,
αλλά λαμβάνει χώρα στο πραγματικό αντιφατικό έδαφος της Ιστορίας.
Ο μπλανκισμός βρήκε τους πιο συνεπείς εκφραστές του, στον αιώνα που πέρασε,
στις οργανώσεις ένοπλης βίας. Με συμβολικές κινήσεις, που είχαν όμως αληθινά
θύματα, οι οργανώσεις αυτές θέλησαν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις,
δίχως να λαμβάνουν πάντα υπόψη τους, την πραγματική κίνηση που συντελούταν στη
βάση της κοινωνίας. Θέλησαν να υποκαταστήσουν τον ίδιο το λαό, τη θέληση του,
εισάγοντας μια διαλεκτική τιμωρών-άβουλου λαού. Αυτός είναι και ο λόγος της
παταγώδους αποτυχίας τους, αφού το αστικό κράτος θωρακίστηκε περισσότερο
απέναντι στην κοινωνία, σκληραίνοντας το νομοθετικό πλαίσιο της αστικής
δημοκρατίας. (Ιταλία- Δ.Γερμανία, δεκαετία του 1970).
Ταυτόχρονα η επιβολή του σοβιετικού μοντέλου σε μια σειρά από χώρες και η
αυταρχική κρατική οργάνωση, χωρίς στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες,
δικαιώνει την κριτική της Λούξεμπουργκ. Η αιτία της κατάρρευση τους πρέπει να
αναζητηθεί και στην αποξένωση της κοινωνίας από την πολιτική που ήταν
αποκλειστικά έργο διορισμένων γραφειοκρατών.
Από την άλλη μεριά η πιο πρόσφατη εμπειρία της Οαχάκα στο Μεξικό, δικαιώνει την
μαρξική κριτική στο ζήτημα της βίας. Είναι εντυπωσιακό πως στην επαρχία αυτή,
με αφορμή τις περικοπές στους μισθούς των δασκάλων, ο λαός κατέλαβε την
εξουσία, οργανώνοντας για περίπου δύο μήνες, το σύνολο της κοινωνικής ζωής.
Μέσα από νέους θεσμούς, συμβουλιακής μορφής αναδύθηκαν τα φαντάσματα της
Κομμούνας, αποδεικνύοντας πως μια άλλη κοινωνική θέσμιση είναι εφικτή και
λειτουργική. Το πείραμα όμως αυτό, παραδόθηκε στη βία του μεξικανικού κράτους,
ουσιαστικά αμαχητί, για να μη νοθεύσει τις αντιεξουσιαστικές αρχές του. Η
Οαχάκα, τηρουμένων των αναλογιών, επανέλαβε τις ίδιες ακριβώς παραλείψεις με
την Κομμούνα, πληρώνοντας το ίδιο κόστος για τη μεγαλοψυχία της. Σχηματικά κάθε
απόπειρα για μία καλύτερη κοινωνική οργάνωση που θα αντικαθιστά την
καπιταλιστική βαρβαρότητα, είναι σαν να αντιμετωπίζει το ίδιο δίλημμα: ή θα
προδώσει τις αρχές της για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο και θα επιζήσει
εκφυλισμένα, ή θα ηττηθεί με αξιοπρέπεια επειδή ο αντίπαλος δεν έχει αρχές. «..τελικά οι κίνδυνοι είναι να πάρουμε το δρόμο που οδηγεί
στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις σφαγές και να είμαστε, εμείς τα διαλεχτά
τους θύματα. Σ’ αυτό θα απαντήσω ότι, κίνδυνος για κίνδυνος, είναι πάντα προτιμότερος
παρά να σφάζουμε τους άλλους για να καταλήξουμε κι οι ίδιοι κάτω από το λεπίδι
κάποιας Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας ή κάποιου Δικτάτορα του προλεταριάτου.»
Η σχηματοποίηση αυτή είναι ο τρόπος με τον οποίο η συνείδηση προσλαμβάνει την
αντιφατικότητα των καθηκόντων υλοποίησης ενός κράτους που δεν είναι κράτος
καθαυτό. Η πραγματικότητα περιλαμβάνει όλα τα πιθανά νοητικά μίγματα των δύο
πλευρών του διλήμματος, δηλαδή της αντίφασης.
Τώρα που ο καπιταλισμός μοιάζει να βυθίζεται σε ένα μακρύ κύμα ύφεσης και σε
μια πολυδιάστατη κρίση, ο πειρασμός για τις ελίτ να αναιρέσουν τη δημοκρατική
οργάνωση της αστικής κοινωνίας είναι μεγάλος. Η αδυναμία του καπιταλισμού να
παραθέσει ένα σχέδιο διεξόδου, χωρίς κόστος για την ανθρωπότητα, προσφέρει
ιδιαίτερη επιστημονική βαρύτητα στις μαρξιστικές αναλύσεις για το κράτος, αλλά
και για την επαναστατική μετάβαση σε μία κοινωνία απαλλαγμένη από το «φυσικό
φαινόμενο» των κρίσεων. Η Κομμούνα ως η πρώτη απόπειρα, δίχως τις στρεβλώσεις
του (αν)υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι ξανά ένα σημείο εκκίνησης.
Ξεκινά από το παρελθόν για να καταλήξει στο μέλλον.
Ένα μέλλον που δεν είναι γραμμένο από πριν, αλλά εμπεριέχεται στο σήμερα και
κρίνεται κάθε στιγμή, αφού και το ίδιο είναι στιγμή μιας αέναης διαδικασίας με
τομές και ασυνέχειες.
Η Κομμούνα, αυτή η σφίγγα της δικτατορίας του προλεταριάτου, με το βλέμμα
στραμμένο στο παρελθόν και στο μέλλον μοιάζει όπως «..ένας πίνακας του Κλέε με το όνομα Angelus Novus.
Απεικονίζεται εκεί ένας άγγελος, που φαίνεται έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι,
στο οποίο μένει προσηλωμένο το βλέμμα του. Διάπλατα τα μάτια του, ανοικτό το
στόμα του και τεντωμένες οι φτερούγες του. Έτσι πρέπει να είναι και ο άγγελος
της Ιστορίας. Στραμμένο το πρόσωπό του προς το παρελθόν. Όπου εμφανίζεται σε
εμάς μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός διακρίνει μία και μοναδική καταστροφή, που
συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια
του, αυτός θέλει να μείνει εκεί, να ξυπνήσει νεκρούς και να στήσει χαλάσματα.
Μία θύελλα όμως σηκώνεται από τη μεριά του παραδείσου κι αδράχνει τις φτερούγες
του κι είναι τόσο δυνατή, που δεν μπορεί πια ο άγγελος να τις κλείσει. Τον ωθεί
αυτή η θύελλα ασταμάτητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη,
ενώ ο σωρός από τα ερείπια φτάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Ό,τι αποκαλούμε
εμείς πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα.». (Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη
Φιλοσοφία της Ιστορίας, εκδόσεις Ουτοπία)
Ο μπλανκισμός βρήκε τους πιο συνεπείς εκφραστές του, στον αιώνα που πέρασε, στις οργανώσεις ένοπλης βίας. Με συμβολικές κινήσεις, που είχαν όμως αληθινά θύματα, οι οργανώσεις αυτές θέλησαν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις, δίχως να λαμβάνουν πάντα υπόψη τους, την πραγματική κίνηση που συντελούταν στη βάση της κοινωνίας. Θέλησαν να υποκαταστήσουν τον ίδιο το λαό, τη θέληση του, εισάγοντας μια διαλεκτική τιμωρών-άβουλου λαού. Αυτός είναι και ο λόγος της παταγώδους αποτυχίας τους, αφού το αστικό κράτος θωρακίστηκε περισσότερο απέναντι στην κοινωνία, σκληραίνοντας το νομοθετικό πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. (Ιταλία- Δ.Γερμανία, δεκαετία του 1970).
Ταυτόχρονα η επιβολή του σοβιετικού μοντέλου σε μια σειρά από χώρες και η αυταρχική κρατική οργάνωση, χωρίς στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες, δικαιώνει την κριτική της Λούξεμπουργκ. Η αιτία της κατάρρευση τους πρέπει να αναζητηθεί και στην αποξένωση της κοινωνίας από την πολιτική που ήταν αποκλειστικά έργο διορισμένων γραφειοκρατών.
Από την άλλη μεριά η πιο πρόσφατη εμπειρία της Οαχάκα στο Μεξικό, δικαιώνει την μαρξική κριτική στο ζήτημα της βίας. Είναι εντυπωσιακό πως στην επαρχία αυτή, με αφορμή τις περικοπές στους μισθούς των δασκάλων, ο λαός κατέλαβε την εξουσία, οργανώνοντας για περίπου δύο μήνες, το σύνολο της κοινωνικής ζωής. Μέσα από νέους θεσμούς, συμβουλιακής μορφής αναδύθηκαν τα φαντάσματα της Κομμούνας, αποδεικνύοντας πως μια άλλη κοινωνική θέσμιση είναι εφικτή και λειτουργική. Το πείραμα όμως αυτό, παραδόθηκε στη βία του μεξικανικού κράτους, ουσιαστικά αμαχητί, για να μη νοθεύσει τις αντιεξουσιαστικές αρχές του. Η Οαχάκα, τηρουμένων των αναλογιών, επανέλαβε τις ίδιες ακριβώς παραλείψεις με την Κομμούνα, πληρώνοντας το ίδιο κόστος για τη μεγαλοψυχία της. Σχηματικά κάθε απόπειρα για μία καλύτερη κοινωνική οργάνωση που θα αντικαθιστά την καπιταλιστική βαρβαρότητα, είναι σαν να αντιμετωπίζει το ίδιο δίλημμα: ή θα προδώσει τις αρχές της για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο και θα επιζήσει εκφυλισμένα, ή θα ηττηθεί με αξιοπρέπεια επειδή ο αντίπαλος δεν έχει αρχές. «..τελικά οι κίνδυνοι είναι να πάρουμε το δρόμο που οδηγεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις σφαγές και να είμαστε, εμείς τα διαλεχτά τους θύματα. Σ’ αυτό θα απαντήσω ότι, κίνδυνος για κίνδυνος, είναι πάντα προτιμότερος παρά να σφάζουμε τους άλλους για να καταλήξουμε κι οι ίδιοι κάτω από το λεπίδι κάποιας Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας ή κάποιου Δικτάτορα του προλεταριάτου.» Η σχηματοποίηση αυτή είναι ο τρόπος με τον οποίο η συνείδηση προσλαμβάνει την αντιφατικότητα των καθηκόντων υλοποίησης ενός κράτους που δεν είναι κράτος καθαυτό. Η πραγματικότητα περιλαμβάνει όλα τα πιθανά νοητικά μίγματα των δύο πλευρών του διλήμματος, δηλαδή της αντίφασης.
Τώρα που ο καπιταλισμός μοιάζει να βυθίζεται σε ένα μακρύ κύμα ύφεσης και σε μια πολυδιάστατη κρίση, ο πειρασμός για τις ελίτ να αναιρέσουν τη δημοκρατική οργάνωση της αστικής κοινωνίας είναι μεγάλος. Η αδυναμία του καπιταλισμού να παραθέσει ένα σχέδιο διεξόδου, χωρίς κόστος για την ανθρωπότητα, προσφέρει ιδιαίτερη επιστημονική βαρύτητα στις μαρξιστικές αναλύσεις για το κράτος, αλλά και για την επαναστατική μετάβαση σε μία κοινωνία απαλλαγμένη από το «φυσικό φαινόμενο» των κρίσεων. Η Κομμούνα ως η πρώτη απόπειρα, δίχως τις στρεβλώσεις του (αν)υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι ξανά ένα σημείο εκκίνησης.
Ξεκινά από το παρελθόν για να καταλήξει στο μέλλον.
Ένα μέλλον που δεν είναι γραμμένο από πριν, αλλά εμπεριέχεται στο σήμερα και κρίνεται κάθε στιγμή, αφού και το ίδιο είναι στιγμή μιας αέναης διαδικασίας με τομές και ασυνέχειες.
Η Κομμούνα, αυτή η σφίγγα της δικτατορίας του προλεταριάτου, με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν και στο μέλλον μοιάζει όπως «..ένας πίνακας του Κλέε με το όνομα Angelus Novus. Απεικονίζεται εκεί ένας άγγελος, που φαίνεται έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι, στο οποίο μένει προσηλωμένο το βλέμμα του. Διάπλατα τα μάτια του, ανοικτό το στόμα του και τεντωμένες οι φτερούγες του. Έτσι πρέπει να είναι και ο άγγελος της Ιστορίας. Στραμμένο το πρόσωπό του προς το παρελθόν. Όπου εμφανίζεται σε εμάς μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός διακρίνει μία και μοναδική καταστροφή, που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια του, αυτός θέλει να μείνει εκεί, να ξυπνήσει νεκρούς και να στήσει χαλάσματα. Μία θύελλα όμως σηκώνεται από τη μεριά του παραδείσου κι αδράχνει τις φτερούγες του κι είναι τόσο δυνατή, που δεν μπορεί πια ο άγγελος να τις κλείσει. Τον ωθεί αυτή η θύελλα ασταμάτητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φτάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Ό,τι αποκαλούμε εμείς πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα.». (Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, εκδόσεις Ουτοπία)
Κομμουνάροι, έτοιμοι να κατεδαφίσουν τη
στήλη Βαντόμ
Κομμουνάροι, έτοιμοι να κατεδαφίσουν τη
στήλη Βαντόμ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1870
2 Σεπτεμβρίου: Αιχμαλώτιση του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στο Σεντάν.
4 Σεπτεμβρίου: Ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
1871
8 Φεβρουαρίου: Συγκρότηση της Εθνοσυνέλευσης.
17 Φεβρουαρίου: Ο Θιέρσος εκλέγεται αρχηγός της κυβέρνησης.
1η Μαρτίου: Επικύρωση της συμφωνίας ειρήνης από την Εθνοσυνέλευση.
10 Μαρτίου: Η Εθνοσυνέλευση μεταφέρει την έδρα της στις Βερσαλλίες
18 Μαρτίου: Η Εθνοφρουρά αρνείται να παραδώσει τα κανόνια της. Το Παρίσι
εξεγερμένο. Η Κυβέρνηση φυγαδεύεται στις Βερσαλλίες
19 Μαρτίου: Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς ανακηρύσσει την Κομμούνα.
26 Μαρτίου: Δημοτικές εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων της Κομμούνας
29 Μαρτίου: Η Κομμούνα διατάσσει τη διάλυση του μόνιμου στρατού
6 Απριλίου: Συγκρότηση του στρατού των Βερσαλλιών υπό το στρατηγό ΜακΜαόν
16 Απριλίου: Συμπληρωματικές εκλογές της Κομμούνας
8 Μαΐου: Οι Βερσαλλιέζοι καταλαμβάνουν το οχυρό του Ισσύ
12 Μαΐου: Καταστροφή της οικίας του Θιέρσου
13 Μαΐου: Κατάληψη του οχυρού της Βάνβ από τους Βερσαλλιέζους
16 Μαΐου: Καταστροφή της στήλης της Βαντόμ
21 Μαΐου: Ξεκινά η εισβολή των κυβερνητικών στρατευμάτων στο Παρίσι
22-28 Μαΐου: Η εβδομάδα αίματος (Semaine Sanglante). To Παρίσι φλέγεται.
Τουλάχιστον 20.000 νεκροί, οι 17.000 εκτελέστηκαν. 40.000 συλλήψεις που θα
οδηγήσουν σε 13.500 καταδίκες.
Πηγή: Révolutions, sous la direction de Michael Lowy, Editions Hazan
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Μαρξ-Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού
Κόμματος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
2. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος πρώτος
3. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Αναγνωστίδη
4. Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη
5. Λισαγκαρέ, η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος
6. Παππά Έλλη, Η Κομμούνα του 1871, εκδόσεις Άγρα
7. Ένγκελς, πρόλογος στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις
Αναγνωστίδη
8. Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη
9. Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδόσεις Θεμέλιο
10. Τρότσκι, Φιλοσοφικά Τετράδια, εκδόσεις Εργατική Πάλη
11. Χέγκελ, Φαινομενολογία του Πνεύματος, εκδόσεις Δωδώνη
12. Χέγκελ, Λογική, εκδόσεις Δωδώνη
13. Άπαντα Μαρξ-Ένγκελς,αγγλ. έκδ. Τόμος 44
14. Ένγκελς, πρόλογος στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία του Μαρξ, γερμανική έκδοση
1891,εκδόσεις στοχαστής
15. Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, εκδόσεις Κορόντζη
16. Μαντέλ, Τα Μακρά Κύματα της Καπιταλιστικής Εξέλιξης, εκδόσεις Εργατική Πάλη
17. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
18. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
19. Ένγκελς, η Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του
κράτους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
20. Λούξεμπουργκ, Η Ρωσική Επανάσταση, εκδόσεις Κορόντζη
21. Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδόσεις Θεμέλιο
22. Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, εκδόσεις Ουτοπία
23. La Commune, Georges Bourgin, collection Que sais je? , PUF
24. La Commune de 1871, C. Talés (Spartacus)
25. Révolutions, Editions Hazan
και ένα video για όσους δεν θέαλουν να διαβάζουν....
2 Σεπτεμβρίου: Αιχμαλώτιση του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στο Σεντάν.
4 Σεπτεμβρίου: Ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
8 Φεβρουαρίου: Συγκρότηση της Εθνοσυνέλευσης.
17 Φεβρουαρίου: Ο Θιέρσος εκλέγεται αρχηγός της κυβέρνησης.
1η Μαρτίου: Επικύρωση της συμφωνίας ειρήνης από την Εθνοσυνέλευση.
10 Μαρτίου: Η Εθνοσυνέλευση μεταφέρει την έδρα της στις Βερσαλλίες
18 Μαρτίου: Η Εθνοφρουρά αρνείται να παραδώσει τα κανόνια της. Το Παρίσι εξεγερμένο. Η Κυβέρνηση φυγαδεύεται στις Βερσαλλίες
19 Μαρτίου: Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς ανακηρύσσει την Κομμούνα.
26 Μαρτίου: Δημοτικές εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων της Κομμούνας
29 Μαρτίου: Η Κομμούνα διατάσσει τη διάλυση του μόνιμου στρατού
6 Απριλίου: Συγκρότηση του στρατού των Βερσαλλιών υπό το στρατηγό ΜακΜαόν
16 Απριλίου: Συμπληρωματικές εκλογές της Κομμούνας
8 Μαΐου: Οι Βερσαλλιέζοι καταλαμβάνουν το οχυρό του Ισσύ
12 Μαΐου: Καταστροφή της οικίας του Θιέρσου
13 Μαΐου: Κατάληψη του οχυρού της Βάνβ από τους Βερσαλλιέζους
16 Μαΐου: Καταστροφή της στήλης της Βαντόμ
21 Μαΐου: Ξεκινά η εισβολή των κυβερνητικών στρατευμάτων στο Παρίσι
22-28 Μαΐου: Η εβδομάδα αίματος (Semaine Sanglante). To Παρίσι φλέγεται. Τουλάχιστον 20.000 νεκροί, οι 17.000 εκτελέστηκαν. 40.000 συλλήψεις που θα οδηγήσουν σε 13.500 καταδίκες.
2. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος πρώτος
3. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Αναγνωστίδη
4. Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη
5. Λισαγκαρέ, η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος
6. Παππά Έλλη, Η Κομμούνα του 1871, εκδόσεις Άγρα
7. Ένγκελς, πρόλογος στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Αναγνωστίδη
8. Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη
9. Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδόσεις Θεμέλιο
10. Τρότσκι, Φιλοσοφικά Τετράδια, εκδόσεις Εργατική Πάλη
11. Χέγκελ, Φαινομενολογία του Πνεύματος, εκδόσεις Δωδώνη
12. Χέγκελ, Λογική, εκδόσεις Δωδώνη
13. Άπαντα Μαρξ-Ένγκελς,αγγλ. έκδ. Τόμος 44
14. Ένγκελς, πρόλογος στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία του Μαρξ, γερμανική έκδοση 1891,εκδόσεις στοχαστής
15. Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, εκδόσεις Κορόντζη
16. Μαντέλ, Τα Μακρά Κύματα της Καπιταλιστικής Εξέλιξης, εκδόσεις Εργατική Πάλη
17. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
18. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
19. Ένγκελς, η Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
20. Λούξεμπουργκ, Η Ρωσική Επανάσταση, εκδόσεις Κορόντζη
21. Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδόσεις Θεμέλιο
22. Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, εκδόσεις Ουτοπία
23. La Commune, Georges Bourgin, collection Que sais je? , PUF
24. La Commune de 1871, C. Talés (Spartacus)
25. Révolutions, Editions Hazan
και ένα video για όσους δεν θέαλουν να διαβάζουν....
Μανιφέστο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου