Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Still I Stand

Μου λείπει η Αθήνα. Η ρυπαρότητα της και εκείνη η μουντάδα πριν να σκάσει ο καύσωνας ή πριν να πέσει η πρώτη, από τις πολλές όξινες βροχές, όπως συνήθιζα να ονομάζω τις βροχοπτώσεις στο λεκανοπέδιο, αρχής γενομένης από την διασπορά του Cernobyl..Και πριν ξεκινήστε πατήστε play στο παραπάνω video και κατόπιν οδηγηθείτε στο playlist παρακάτω για την κατάλληλη υπόκρουση όσων δυσνόητων ακουλουθήσουν.....


Πιο πολλοί θα θυμάστε την σειρά στο ΗΒΟ (??), εγώ ακόμα θυμάμαι την σειρά στα μπακάλικα που οι ιδιόκτητες τους επαίρονταν πως είναι υπεραγορές, ήτοι super market από τότε• που να ήξεραν. Την αίσθηση του τρόμου. Αν η αθηναϊκή κοινωνία των μέσων της δεκαετίας του 80 ήταν λίγο πιο cyberpunk (γιατι αμερικανολατρεύουσα ήταν σίγουρα) από ό,τι την θυμάμαι, θα κυκλοφορούσαμε με αντιασφυξιογόνες μάσκες και στολές προστασίας από ραδιενέργεια… Τέτοιος υπήρξε ο πανικός που έφερε η απολύτως ελεγχόμενη δημοσιογραφία των καιρών και ακολούθως άφησε στην θύμηση, την αίσθηση της σκόνης, που μεταξύ μας και δίχως να πιστεύουμε, φοβόμασταν πως θα ήταν η ουσία που επιτέλους θα μας έκανε μετάλλαγμένους, να κολλάμε στα ταβάνια και να έχουμε υπεράνθρωπες δυνάμεις και ταχύτητα (και αυτή ήταν η αισιόδοξη προοπτική γιατί η άλλη ήταν προφανέστερη και αφορούσε στην δημιουργία καρκινωμάτων το λιγότερο).

Πάμε όμως ξανά στους κιτρινισμένους δρόμους των Αθηνών, τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια. Όσα θα διηγηθώ, συνέβησαν καμιά 5ετία
αργότερα, από τα κοσμοϊστορικά που, άσχετα, αναφέραμε πιο πάνω, με όλα τα στίγματα της κοινωνίας του τότε, να έχουν μόλις εισέλθει στη τελευταία δεκαετία του 20
ου αιώνα αλώβητα και δίχως την αίσθηση της προόδου, που έδινε η ημερομηνία που πλέον ήταν 10 χρόνια κοντύτερα, αλλά για περίπου 20 χρόνια, αποτελούσε ορόσημο.

Κατσαρά μαλλιά, παντελόνια σωλήνες, 2κατοστάρικα στη τσέπη, δυόμισι με τα ψιλά, συν ένα πακετάκι Camel, κρυμμένο από τη κοινωνία, να αποτελεί μοναδική συντροφιά, τόσο στην γύρω μου πραγματικότητα, όσο και στην αρρώστια που φρόντιζα να ποτίζω στα πλεμόνια μου, σεταρισμένος γι αυτοκαταστροφή, δίχως να σκέφτομαι πως η όποια βλάβη, που ήξερα πως προκαλούσα, θα κληροδοτούνταν και στην επόμενη ηλικία, που τότε έτρεμα να μπω• γιατί απλά δεν έβλεπα την δύναμη να σταθώ μονάχος, δίχως την δύναμη που προσέφερε το οικογενειακό περιβάλλον, που από τότε έλεγα πως έπρεπε να αποτινάξω, γεμίζοντάς με, με άγχος επιβίωσης, γνωρίζοντας εκ των προτέρων, πως ο ανήφορος είναι για τους ανθρώπους που θέλουν να πετύχουν. Αφελώς θεωρούσα τότε, πως όπου φτωχός και μοίρα του. Χωρίς να έχω διαψευσθεί, δεν μπορούσα όμως, ταξικά αν θέλετε, να διανοηθώ το πόσο δυσάρεστα και γρήγορα, αυτή δύναται να χειροτερεύει. Και πάλι όμως συνειδητά, δεν άφησα ποτέ αυτή τη γνώση που αργότερα έγινε βίωμα, να με σταματήσει από το να προσπαθήσω…Να αποτινάξω τον οικογενειακό περιορισμό (ευσεβής, όμως ιδιαίτερα άγουρος πόθος κάθε παιδιού στην εφηβεία), τόσο σε επίπεδο προσδοκιών, όσο και σε επίπεδο αναμενόμενης ενδοταξικής εξέλιξης. Τι εννοούμε προσδοκία; Την επιδίωξη εργασιακής ασφάλειας εντός αστικού κράτους και δη ελληνοχριστιανικού (χαχαχααχχα – ως προς τον τελευταίο όρο και πάλι μοναδικά κατασκευασμένο να υπηρετεί την εγχώρια προπαγάνδα των αστικών μύθων που από την επανάληψη τείνουν να γίνουν αλήθεια). Και τι εννοούμε ενδοταξική θέση; κοινώς την επιδίωξη μιας δημοσιοϋπαλληλικής θέσης που εξασφάλιζε την ελληνική ταξική, by design που λένε και στο χωριό μου, ιδιαιτερότητα των μικρομεσαίων, που σε άλλες γκα – πιταλιστικές (που λέει και ο Άδωνης• είδατε πως απέφυγα τον όρο ανεπτυγμένες;) κοινωνίες, καλούνται απλά μικροαστοί. Σημειώνω πως και τα 2 πέρναγαν, για να πραγματωθούν, από την μεταλυκειακή εκπαίδευση. Κάτι που καίτοι ήθελα να ξεπεράσω δεν ήθελα όμως να «καταστραφώ» που έλεγε και ο Δαλιανίδης με τον Φώσκολο για τον οιοδήποτε αποκλίνοντα νεαρό άνεργο και ταυτόχρονα να διατηρήσω και να εκμεταλλευτώ, στο μέτρο του δυνατού, τα όποια πλεονεκτήματα της ταξικής μου καταγωγής• και άρα προσδοκιών. Και τι εννοώ εκμετάλλευση; Αποδεικνύοντας τόσο την αγάπη μου στην ανευθυνότητα, όσο και την δυτικοθρεμμένη ονείρωξη ενός ατελείωτου springbreak για ακαδημαϊκή πορεία, ανερυθρίαστα θα εκμεταλλευόμουν την ακαδημαϊκή πορεία, προκειμένου να αναβάλλω το μοιραίο και σαν τον θάνατο αναπόδραστο, δηλαδή την εισαγωγή μου στην αγορά, δίχως, απ’ όσο θυμάμαι τότε, να αισθάνομαι ικανός να «παράγω πλούτο»

Και παρ’ όλα ταύτα, απολογητικά και σαν ένα σχιζοφρενικό mind coaching ενός alter ego πολύ πιο συντηρητικού από ένα Tyler Durden, στον εαυτό μου, ήλπιζα να σταθώ, καίτοι τεμπέλης δίχως αιτία, με τα «κενά» να αιωρούνται ακόμη ανεξήγητα και να ποδηγετούν την τελική επιλογή, ασχέτως σκέψης και μπορώ να πω, τις περισσότερες φορές, παρά τις μύριες σκέψεις,  που πανανθρώπινα αποδεικνύονται εμπόδιο στην όποια πράξη, βεβιασμένη ή όχι• δικαιολογημένη, ή όχι. Να σταθώ απέναντι στις κοινωνικές επιταγές όσο πρέπει, για να ζω αληθινά, όπως με αρέσει. Κοινώς να δύναμαι να ανταποκρίνομαι στις ανάγκες που δημιουργώ, ή επιλέγω…

Στους δρόμους λοιπόν εκείνους ο ίδια περιπλεγμένος, αν όχι βαθυστόχαστος, εσωτερικός μονόλογος πάντοτε έβρισκε ανταπάντηση στο άγχος επίδοσης, στο άγχος απόδειξης στο κόσμο πως τάχατες ο φαινομενικά ανασφαλής, μα λέων εσωτερικά, εαυτός μου θα μπορούσε μονάχος να στηρίξει τα θέλω, την αρρώστια και τις αρετές του…και όσο κρύωνα, περπατούσα χαμένος, χωμένος στo flying με το κασκωλ,
με το βλέμμα συνοφρυωμένο, μονίμως δυσκοίλιο όχι λόγω του κρύου, όπως συνέβαινε με την αφίσα του Dean όταν περπατούσε στη Νέα Υόρκη το καταχείμωνο, θελκτικά συνοφρυωμένος αυτός και καθόλου δυσκοίλιος…. Και πλάνταζα που δεν θα ήμουν ποτέ τόσο cool σαν τον άντρα στην αφίσα που στο καφε της σχολικής κοπάνας κοσμούσε τον τοίχο πάνω από τα φλιπεράκια και με στοίχειωνε• ίσως μόνο τόσο κρυωμένος..

Και όσο κρύωνα, άφηνα τη νικοτίνη να δηλητηριάζει το είναι μου. Θεωρούσα το κώνειο, απόλαυση ενηλικίωσης• απόδειξη πως δύναμαι να σκοτώσω τον εαυτό μου ακριβώς όπως έκαναν τα ινδάλματα του ασπρόμαυρου σέλιλοϊντ που λάτρευα. Μα ήταν όμως τόσο μακρινά, αυτά τα μαρτύρια των ανθρώπων με τους σαπισμένους πνεύμονες και τα χίλια προβλήματα στο αναπνευστικό. Δεν βάζω στην θύμηση τις μπύρες γιατί σχεδόν ποτέ, όπως αργότερα έκανα με τον καφέ, δεν συντρόφευα τις βόλτες μου μαζί της. Ήθελα μόνο το δηλητήριο της νικοτίνης• γιατί πολύ απλά πήγαινα κάπου και οι μπύρες συνήθως δεν με βοήθαγαν να πάω πουθενά, μόνο να σβήνω την απαξίωση που σαν πατρογονική φωνή άκουγα μέσα μου να με αποτρέπει, γιατί ακριβώς μου έλεγε πως ποτέ δεν θα είμαι αρκετά καλός σε κάτι. Και στις βόλτες στόχος ήταν να φτάσω, όχι να σβήσω. Αυτό θα ερχόταν αργότερα… 

Τέτοια αίσθηση μου έκανε η γειτονιά μου όταν την περπατούσα τις χειμωνιάτικες μέρες για να πάω από το ένα μέρος στο άλλο, δείγμα συνεπέστερο της ταξικής μου καταγωγής και προέλευσης. Από τη μια τα κιτρινισμένα φώτα στη Πατησίων, η οχλαγωγή της κατανάλωσης που λέμε άστοχα ζωή και από την άλλη οι πάντα βιαστικοί περαστικοί, είτε πεζοί, είτε αυτοκινούμενοι να βιάζονται να προλάβουν• πάντα μικρός απορούσα. Γιατί βιάζονται αυτοί; Που θέλουν να πάνε, αν όχι σπίτι τους να ξεκουραστούνε; Αν όχι στις δουλειές τους, που μεταξύ μας, ελάχιστοι πράγματι επιθυμούσαν να συνεχίζουν; Τώρα ξέρω

Βιάζονται να τελειώνουν.. πάντα υπάρχει μια δευτερεύουσα τελική πρόταση να δίνει σκοπό και νόημα, διάφορο από αυτό που κάποιοι ψάχνουν σαν ξεχωριστό• δεν θα πω αντισυμβατικό. Γιατί τούτο είναι και το αποκλίνον…και μη τα μπλέκουμε τώρα αυτά με τους καναπέδες. Και δίχως πολλοί να το ξέρουμε βιαζόμαστε με αυτό που ονομάζουμε ζήση.. Να τελειώνουμε με τις δουλειές, με το 8ωρο, με το χειμώνα, με τις ζέστες (ναι υπάρχουν και αυτοί), δίχως όμως να σκεφτόμαστε πως βιαζόμαστε έτσι και με την "αγγαρεία" του οξυγόνου..

Η αυτοεκτίμησή μου πάντοτε θεωρούσε πως ο εαυτός μπορεί να είναι και το αποτέλεσμα των λαθών, των σφαλμάτων, περισσότερο από το άθροισμα των θετικών. Ο αυτοκαθορισμός, συμφωνώ, πρέπει να γίνεται κατόπιν της αποδοχής των λαθών, σε μεγαλύτερο βαθμό ίσως, από την προαγωγή της αναγνώρισης των θετικών δυναμικών. Γι αυτό και τα κιτρινισμένα φώτα, η πνιγηρότητα, ο ρυπαρός αέρας και η βιασύνη των Αθηνών να είναι εσωτερικευμένα μέσα μου έτσι, που να ανατρέχω στις μνήμες αυτές για να μην ξεχνώ την αγωνία του θανάτου, ή καλύτερα την αγωνία μιας ζωής δίχως ποιότητα και δίχως θάνατο.

Και σε όλα αυτά, το αστικό μου ένστικτο επιβίωσης, είχε να αντιπαραβάλλει τις παραμορφώσεις στις κιθάρες, τους μανιώδεις, υπόκωφους τυμπανιστικούς ήχους και τις άναρθρες κραυγές, ή τις τσιρίδες (όπως κακοπροαίρετα οι μεγαλύτεροι, τότε, άκουγαν) για φωνητικά, να στέκονται μαζί μου, δίπλα στα φώτα και την αρρώστια τους, εντός του αέρα και της νοσηρότητας του και τέλος, απέναντι στους ανθρώπους και την βιασύνη τους. Αισθάνομαι τραχύς και έτοιμος να βροντοφωνάξω πως είμαι λέων αντί αμνού στα θηρία που έβλεπα πως πάνε να με κατασπαράξουν. Και χωρίς σε αυτά να υπολογίζω βασικούς ανθρώπους στο περιβάλλον μου, που ήθελαν το καλύτερο για μένα• δηλαδή να μην τους εγκαταλείψω ποτέ και να μείνω όπου με χρειάζονταν, έως ότου να μην με χρειάζονταν πια. Επομένως, με εκείνους τους εμπορικούς μεν, αντισυμβατικούς ήχους της επίθεσης και της οργής δε, το φοβισμένο εκείνο να μεγαλώσει παιδάκι, μετατρέπονταν σε έναν αδιάφορο στις προκλήσεις, ωφελιμιστή πάντοτε, με εύκολα την ευθύνη να βαραίνει τον οικογενειακό αστερισμό μου, πολεμιστή του φωτός (νόμιζα), κομίζοντας ακέραια εκείνη την θελκτική (νόμιζα) άσπιλη, προσωπικότητα. Για το «άσπιλη προσωπικότητα» εκείνη την περίοδο δεν νόμιζα απλά• ήξερα, γιατί δεν ήμουν στην θέση να κάνω τα λάθη που θα επιχειρούσα στο μέλλον, στο όνομα ενός καινοφανούς, ιδιαίτερου Κώδικα Αξιών, που διαστρεβλωμένα υπέθετα πως είναι αμιγώς δικό μου. Τόσο για το ιδιαίτερος όσο και για το καινοφανής έχω πλέον σοβαρές αμφιβολίες, αν αναλογιστώ την μοναδικότητα της προσωπικότητας από την μια, και την ίδια την φύση από την άλλη, που νομοτελειακά σε τοποθετεί μέσα στην τροφική αλυσίδα και ακολούθως, σου δείχνει εκτός του τι είσαι και το τι προδιαγράφεται για σένα να γίνεις.

Πάντοτε έλεγα πρόσεξε τι εύχεσαι γιατι μπορεί να σου τύχει…Έπρεπε όμως ταυτόχρονα, να σκέφτομαι λίγο και τι απεύχομαι, τι καταδικάζω στα υπόγεια του ασυνείδητου, σαν το θηρίο που χρειάζεται αλκοόλ για να εκφραστεί, γιατί απλά μπορεί και να καταλήξω τέτοιος. Τέτοιος υπήρξα ασυνείδητα μεταφέροντας τις δικές μου εικόνες τοξικής οικογενειακής συμπεριφοράς στην δική μου. Τέτοιος υπήρξα συνειδητά επιδιώκοντας να βιάζομαι, με τις αγγαρείες, με τις υποχρεώσεις, με το χειμώνα και τα κρύα, έως ότου «πέρασε και η μισή ζωή, δίχως να καταλάβω»• και έμεινα να βιάζομαι να τελειώσω και την άλλη μίση….

Στο κάτω – κάτω, είναι βολικότερο να αποδέχεσαι την ανημπορία σου, παρά να προσπαθείς να την καταργήσεις. Τέτοιο μοιάζει το modus vivendi ενός οκνηρού άνθρωπου. Και όμως, τόσα χρόνια προσπαθούσα απλά να ξεχάσω τι έπρεπε να αποδεχτώ, ή αλλιώς να δουλέψω (και) μαζί του. Επομένως δεν παραδεχόμουν ούτε καν την οκνηρία μου να παλέψω με τα τέρατά μου• πάντοτε ήταν ευκολότερο να αντιμετωπίζω τα ξένα τέρατα…

Και πάμε πάλι στη νοσταλγία. Είναι το καλύτερο φάρμακο γιατί θυμάσαι πως έμαθες να στέκεσαι δίχως να τρέχεις. Fight or Flight λένε…Έτσι και εγώ έλεγα πως πάλευα, ενώ έφευγα. Έφευγα από τις προκλήσεις, έφευγα ακόμη και από την προοπτική να κάνω κάτι που ο εαυτός μου δεν ήθελε να παραδεχτεί πως ήταν• ούτε ακόμη να καταστρέψω συνειδητά τον πρότυπο εαυτού στο οποίο ήθελα να μοιάσω. Ασυνείδητα όμως υπήρξα καταστροφικός. Είναι όπως μου είχε πει κάποια κάποτε… «και μετά άνοιξες το στόμα σου». Και ενώ εγώ είχα μεγάλη εντύπωση για το στόμα μου, όποτε το άνοιγα, αίφνης κατάλαβα ότι αυτό που θεωρώ εγώ όπλο, είναι καταδίκη. Πάντα πολεμούσα με την διττή εκδοχή των πραγμάτων• κυριότερα με το θεώρημα πως η λογική σαν διακριτικός παράγοντας του ανθρώπινου είδους από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, καίτοι είναι το όπλο που το βοήθησε να εξελιχθεί και να υπάρχει όλα αυτά τα χρόνια, ταυτόχρονα όμως μοιάζει να είναι και το όπλο που θα το καταδικάσει..
Γι αυτό και για να είμαστε σύγχρονοι με την εποχή μας, που έχει περισσότερο γκρι παρά άσπρο ή μαύρο, η έννοια της ισορροπίας τελικώς κρύβεται στην προσευχή που κάποιοι ονομάζουν serenity,
πιθανότατα ακριβώς από την αίσθηση που σου προσφέρεται όταν, έχεις τη δύναμη να αλλάξεις αυτό που μπορείς, την ηρεμία να αποδεχτείς όσα δεν μπορείς να αλλάξεις, καθώς και τη σοφία να διακρίνεις τη διαφορά μεταξύ τους.

Την μουσική του τότε, που σαν υπόκρουση διαχέεται στην μνήμη μου, καίτοι μεγάλωνε την απομόνωση και τον ατομικισμό μου, δεν την πετώ λοιπόν, όσο δεν πετώ τα φώτα, το κρύο, την αίσθηση ότι μόνος απέναντι στο κόσμο θα μπορέσω να υπάρχω δίχως να χαθώ μεταξύ του πως πρέπει να είμαι, ή του πως αναμένεται να είμαι• μα με την αφελή αίσθηση του self rightiousness που λένε και στο χωριό μου να μου υπαγορεύει πως αυτό που είμαι είναι καλόψυχο, ευγενικό και ταμένο στο φως, έτσι όπως ήθελαν να είναι, πιθανώς πρώτοι από όλους, οι γεννήτορες μου και έπειτα, όλοι οι αφέντες τους. Και αν δεν είμαι; Και αν είμαι χάος και σκοτάδι αντί για στερεότυπο και φως, μικρόψυχος και αλυσιτελής, αντί για γενναιόδωρος και χρήσιμος, ριψασπίς αντί για νεκρός ή ζωντανός στη μάχη; Πότε είναι χρόνος να καταλάβεις αν όχι τότε που φοράς, σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, την πρώτη σου ταυτότητα; Και αν ποτέ δεν είναι αργά, αφού μέχρι την τελευταία πνοή είναι αγώνας χωρίς στημένο αποτέλεσμα, γιατί η ελεύθερη βούληση είναι άτιμο πράγμα, πως αγαπάς κάτι που ασυνείδητα έμαθες να μισείς, ή που επέλεξες αφελώς πως δεν επιθυμείς να είσαι; Και αν όχι αγαπάς, αποδέχεσαι, παρότι η αποδοχή προϋποθέτει αγάπη.

Και ο λόγος που δεν πετώ τίποτα από όσα καταθλιπτικά σκιάζουν το νόστο της πρώτης νιότης είναι ακριβώς η δύναμη της ηλικίας που ατσάλωνε την δειλία με την ορμή της νέας ζωής• και στο τέλος ψιθύριζε, για τους δικούς της, ωφελιμιστικούς μεν, ρεαλιστικούς δε, σκοπούς της και δη αυτόν της επιβίωσης, «πως όλα θα punk αλλά»…γιατί πολύ απλά δεν θα μπορούσαν να πάνε αλλιώς…

Και πράγματι έτσι ήταν, ή έτσι όπως τελικώς τα νομίζουμε ενθυμούμενοι και ανακαλώντας τα. Στο τέλος αυτός ο νομιζόμενα, μα απευκταία δειλός ανθρωπάκος, στάθηκε μόνος του, άγνωστος σε μια ξένη γη και προσπάθησε να παλέψει με τα χώματα, γιατί δεν ήταν και για παραπάνω, δίχως – νόμιζε – να γίνει κάτι που δεν ήθελε να ήταν. Απλά έγινε κάτι που απευχόταν. Και χειρότερα δε, έγινε έτσι δίχως να το καταλαβαίνει. Επειδή έτσι ήταν η φύση του. Θυμάμαι την ινδιάνικη ιστορία με το λύκο (ο Ταραντίνο την είχε πει με φίδια) και γελάω…Και αντιτείνω στην ιστορία αυτή μια άλλη με το σκορπιό και τη χελώνα….Ο σκορπιός δεν θα βαπτιστεί χελώνα ακόμη και αν εξαρτάται η επιβίωση του από αυτή την μεταμόρφωση…

Υπάρχουν όμως και κάτι παλιοχαρακτήρες.. Είναι τσακάλια και ύαινες, όσο και αν παριστάνουν άλλα ζώα, πιο δυνατά, πιο αγαθά, πιο αναλώσιμα, απλά για να μπουν στην αγέλη τους και να χαρούν έπειτα με τον τρόμο των άλλων μπροστά στην αποκάλυψη, όταν θα είναι πια πολύ αργά… Για όλους

Γι αυτό τα φώτα, το κρύο η βιασύνη και το ανηλεές και άσκοπο κοπάνημα δεν μπορούν να αφαιρεθούν από το κάδρο της περισυλλογής ενός πολεμιστή που βγαίνει κάτω από νέα φωτά στην παράσταση. Γιατί όσο ψεύτικη ή πρωτόλεια και να είναι η αίσθηση της ταυτότητας αυτής, δεν παύει να είναι η πιο ελεύθερη• ελεύθερη από τον κυνισμό του ρεαλισμού• τα βιώματα και τις εμπειρίες του που μουνουχίζουν την φαντασία, την επιθυμία για ψηλότερα, όχι για λόγους ανταγωνισμού αλλά επιβίωσης, κάτι σαν επιπλέον οπλισμός, πριν την δοκιμασία της αρένας. Είναι η πιο κοντινή, σε έναν εξωραϊσμένο ιδεαλιστικά εαυτό, που ακόμα και αν δεν μπορεί να επιτευχθεί απόλυτα, αποτελεί πάντως έναν αφελή οδηγό προς κάτι πιο αθώο.

Η φύση είναι σκληρή και παίρνει τα μέρος κάποιων δίχως συναισθηματισμούς, δίχως την αγωνιά της ελεύθερης βούλησης• γι αυτό και σαν διαδικασία επιλογής ονομάζεται φυσική• γιατί δεν εξαρτάται από την επιθυμία, ή την γνώση. Την διέπει μια ντετερμινιστική νομοτέλεια αφήνοντας την εν τέλει και εκείνη δέσμια κανόνων, που όμως δεν εμπεριέχουν την ανθρώπινη υπερβολή της μοναδικής προσωπικότητας, της οπλισμένης μόνο με αυτό που ονομάζεται κομψά ελεύθερη βούληση. 

Μια βούληση, που στην ανθρώπινη πράξη φαίνεται να είναι κατοχυρωμένη μόνο οριζοντίως ταξικά, ενώ κατ ουσία και έτσι όπως καλείται να εφαρμοστεί αυτή, δεν αποτελεί προνόμιο, αφού φαίνεται πως δυναστεύει την ζήση του είδους. Και λέω δυναστεύει γιατί φαίνεται να εξασφαλίζει αυτή την εκμετάλλευση που οδηγεί στην απαξίωση του όρου «ελεύθερη», όταν αναφερόμαστε στην βούληση που μόνο ο άνθρωπος φαίνεται να διαθέτει στο πλανήτη (πάντοτε υπό το πρίσμα της λογικής πως είναι το ον που δεν εξαρτάται απόλυτα από τα ένστικτα του – στο βαθμό που η ικανοποίηση των ενστίκτων αυτών εξυπηρετείται για όλους το ίδιο στο φυσικό περιβάλλον τους, αντιτείνω εγώ). 

Ακόμη, η αλήθεια είναι, σαν είδος δεν έχουμε μάθει να αποτινάσσουμε κανένα ζυγό, ζούμε σε μια εκμεταλλευτική κοινωνία, με το τελευταίο χρονικά παράδειγμα βούλησης συλλογικοτήτων να πνίγεται στη pizza hut στο levis και στους Metallica και αποζητούμε αφέντες να μας επιβάλλονται• πολύ απλά, καθώς ως φύση είμαστε πεπερασμένοι, θα έπρεπε να εφεύρουμε ένα Θεό ακόμη και αν δεν υπήρχε, όπως λέει και ο Βολταίρος. Έτσι, σαν συλλογικό ασυνείδητο, παλεύουμε για να εφευρίσκουμε τους αφέντες που θα μας δυναστεύουν εξασφαλίζοντας έτσι, την όποια επιλογή, πολύ μακριά από το να είναι ελεύθερη.

Άραγε πόσο ελεύθεροι είμαστε να είμαστε καλοί, να επιτηδευόμαστε σε επαγγέλματα κοινωνικού κύρους, να είμαστε ολοκληρωμένες προσωπικότητες δεδομένης όχι μόνο της μοναδικής μας προσωπικότητας αλλά και επιπρόσθετα της ταξικής μας καταγωγής; Μην ξεχνάμε πως μέσα στην ανθρώπινη μοναδικότητα, λύκοι φορούν μανδύα προβάτου, παρά το γεγονός πως και οι λύκοι και τα πρόβατα ξέρουμε, πως η φύση είναι αναπόδραστη και κάτι τέτοιες μεταμφιέσεις είναι πιστευτές μόνο στο "δυνατό" μα καταδικασμένο στην αποτυχία ανθρωπινό νου.

Για να γυρίσουμε όμως στο γιατί στέκω ακόμη κυρά Σούλα μου, πρέπει να αναρωτηθώ ακόμη τα εξής. Στέκω ακόμη από / για το νόστο της νιότης με τις σκοτεινές βρώμικες στιγμές της που με ατσάλωναν για τη συνέχεια; Στέκω γιατί απλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς; Κάθομαι απέναντι στον εαυτό μου και τον ρωτώ μες στη κρίση της μέσης ηλικίας (που έχουμε ξαναπεί ότι αφορά πολύ περισσότερο τον φόβο του θανάτου, παρά κάτι άλλο) γιατί στέκω ακόμη; Απαξιωτικά με κατηγορώ πως δεν θα έπρεπε να στέκω.

Να αποδεχθώ την ήττα μου όμως πως; Τι θα πρέπει να διορθώσω, αν όχι την φύση μου; Γίνεται αυτό; Και αν αυτό μου αξίζει, πως θα ψήσω τον ψυλομύτη εαυτό μου να αποδεχθεί πως δεν ήταν λιόντας, αλλά ύαινα και να ζήσει με αυτό, περιμένοντας μια ευκαιρία να συλήσει τα πτώματα που σκοτώνουν άλλοι για να θραφεί, ως το αύριο να μην υπάρχει πια;

Μπορεί το ζώο να περπατήσει τα ίδια σοκάκια με την στυφάδα στο στόμα, να κρυώνει μες στο trendy μπουφάν του και να έχει στο νου μια μουσική να υποκρούει όλα όσα βλέπει, όσα αισθάνεται και τελικά να καταλήγει πάλι να στέκει με την ατρωσία της γνώσης αυτή την φορά και όχι την μεταφυσική ελπίδα του όλα θα punk άλλα; Δεν υπάρχουν άλλες διαδρομές σε μονόδρομους. Το θέμα λοιπόν δεν είναι αν μπορεί μια ψυχή να υπάρχει στο σφάλμα, αλλά αν μπορεί να το ξέρει πως υπάρχει στο σφάλμα, δίχως να κάνει κάτι γι αυτό, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝ μπορεί. Η αλήθεια είναι ότι αγαπάω πολύ τα σφάλματα μου. Τείνω να τους αποδίδω μεγαλύτερες τιμές από οτιδήποτε άλλο θετικό ή μη, που ξέρω πως είμαι. Πολύ απλά γιατί έχω ζήσει στα σφάλματα πιο βολικά από ότι θα ζούσα αν υπερασπιζόμουν μέχρι τέλους αυτά που έχω αφημένα στο φως (ακόμη και αν άλλοι τα άφησαν εκεί για μένα). Και αυτό δεν είναι μια διαπίστωση που την κάνω ελαφρά και ίσως να είναι ένοχη για πολλά παραπάνω, από όσα η ίδια διαπιστώνει.

Προτιμώ όμως τον αμονάχο του, που περπατά στους κιτρινισμένους δρόμους στην Αθήνα, δίχως να μοιάζει να ξέρει που βαδίζει είναι όμως πιο αποφασισμένος να βαδίσει από τους διπλανούς του, παρά τον ηττημένο που λέει πως δεν του αξίζει πια να βαδίζει. Και έτσι τιμώ αυτό τον τύπο σε μια προσπάθεια να αποδειχθώ αντάξιός του.

Αντάξιος των ελπίδων και των προσδοκιών του, δίχως ταυτόχρονα να θέλω να συντηρήσω καμία εσφαλμένη εικόνα μεγαλείου που μπορεί να είχε, νομίζοντας πως αυτή θα τον πάει παρακάτω. Είναι θέμα ηλικίας θα καγχάσω… και αυτό δεν είναι μια συμμόρφωση προς την παραπάνω διαπίστωση. Ούτε πιστεύω πως εκείνη η απόμακρη πλέον χρονικά εικόνα είναι πανάκεια, ή εξίσου βουτηγμένη στα ίδια σφάλματα. Απλά την κρατώ και προσπαθώ να την τιμήσω γιατί εκείνη θυμάμαι πιο καθάρια όταν αναλογίζομαι το ποιος είμαι και ποιος θα ήθελα να έχω γίνει. Και αν αξίζει να κάνω κάτι και γι αυτό…

Γιατί εν τέλει έχει και ο σκορπιός δικαίωμα να υπάρχει, στο μέτρο που του επιτρέπει ο πεπερασμένος εαυτός του. Και αν πρέπει να αποτινάξω κάτι, δεν είναι ο μοναχός περιπατητής στην Πατησίων, που ακούει θυμωμένη, κομπλεξική μουσική, αφημένος στη σκέψη του και στο νοητικό αυνανισμό του, που του δίνει νομίζει τα στηρίγματα για να υπάρξει, που καπνίζει δίχως αύριο, δίχως σκέψη και δίχως ηδονή με την αλυσιτέλεια που σου δίνει μια ανακούφιση που όμως δίνει και καρκίνο, αλλά οι τύψεις που του κληροδοτήθηκαν και οι ενοχές που κληρονόμηθηκαν από τις πράξεις του..

Και επειδή έχει γίνει επίκληση στη μουσική της εφηβείας ακούστε και ένα συνοθύλευμα των καλύτερων της thrash μουσικής (για μουσική υπόκρουση σε όσους τολμήσουν και βγάλουν άκρη από τούτο το ανάγνωσμα), που εν τέλει ισχυρίζομαι πως ακούω κατ' επιλογήν, αντικαθιστώντας το άοσμο, ουδέτερο (καίτοι μπορεί να συμβαίνει) και τελικά κίβδηλο "ακούω τα πάντα"... Και επειδή το playlist έχει τον ατελείωτο (και εδώ υπάρχουν μονο 100 tracks από τις 20 καλύτερες κατ' εμέ thrash metal μπάντες) καλό είναι να το ακούσετε απευθείας στο Spotify με shuffle

Related Posts


And don't forget 
ALL RAMBLINGS are HERE
ALL COMPILATIONS are HERE
For Ramblings @Twitter press HERE
For Compilations @ Twitter press HERE



So what's my name??


Δεν υπάρχουν σχόλια: